Ο Ελευθέριος Βενιζέλος άφησε την τελευταία πνοή του στο Παρίσι το 1936, με τον θάνατο το να τον συναντά στα 72 χρόνια του, μετά από βαριά ασθένεια και εγκεφαλικό επεισόδιο.
Με την απώλειά του έκλεισε ένα τεράστιο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας, όχι όμως και το μέγα ζήτημα του Εθνικού Διχασμού, το οποίο με διάφορες παραλλαγές αποτέλεσε το μεγαλύτερο «αγκάθι» για την Ελλάδα και μάλιστα σε μια περίοδο που το Έθνος βρισκόταν σε κατάσταση ανασυγκρότησης και σε περίοδο πολέμων που είχαν άμεσο αντίκτυπο στην εδαφική ακεραιότητά του.
Ωστόσο το δίπολο «Βενιζελικών-Αντιβενιζελικών (ή Βασιλικών)» στεκόταν τόσο πεισματικά «κολλημένο» στο τυφλό μίσος, που στη βάση της κάθε πλευράς υπήρχαν πάρα πολλοί που θεωρούσαν πως ο εχθρός βρισκόταν εντός των συνόρων, με τις κατηγορίες να διαδέχονται η μία την άλλη και τις ακρότητες, τις εντάσεις και τα πάθη να σαμποτάρουν κάθε προσπάθεια για Εθνική Συνεννόηση.
Ίσως το μεγαλύτερο στίγμα στην Βενιζελική παράταξη ήταν η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη το 1920 κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών. Οι αντίπαλοι διψούσαν για εκδίκηση και με τις γεωπολιτικές εξελίξεις να ανάβουν εκ νέου τα αίματα και να οδηγούν σε νέους κύκλους μίσους, τα αντίποινα εναντίον του ηγέτη των Φιλελεύθερων έμοιαζαν δεδομένα.
Ο Βενιζέλος είχε κατορθώσει ήδη να επιβιώσει από μια επίθεση κατά της ζωής του, αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, αλλά οι αντίπαλοί του επανήλθαν και μάλιστα με τρόπο που θυμίζει παλιές γκανγστερικές ταινίες και είναι απολύτως δηλωτικός της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα τις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έχοντας ηττηθεί στις εκλογές του Μαρτίου του 1933, ο Κρητικός πολιτικός σχεδίαζε τα επόμενα βήματά του, διακρίνοντας το έντονο φλερτ της πατρίδας και των ηγετών της με τον απολυταρχισμό ο οποίος είχε αρχίσει να γίνεται της… μόδας στην Ευρώπη.
Ωστόσο κάποιοι είχαν διαφορετικά σχέδια για εκείνον…
Τη νύχτα της 6ης Ιουνίου εκείνου του έτους, μετά από δείπνο στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα, ο Βενιζέλος και η σύζυγός του αναχωρούν και επιβιβάζονται στην «Πακάρ» που τους μετέφερε σπίτι, συνοδεία πάντοτε ενός δεύτερου αυτοκινήτου στο οποίο μετέβαινε η φρουρά τους. Περίπου στο ύψος του Αμαρουσίου ένα αμάξι κλείνει τον δρόμο κάθετα μπροστά τους και το αίμα όλων παγώνει. Οι μνήμες από την προηγούμενη δολοφονική επίθεση ζωντανεύουν και μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα ακολουθεί το χάος.
Ένας από τους σωματοφύλακες πέφτει αμέσως νεκρός και οι επίδοξοι φονιάδες στρέφονται στο αμάξι του πρώην πρωθυπουργό. Εκείνος πέφτει στο δάπεδο της Πακάρ, σκεπάζοντας με το κορμί του τη σύζυγό του, την ώρα που ο σωφέρ, Ιωάννης Νικολάου αναπτύσσει ταχύτητα, ενώ ο συνοδηγός, μοίραρχος Κουφογιαννάκης, κατεβαίνει και πυροβολεί κατά των δραστών, σε μια απόπειρα να τους καθυστερήσει.
Η καταδίωξη κρατά σχεδόν μία ώρα στους δρόμους των βορείων προαστίων και περίπου στο ύψος του Γηροκομείου το αμάξι του Εθνάρχη έχει απομακρυνθεί, με τον οδηγό να το κατευθύνει στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Ο Βενιζέλος, σαν από θαύμα, είχε ξεφύγει ξανά.
Τις επόμενες μέρες αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι των ευθυνών, στο επίκεντρο των οποίων φαίνεται να βρίσκονται υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού. Ο ίδιος ο Βενιζέλος τοποθετεί στο κάδρο των ηθικών αυτουργών ακόμη και τον τότε πρωθυπουργό, Παναγή Τσαλδάρη, παρά το γεγονός ότι εκείνος καταδίκασε την πράξη και με μια δήλωση που μαρτυρά τουλάχιστον εντιμότητα και ήθος, ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι υπήρξε εμπλοκή συνεργατών του, με την ευρύτερη έννοια του όρου.
Και μπορεί το Λαϊκό Κόμμα (τουλάχιστον ανοιχτά) να αποδοκίμασε την απόπειρα, αλλά δεν συνέβη το ίδιο και με την πλευρά του Ιωάννη Μεταξά, με την εφημερίδα «Ελληνική», που αποτελούσε ανεπίσημο όργανο, να κυκλοφορεί δύο μέρες μετά με άρθρο στο οποίο διαβάζει κανείς πως «…τους ήρωας της οδού Κηφισιάς, αυτών των οποίων τα ονόματα θα τιμήση η εθνική ιστορία με χρυσά γράμματα, ας τους μιμηθώμεν όλοι, αφού τα ύψιστα συμφέροντα της πατρίδας αυτό απαιτούν. Εις τας απειλάς του βενιζελισμού πρέπει ο αντιβενιζελισμός να απαντήση με έργα της αγριωτέρας σκληρότητος, εάν δεν θέλη να ατιμασθή και να εξευτελισθή», όπως διαβάζει κανείς (με την ορθογραφία να έχει διατηρηθεί από το πρωτότυπο).
Το σοκ γίνεται τεράστιο το επόμενο διάστημα και ιδιαίτερα μετά την απόφαση του εισαγγελέα Τζωρτζάκη να διατάξει –μεταξύ άλλων- την σύλληψη του διοικητή Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη Πολυχρονόπουλου, του αδελφού του αλλά και άλλων στελεχών της αστυνομίας. Αν και προέκυψαν ενδείξεις συμμετοχής στη συνωμοσία και στελεχών του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος, η βουλή ψήφισε κατά της άρσης της ασυλίας τους…
Τελικά, η δίκη των κατηγορουμένων ξεκίνησε στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1935 και κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ακούγονται απίστευτες καταγγελίες, με πιο περίεργη όλων την αποκάλυψη για ένα κονδύλι ύψους 2 εκατομμυρίων δραχμών που δόθηκε για την χρηματοδότηση και την οργάνωση της απόπειρας. Το όνομα του ιθύνοντα νου δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, ενώ η δίκη δεν ολοκληρώθηκε. Αναβλήθηκε επ’ αόριστον όταν δέκα μέρες μετά την έναρξή της έγινε το αποτυχημένο Βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935, που εντάχθηκε στο νέο κύκλο Εθνικού διχασμού, ο οποίος συνεχίστηκε με την επάνοδο του βασιλιά Γεωργίου Β’ στο θρόνο του και στη συνέχεια στην κατάλυση της δημοκρατίας από τον Ιωάννη Μεταξά. Η Ελλάδα ούτε τότε έδειχνε την ικανότητα να μαθαίνει από τα λάθη της…