Σχεδόν 220 χρόνια αφότου ναυάγησε, ό,τι απέμεινε από το πλοίο «Μέντωρ» βρίσκεται στον πυθμένα της θάλασσας και αποτελεί τον μοναδικό σιωπηλό μάρτυρα της μεγαλύτερης κλοπής στην ιστορία της Ελλάδας.
Είναι το μπρίκι που θα μετέφερε στην «μητέρα-πατρίδα» του λόρδου Έλγιν τους υπόλοιπους θησαυρούς της ελληνικής αρχαιότητας που με διάφορους τρόπους κατόρθωσε να αποσπάσει από την υποδουλωμένη στους Οθωμανούς χώρα.
Στα αμπάρια του μέσα σε 16 τεράστια κιβώτια βρισκόταν κομμάτια ιστορίας που άντεξαν αιώνες, παραμένοντας στις θέσεις τους παρά τη μανία της φύσης και την τρέλα των ανθρώπων. Παρά τους σεισμούς, τις φυσικές καταστροφές, τους πολέμους και –κυρίως- την άγνοια για το μεγαλείο του Παρθενώνα, μια άγνοια την οποία εκμεταλλεύτηκε πλήρως ο Άγγλος ευγενής, ο οποίος εξασφάλισε το φιρμάνι που ήθελε από τους εκπροσώπους του σουλτάνου και προχώρησε σε μία από τις γνωστές ληστρικές επιδρομές των Μεγάλων Δυνάμεων στα μέρη των υποτακτικών τους, χάρις στις οποίες γέμισαν οι προθήκες των εντυπωσιακών –ομολογουμένως- μουσείων τους…
Ο «Μέντωρ» δεν κατόρθωσε ποτέ να φτάσει μέχρι το Λονδίνο, που ήταν ο τελικός προορισμός του. Ούτε καν ως την Μάλτα, που αποτελούσε τον ενδιάμεσο σταθμό του. Έπεσε θύμα του κακού καιρού και της ελλιπούς γνώσης του πληρώματός του για την περιοχή και στις 16 Σεπτεμβρίου κι ενώ περνούσε από το ακρωτήριο Ταίναρο, παρασύρθηκε από τους ανέμους περίπου 40 μίλια νοτιότερα, όπου έπεσε σε βράχια με αποτέλεσμα να βυθιστεί το μεσημέρι της 17ης Σεπτεμβρίου 1802, έξω από τον όρμο του Αβλέμονα στα Κύθηρα, τα οποία τότε ήταν τμήμα της Ιόνιας Πολιτείας.
Όλοι οι επιβαίνοντες σώθηκαν από παρακείμενο πλοίο με αυστριακή σημαία, αλλά για τον Έλγιν οι ανθρώπινες ζωές είχαν ελάχιστη σημασία μπροστά στο φορτίο του. Μέσα στα αμπάρια κι επομένως στον βυθό της θάλασσας βρίσκονταν αμύθητης αξίας αντικείμενα, όλα προερχόμενα από τον Παρθενώνα. Από την Ακρόπολη των Αθηνών και ό,τι είχε απομείνει από αυτήν μετά το «ενδιαφέρον» του Άγγλου ευγενούς για εκείνην.
Σύμφωνα με την απογραφή, στο πλοίο μεταφέρονταν 14 τμήματα από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, άλλα 4 από την ζωοφόρο του ναού της Απτέρου Νίκης, καθώς και άλλα μεμονωμένα κομμάτια μέρη αγαλμάτων, συμπεριλαμβανομένου του μαρμάρινου Θρόνου του Πρυτάνεως. Αντικείμενα τα οποία είχε κατορθώσει να αποσπάσει (αποκαλώντας τα «μερικά κομμάτια πέτρας με επιγραφές») και προόριζε για την έπαυλή του στη Σκωτία…
Όταν έμαθε τα άσχημα νέα, κινητοποιήθηκε όπως ποτέ ξανά στη ζωή του, ξεκινώντας επαφές με τους προύχοντες των Κυθήρων ώστε να ξεκινήσουν άμεσα οι διαδικασίες ανέλκυσης. Γι’ αυτόν το λόγο επιστρατεύτηκαν οι κορυφαίοι στο είδος τους Καλύμνιοι σφουγγαράδες, οι μόνοι που με βάση την τεχνολογία και τον εξοπλισμό της εποχής θα μπορούσαν να βουτήξουν και να φέρουν εις πέρας μια τέτοια αποστολή.
Και πάλι, βέβαια, το ακριβές περιεχόμενο αποσιωπήθηκε. Σε επιστολή του πλοιάρχου προς την Υψηλή Πύλη γίνεται αναφορά σε «κάποια κιβώτια που περιείχαν λίθους, καμιάς ιδιαίτερης αξίας μεν, αλλά πολύ σημαντικούς για μένα τον ίδιο, ώστε να θέλω να τους εξασφαλίσω»… Τελικά, αφού ξεπεράστηκε η… γραφειοκρατία και η αλήθεια έμεινε κρυφή, προσλήφθηκαν 5 Καλύμνιοι δύτες, που με αμοιβή 7.000 γρόσια ανέλαβαν την εργολαβία να ανεβάσουν στην επιφάνεια διάφορα χρηστικά αντικείμενα του πλοίου (όπως όπλα, πυρομαχικά, πηδάλια, ιστία) αλλά και… «16 κάσες με μάρμαρα κι ένα μαρμάρινο κάθισμα», όπως χαρακτηριστικά τους είπαν…
Παρά τις αντιξοότητες και τα γιγάντια προβλήματα, αν αναλογιστούμε ότι μιλάμε για το 1802, οι Έλληνες δύτες ξεκίνησαν την τιτάνια προσπάθειά τους και τελικά κατάφεραν να ανελκύσουν όλα όσα ζητούσε ο Έλγιν, ο πλοίαρχος του «Μέντορα», αλλά και ο γραμματέας του λόρδου, Ουίλιαμ Χάμιλτον. Το τελευταίο κιβώτιο ήρθε ξανά στην επιφάνεια στις 9 Ιουνίου 1804, κοντά δύο χρόνια μετά το ναυάγιο.
Στους καιρούς που ακολούθησαν η ιστορία ξεχάστηκε. Τα «μάρμαρα» βρήκαν θέση στο Βρετανικό Μουσείο, όπως και άλλα αντικείμενα που οι Άγγλοι αφαίρεσαν με πλάγιες μεθόδους από τις αποικίες τους ή όπου αλλού έφτανε η δύναμη της πυγμής τους. Χρειάστηκε να περάσει περίπου ένας αιώνας και να γίνει αναφορά από τον Αντώνη Μηλιαράκη στο περιοδικό «Εστία» για να επιστρέψουν οι δύτες, όμως οι συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στις αρχές του 20ου αιώνα, με τους συνεχείς πολέμους και τις καταστροφές, δεν επέτρεψαν σε κανέναν να ασχοληθεί ουσιαστικά.
Το κήτος του «Μέντορα» συνέχισε να τελεί εν αναμονή και να περιμένει για να αποκαλύψει μερικά από τα μυστικά του. Όσα τουλάχιστον του είχαν απομείνει. Οι έρευνες του Ζακ Υβ Κουστώ στα μέσα της δεκαετίας του ’70 αναζωπύρωσαν την συζήτηση, παρά το γεγονός ότι ο Γάλλος δυσκολεύτηκε πολύ να το εντοπίσει. Και πάλι όμως έπρεπε όλοι να κάνουν υπομονή μέχρι το 2009 όταν και ξεκίνησε η ουσιαστική προσπάθεια του ελληνικού κράτους για να «μιλήσει» ξανά ο «Μέντωρ». Από τότε, σε τακτά χρονικά διαστήματα, οι δύτες επιστρέφουν. Συντηρούν, στο μέτρο του δυνατού, το χτυπημένο σκαρί και φέρνουν στην επιφάνεια διάφορα αντικείμενα, τους μοναδικούς «ζωντανούς» μάρτυρες της κλοπής που επιχείρησε ο Έλγιν.