Το ημερολόγιο έγραφε 5 Σεπτεμβρίου 2002. Το καλοκαίρι που είχε ολοκληρωθεί μερικές μέρες πριν είχε κινηθεί εξ’ ολοκλήρου στους ρυθμούς της 17 Νοέμβρη, της θρυλικής τρομοκρατικής οργάνωσης που επί 27 χρόνια έκανε το ένα χτύπημα μετά το άλλο χωρίς να καταφέρει ποτέ το ελληνικό κράτος να προβεί στην παραμικρή σύλληψη κάποιου μέλους της. Εκείνο το καλοκαίρι ωστόσο, τα μυθικά χαρακτηριστικά που είχε αποκτήσει η 17Ν κατέρρεαν: ήταν το καλοκαίρι της απομυθοποίησης.
Δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι τα μέλη της έπεσαν τελικά στα χέρια της αστυνομίας. Αυτό ήταν μια πιθανότητα. Το χειρότερο αναφορικά με τη δημόσια εικόνα της 17 Νοέμβρη ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα μέλη της χειρίστηκαν το τέλος της οργάνωσής τους. Κόντρα σε έναν από τους βασικούς κώδικες αντίληψης του χώρου που αυτοπροσδιορίζεται ως «ένοπλο αντάρτικο», οι συλληφθέντες της 17 Νοέμβρη όχι απλά δεν αρνήθηκαν πεισματικά κάθε συμμετοχή τους σε αυτό που το κράτος τους κατηγορούσε, αλλά αντίθετα, ο ένας άρχισε να δίνει πληροφορίες για τον άλλο προκειμένου να μειωθεί η ποινή του.
Με εξαίρεση τον Γιωτόπουλο, ο οποίος μέχρι και σήμερα αρνείται να δηλώσει ένοχος για τα όσα έχει ήδη καταδικαστεί, όλα τα υπόλοιπα μέλη της 17Ν πήραν αποστάσεις από τη λογική πως ο ένοπλος αντάρτης συνεχίζει να σνομπάρει επιδεικτικά το κράτος ακόμα και μετά τη σύλληψή του λέγοντας απροκάλυπτα ψέμματα (όπως ότι είναι αθώος ενώ όλα τα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο). Οι πιο φανατικοί ιδεολόγοι και υπερασπιστές της δράσης της 17Ν κατηγόρησαν εκείνο το καλοκαίρι τα μέλη της για μια άτυπη συνθηκολόγηση.
Ίσως αυτός ήταν και ο λόγος που στις 5 Σεπτεμβρίου του 2002, ο Δημήτρης Κουφοντίνας εμφανίστηκε στην ΓΑΔΑ και παραδόθηκε. Όντας ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αλλά και ασύλληπτα μέλη της 17 Νοέμβρη, έχοντας περάσει ολόκληρο το καλοκαίρι μέσα σε μια σκηνή κάπου στο Αγκίστρι, ο Κουφοντίνας υπήρξε το μοναδικό μέλος της οργάνωσης που παραδόθηκε. Θεωρητικά, η αυτόβουλη παράδοσή του στα χέρια της ελληνική αστυνομίας θα μπορούσε να θεωρηθεί επίσης συνθηκολόγηση. Το σκεπτικό του Κουφοντίνα ωστόσο ήταν άλλο: να σώσει την τιμή της οργάνωσης. Μέσω της σύλληψής του θα είχε την ευκαιρία να απολογηθεί στο δικαστήριο και να κρατήσει πιο περήφανη στάση από τα υπόλοιπα μέλη.
Ο Κουφοντίνας έφτασε με ένα ταξί στη ΓΑΔΑ εκείνο το μεσημέρι (προφανώς, πήρε το ταξί από το λιμάνι του Πειραιά). Ο οδηγός -που προφανώς δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο πελάτης του- φρίκαρε όταν ο Κουφοντίνας του έδωσε ένα πενηντάευρο και βγήκε από το ταξί χωρίς καν να περιμένει τα ρέστα. Για την ακρίβεια, ο οδηγός του ταξί βγήκε από το αμάξι και ακολούθησε το Κουφοντίνα όσο ο τελευταίος έμπαινε μέσα στο κτίριο της ΓΑΔΑ προσπαθώντας να του δώσει τα (πολλά) ρέστα του.
«Γεια σας, είμαι ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ήρθα να παραδοθώ», είπε στον αστυνομικό που καθόταν στην είσοδο της ΓΑΔΑ προκαλώντας δυο εκ διαμέτρου αντίθετες αντιδράσεις. Ο ταξιτζής -που συνέχιζε να ακολουθεί τον Κουφοντίνα- σάστισε μπροστά στη συγκεκριμένη πληροφορία, «πάγωσε» αντιλαμβανόμενος ποιον είχε πελάτη στο ταξί του μερικά δευτερόλεπτα πριν. Ο αστυνομικός από τη μεριά του απάντησε με κάτι σαν «άσε μας μεσημεριάτικα ρε φίλε» θεωρώντας πως κάποιος του κάνει πλάκα, πως δεν υπήρχε περίπτωση να παραδοθεί μόνος του ο Κουφοντίνας.
Η σύλληψη εκείνη έκλεισε οριστικά τον κύκλο της 17 Νοέμβρη. Η απολογία του Κουφοντίνα στο δικαστήριο υπήρξε περισσότερο μια μεγάλη πολιτική διακήρυξη και λιγότερο απολογία. Μέσω εκείνης της ενέργειάς του μετουσιώθηκε για τα καλά στον αναμφισβήτητο ηγέτη της οργάνωσης. Βέβαια, αυτή του η ενέργεια ήταν και ο λόγος που χάλασαν για πάντα οι σχέσεις του με το Γιωτόπουλο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.