Από την κορυφή στην αυτοτιμωρία: Η τραγική τελευταία σκηνή της ζωής του Λάμπρου Κωνσταντάρα που τον τσάκισε

1 σπίτι, 3 λέξεις, 1 εγκλεισμός...

Όλοι οι διάσημοι άνθρωποι, όλοι εκείνοι που έχουν υπάρξει αναγνωρίσιμοι και υπεραγαπημένοι από τον κόσμο στον οποίο απευθύνονται, ζουν με μια ευλογία και με μια κατάρα: είναι ευλογημένοι γιατί θα βιώσουν μια λαμπρή κατάσταση, κάτι που ο μέσος άνθρωπος δεν θα βιώσει, αλλά είναι και καταραμένοι διότι η συνειδητοποίηση της θνητότητάς τους είναι αναπόφευκτα πιο σκληρή σε σχέση με εκείνη των υπολοίπων ανθρώπων.

Διότι είναι εντελώς διαφορετικό να βιώνεις τα γεράματά σου ως ένας απλός άνθρωπος σε σχέση με το να τα βιώνεις ως ένας μεγάλος σταρ. Στη δεύτερη περίπτωση θα σου υπενθυμίζεται διαρκώς η αστραφτερή νεότητά σου, θα την βλέπεις στην τηλεόραση, σε παλιά αφιερώματα, σε φωτογραφίες περιοδικών. Και τα γέρικα χρόνια σου θα μοιάζουν πιο διογκωμένα.

Ελάχιστοι διάσημοι άνθρωποι έχουν καταφέρει να δραπετεύσουν από αυτή τη διπλή αίσθηση. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους και αγαπητούς ηθοποιούς στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, δεν ήταν από εκείνους που τα κατάφεραν: τα τελευταία χρόνια του υπήρξαν παντελώς αναντίστοιχα της υπόλοιπης ζωής του. Από την ζωντάνια και την αρχοντιά που τον διακατείχε στη νεότητά του, κατέληξε απομονωμένος και σιωπηλός στα βαθιά γεράματά του.

«Ο έγκλειστος της Βάρκιζας»: έτσι αποκαλούσε ο Τύπος της εποχής τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν και ο πάλαι ποτέ υπέρλαμπρος ηθοποιός δεν έλεγε να βγει από το σπίτι του στην Βάρκιζα, δεν έβγαζε λέξη από το στόμα του και -κυρίως- δεν ενημερωνόταν για τίποτα που είχε να κάνει με τον έξω κόσμο.

Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, λες και φοβόταν μην τυχόν και πέσει σε κάποια στιγμή του παρελθοντικού εαυτού του και του υπενθυμιστεί πως το μέλλον που του είχε μείνει δεν θα μπορέσει ποτέ να συγκριθεί με το ένδοξο παρελθόν του, δεν άνοιγε τηλεόραση, δεν άκουγε ραδιόφωνο και δεν αγόραζε εφημερίδα. Δεν είχε καμία ιδέα για το τι συμβαίνει έξω από τη βίλα του με μοναδική εξαίρεση την αθλητική επικαιρότητα. Άλλωστε, η ΑΕΚ ήταν ψύχωση για αυτόν, του ήταν αδύνατο, ακόμα και σε εκείνη τη στιγμή του πλήρους απομονωτισμού, να σταματήσει να μαθαίνει για αυτή.

Τα δημοσιεύματα της εποχής επέμεναν πως οι μοναδικοί άνθρωποι που άκουγαν την φωνή του ήταν η γυναίκα του, η Φιλιώ και ο γιος του, ο Δημήτρης – και αυτός όταν ερχόταν επίσκεψη στο σπίτι. Μερικά «ναι», μερικά «όχι» και ορισμένες πρακτικές λέξεις όπως «νερό»: αυτά έβγαιναν από το στόμα του Λάμπρου Κωνσταντάρα, τίποτα άλλο.

Κάποια στιγμή, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Λυμπερόπουλος τον επισκέφθηκε. Με το ρεπορτάζ που δημοσίευσε μερικές μέρες μετά, επιβεβαίωσε πως όλα αυτά που ακούγονταν για τον ηθοποιό ήταν αλήθεια. «Στο διάβολο », είπε ο Κωνσταντάρας κάποια στιγμή, στα μοναδικά καθαρά λόγια που βγήκαν από το στόμα του – σαν να βλαστημούσε για την ίδια τη ζωή. Και κάποια άλλη στιγμή, έγραψε σε ένα χαρτί: «Γιατί σε μένα Θεέ μου;». Ή τουλάχιστον, αυτό ισχυρίστηκε ο Λυμπερόπουλος, δηλαδή ο τελευταίος άνθρωπος που μετέφερε κάτι από τον Λάμπρο Κωνσταντάρα στον έξω κόσμο.

Μερικούς μήνες αργότερα, ο μεγάλος ηθοποιός πέθανε. Αυτό το σπαρακτικό «Γιατί σε μένα Θεέ μου;», ήταν η τελευταία σκέψη που εξέφρασε πριν βυθιστεί οριστικά στη σιωπή για τις τελευταίες μέρες του. Ποιος θα το έλεγε: ο Λάμπρος Κωνσταντάρας πέθανε μέσα στην σιωπή! Δεν θα το πίστευε κανείς μερικά χρόνια πριν και κυρίως, δεν θα το πίστευε ο ίδιος.