Έγκλειστος για 33 χρόνια: Ο Έλληνας που σκότωσε τον εμπνευστή του Απαρτχάιντ

Ο «αρχιτέκτονας» της πολιτικής διακρίσεων «έφυγε» από τα χέρια ενός Έλληνα

Είναι 6 Σεπτεμβρίου του 1966 και ο πρωθυπουργός της Νοτίου Αφρικής, Χέντρικ Φέρβερντ, αποχωρεί από το βήμα του ρήτορος, έχοντας μόλις ολοκληρώσει την ομιλία του στη βουλή. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα πέφτει νεκρός, δεχόμενος τέσσερις μαχαιριές από τα χέρια ενός Έλληνα.

Ο δράστης ακινητοποιείται από μέλη του κοινοβουλίου, χωρίς να προβάλει ιδιαίτερη αντίσταση. Έτσι κι αλλιώς είχε πετύχει (κυριολεκτικά) τον στόχο του και δεν τον ενδιέφερε να ξεφύγει. Τις επόμενες ώρες θα αποδειχθεί πως επρόκειτο για έναν Έλληνα, τον Δημήτρη Τσαφέντα, ο οποίος είχε περάσει ολόκληρη την ζωή του βιώνοντας στο πετσί του τις συνέπειες της επίσημης πολιτικής φυλετικών διακρίσεων, του διαβόητου Απαρτχάιντ, του οποίου «αρχιτέκτονας» υπήρξε ο δολοφονηθείς πρωθυπουργός.

Εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς πώς μπορεί να αντιμετώπισε τέτοιου τύπου προβλήματα ένας Έλληνας, ένας λευκός. Όμως ο Τσαφέντας , ο καρπός του έρωτα του ναυτικού Μιχάλη Τσαφεντάκη από την Κρήτη και της Αμέλια Γούλιαμς από την Μοζαμβίκη, είχε δέρμα λίγο πιο… σκούρο από το «επιτρεπτό».

Όταν τέθηκε σε εφαρμογή το ανοσιούργημα του Απαρτχάιντ, οι πολίτες της χώρας –δια νόμου- υποχρεώθηκαν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες. Στους λευκούς, που είχαν πλήρη δικαιώματα, στους μαύρους, που επί της ουσίας είχαν ελάχιστα και στους «έγχρωμους» (δηλαδή τους μιγάδες), οι οποίο βρέθηκαν «παγιδευμένοι» μεταξύ των δύο κόσμων. Αιώνια καταδικασμένοι να κινούνται στην δική τους λίμπο, μεταξύ του «λευκού παραδείσου» και της «μαύρης κόλασης».

Ο Τσαφέντας, ο οποίος πέρασε ένα διάστημα ως παιδί με την κρητικιά γιαγιά του στην Αίγυπτο και αργότερα ακολούθησε τον δρόμο του πατέρα του κι έγινε ναυτικός γυρνώντας τον πλανήτη, κατηγοριοποιήθηκε στους λευκούς. Το δέρμα του, όμως, δεν ήταν αρκετά άσπρο για τα σχολεία και τις γειτονιές στις οποίες μεγάλωσε, με αποτέλεσμα συχνά να γίνεται αντικείμενο χλεύης ή bullying, όπως θα λέγαμε σήμερα.

Μετά την ενηλικίωση του αποκτά σταδιακά πολιτική συνείδηση, εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα (σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, το ’45 είχε βρεθεί στην Ελλάδα και πήρε μέρος στον Εμφύλιο), αλλά παράλληλα εμφανίζει σημάδια αποκλίνουσας συμπεριφοράς που αποδίδονται σε πρώτα στάδια σχιζοφρένειας. Νοσηλεύεται κατά καιρούς σε διάφορες χώρες, μεταξύ των οποίων στη νήσο Έλις στις ΗΠΑ, για 6 ολόκληρους μήνες.

Ωστόσο το πεπρωμένο του τον στέλνει πίσω στη χώρα που αποκαλεί πατρίδα. Τη Νότια Αφρική, όπου εκμεταλλευόμενος και το γεγονός πως μιλά 8 γλώσσες, βρίσκει δουλειά ως κλητήρας στο κοινοβούλιο. Μπορεί το χρώμα του να είναι πιο σκούρο από των υπολοίπων, αλλά έχοντας κατηγοριοποιηθεί στους λευκούς, τουλάχιστον δεν αντιμετωπίζει άλλα προβλήματα. Μέχρι που κάνει το λάθος να ερωτευθεί μια μιγάδα…

Οι νόμοι της χώρας δεν επιτρέπουν στους «ανώτερους» με το άσπρο δέρμα να παντρεύονται γυναίκες άλλης φυλής. Ο Τσαφέντας ζητά να αλλάξει κατηγορία. Να γίνει «έγχρωμος» προκειμένου να παραμείνει μαζί της. Το αίτημά του απορρίπτεται και αυτό το γεγονός στέκεται αιτία για να ανοίξει η ψύχωσή του. Στα δικά του μάτια αποκλειστικός υπεύθυνος για αυτό που του συμβαίνει δεν είναι άλλος από το βρωμερό μυαλό του Χέντρικ Φέρβερντ, του ανθρώπου που επέβαλε ένα από τα χειρότερα καθεστώτα που έχει γνωρίσει ο πλανήτης.

Έξι ημέρες μετά την δολοφονία του πρωθυπουργού απολογείται. Υποστηρίζει πως ένα σκουλήκι μέσα  του του υπέδειξε να τον σκοτώσει. Οι δικαστικές αρχές πείθονται για την κατάσταση της υγείας του, επιβεβαιώνουν πως πρόκειται για έναν σχιζοφρενή και αποφασίζουν πως δεν θα δικαστεί αλλά θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε ψυχιατρείο.

Ωστόσο ακόμη ένας παράλογος νόμος που ίσχυε τότε, τον στέλνει -χωρίς καταδίκη- σε κελί φυλακής, με την υποσημείωση ότι θα μπορούσε να βγει από εκεί μόνο εάν έπαιρνε χάρη από τον πρόεδρο της χώρας. Κάτι που τελικά δεν συνέβη ποτέ. Ούτε μετά την κατάργηση του Απαρτχάιντ από τον πρόεδρο Ντε Κλερκ ούτε καν με την αναρρίχηση στην εξουσία του Νέλσον Μαντέλα στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Ο Τσαφέντας παρέμεινε έγκλειστος για 33 χρόνια. Μέσα σε ένα κελί, ακριβώς δίπλα σε εκείνο όπου φιλοξενούνταν οι καταδικασθέντες σε θάνατο πριν την εκτέλεσή τους δια απαγχονισμού. Άκουσε τα ουρλιαχτά και το κλάμα εκατοντάδων εξ αυτών. Μαύρων –κατά κύριο λόγο- και «έγχρωμων», που ίσως δεν γνώριζαν καν πως λίγα μέτρα μακριά τους βρισκόταν ένας… μάλλον λευκός που με τα ίδια του τα χέρια είχε σκοτώσει τον άνθρωπο που τους είχε φέρει σ’ εκείνη τη θέση.