Όταν η Ελλάδα δέχεται την επίθεση των Ιταλών που σηματοδοτεί την εμπλοκή της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι σειρήνες ειδοποιούν τους κατοίκους για το κακό που βρίσκεται προ των πυλών.
Ο Ιωάννης Βουλπιώτης είναι ο άνθρωπος που τις έχει εγκαταστήσει και προετοιμάζεται για αυτό που έρχεται, έχοντας πλέον διπλή υπηκοότητα (ελληνική και γερμανική) και γνωρίζοντας ότι είχε φτάσει η ώρα να παίξει σωστά τα χαρτιά του.
Στην πραγματικότητα, ο 38χρονος τότε πολυμήχανος επιχειρηματίας έπρεπε να συνεχίσει να κάνει αυτό που έκανε από τη μέρα που γεννήθηκε, το 1902. Να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά να θριαμβεύσει, χρησιμοποιώντας ένα ολόκληρο σύστημα για να δουλέψει υπέρ του.
Πώς όμως είχε βρεθεί σε αυτή τη θέση, να «παλεύει» συναισθηματικά μεταξύ δύο πατρίδων που ενεπλάκησαν σε πόλεμο; Η ιστορία ξεκινά όταν εκείνος ήταν ακόμη μαθητής Γυμνασίου και ο καθηγητής του, Δημήτρης Γληνός, τον πείθει να μεταβεί για σπουδές στην Γερμανία, έχοντας αντιληφθεί την οξυδέρκειά του. Όντως, δικαιώθηκε. Λίγα χρόνια αργότερα ο Βουλπιώτης παίρνει πτυχίο στην παντελώς άγνωστη Ηλεκτρική Μηχανολογία και πριν καν κλείσει τα 25 αναλαμβάνει επικεφαλής του ερευνητικού τμήματος της Siemens!
Η εξέλιξή του είναι απίστευτη και εντυπωσιακή. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο «Χερ Ντόκτορ Βουλπιώτης» παντρεύεται τη Χέρτα, κόρη του ίδιου του ιδιοκτήτη της εταιρείας-κολοσσού, Φρίντριχ Ζίμενς! Βλέπετε, εκτός από την δεδομένη ευφυΐα του, διέθετε ακόμη ένα όπλο. Την τεράστια έλξη που ασκούσε με το αινιγματικό βλέμμα του στις γυναίκες.
Κάτι που αποδεικνύεται και από τους δύο επόμενους γάμους του, μετά το χωρισμό του από την Χέρτα. Πρώτα με την γνωστή καλλονή της εποχής, Έλεν Ευγενίδη και στη συνέχεια με τη γόνο της παλαιάς οικογένειας των Αθηνών, Ζανέτ Καραϊωσηφόγλου. Ο πρώτος πεθερός του ωστόσο δεν του κρατάει κακία, αφού γνωρίζει καλά την ευμετάβλητη ψυχική κατάσταση της κόρης του και τον ορίζει εκπρόσωπο της Siemens σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Αυτό ήταν το status του Ιωάννη Βουλπιώτη όταν οι Ναζί μπαίνουν στην Αθήνα. Εκείνος έχει ήδη γνωρίσει τον Αδόλφο Χίτλερ από την περίοδο που ζούσε στην Γερμανία και έχει κερδίσει την εκτίμησή του εξαιτίας της πολυπραγμοσύνης του. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που ο ίδιος ο Φύρερ του είχε ζητήσει την γνώμη του για την τηλεόραση ως όργανο προπαγάνδας.
Έχοντας τέτοιο βιογραφικό (κι ένα παιδί με την κόρη του ιδιοκτήτη της Siemens) ο Βουλπιώτης δεν ήταν ο άνθρωπος που θα… έτρεχε να ενταχθεί στην αντίσταση κατά των Γερμανών. Με αμύθητη περιουσία, όπως και άλλα μέλη της ελληνικής οικονομικής ελίτ, γνώριζε πολύ καλά πως τα συμφέροντά του ταυτίζονταν με εκείνα των κατακτητών. Όμως για το εύρος και τη φύση της συνεργασίας τους κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα. Με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα «ο Έλληνας τον οποίο συμπάθησε ο Χίτλερ», όπως έγινε γνωστός, να αποτελεί μια προσωπικότητα τουλάχιστον αμφιλεγόμενη.
Ο ίδιος είχε πει (σύμφωνα με μαρτυρίες από το συγγενικό περιβάλλον του) «για μένα όλα αυτά είναι απλά δουλειά», επιχειρώντας να αιτιολογήσει τη φιλογερμανική στάση του την περίοδο της Κατοχής και φαίνεται πως η ίδια η ιστορία εν μέρει δικαιώνει την εντύπωση πως δεν επρόκειτο για κάποιον θαυμαστή του Εθνικοσοσιαλισμού, αλλά για έναν οπορτουνιστή και καιροσκόπο, ο οποίος δεν δίσταζε να αλλάζει στρατόπεδα και να επιλέγει πάντοτε το μέρος αυτών που προέβλεπε πως θα επικρατήσουν.
Έτσι κατάφερε να μείνει αλώβητος την περίοδο της Κατοχής και στη συνέχεια να μην πληρώσει για τις βαριές κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν για προδοτική συνεργασία με τους Γερμανούς, σε βάρος της πατρίδας του. Παρά το γεγονός ότι είχε παραδεχθεί ότι ήταν δική του η πατρότητα της ιδέας για τη δημιουργία των διαβόητων «Γερμανοτσολιάδων», των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας, που έδρασαν σε βάρος συμπατριωτών μας. Ωστόσο, μέχρι τέλους επέμενε πως αυτό ήταν μια ανάγκη που προέκυψε στην πορεία προκειμένου να διασωθεί το αστικό καθεστώς από την κομμουνιστικοποίηση, ενώ ξεκαθάριζε πως ακρότητες σίγουρα υπήρξαν, αλλά τέτοιες είχαν λερώσει και την πλευρά του ΕΛΑΣ.
Αργότερα, όταν διέκρινε ότι οι Σύμμαχοι θα έβγαιναν νικητές από τον πόλεμο, δεν είχε κανένα θέμα συνείδησης για να αλλάξει ρότα για άλλη μια φορά στη ζωή του. Φυσικά δεν θα μπορούσε να συνεργαστεί με τους αντάρτες του ΕΑΜ, αλλά δεν είχε πρόβλημα να προσεγγίσει τον στρατηγό Ναπολέοντα Ζέρβα και επιπλέον να χρηματοδοτήσει τις ενέργειες του ΕΔΕΣ εναντίον τον μέχρι τότε φίλων του, Γερμανών!
Μετά την απελευθέρωση, ο Βουλπιώτης βρέθηκε μεταξύ των κατηγορούμενων δοσίλογων της Κατοχής. Όμως, ούτε αυτή τη φορά στριμώχτηκε από τις καταστάσεις. Στη δίκη εμφανίστηκαν δεκάδες μάρτυρες υπεράσπισης, (κάποιοι εκ των οποίων με έντονη και δεδομένη αντιστασιακή δράση), οι οποίοι υποστήριξαν ότι η ζωή τους είχε σωθεί μετά από δική του μεσολάβηση, περιγράφοντάς τον σαν τον «Έλληνα Σίντλερ». Καθόλου τυχαία, αθωώνεται, άλλωστε πολλοί επιμένουν ότι εκείνη την περίοδο είχε στηθεί έτσι κι αλλιώς μια ολόκληρη βιομηχανία αθώωσης των συνεργατών των Ναζί, των «λαδάδων» και των ταγματασφαλιτών, με αποτέλεσμα ελάχιστοι να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους.
Για περίπου μία δεκαετία παρέμεινε στην Ελλάδα, εκπροσωπώντας πάντα εταιρείες γερμανικών συμφερόντων, και μετά το 1955 (κι ένα σκάνδαλο που είχε προκύψει σχετικά με τις σχέσεις Siemens-OTE…) αποχωρεί από την χώρα, στην οποία επιστρέφει μετά από 10 χρόνια, επιλέγοντας ωστόσο να παραμείνει μακριά από τη δημοσιότητα και τα αξιώματα.
Ακόμη και σήμερα παραμένει μια σκιώδης και αμφιλεγόμενη φιγούρα μιας περιόδου για την οποία η Ελλάδα ποτέ δεν επιχείρησε να ρίξει φως, φοβούμενη τις συνέπειες μιας τραγικής πραγματικότητας κι αλήθειας: ότι ο αριθμός των ανθρώπων που λέρωσαν τα χέρια και τις συνειδήσεις τους είναι τόσο μεγάλος που είναι βέβαιο πως ανάμεσά τους θα βρει κανείς πολλά επώνυμα, τα οποία σε αντίθεση με εκείνο του Βουλπιώτη, απασχολούν ακόμη την επικαιρότητα και κατέχουν θέσεις που τους επιτρέπουν να ασκούν εξουσία, είτε μέσω της πολιτικής είτε της επιχειρηματικής τους δράσης…