Εάν σήμερα ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο ρατσισμός, η μισαλλοδοξία και οι διακρίσεις θεριεύουν ξανά, να φανταστούμε μόνο μπορούμε πώς ήταν ο πλανήτης πριν από μισό αιώνα.
Βέβαια, οι Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος δεν χρειαζόταν να καταφύγουν στη βοήθεια της φαντασίας για να αντιληφθούν την αντιμετώπιση που είχαν οι μαύροι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Γι’ αυτούς –και για εκατομμύρια άλλους μη λευκούς- η αίσθηση ότι αποτελούσαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας ήταν μια φρικτή πραγματικότητα, με τον αθλητισμό να τους προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία για να ξεφύγουν από όσα βίωναν.
Και η αλήθεια είναι πως τα κατάφεραν πολύ καλά, όπως μαρτυρά και η εμφάνισή τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες που φιλοξενήθηκαν στο Μεξικό. Ο Σμιθ νικητής στην κούρσα των 200 μέτρων, με ένα μυθικό παγκόσμιο ρεκόρ. Ο Κάρλος τρίτος. Δύο μετάλλια για τις ΗΠΑ. Για την χώρα που εκπροσωπούσαν και αποκαλούσαν πατρίδα, παρά το γεγονός ότι εκείνη δεν τους αντιμετώπιζε όμως μια μάνα τα παιδιά της.
Είναι γνωστό πως η παρουσία τους στο βάθρο την ώρα της απονομής επισκίασε τα πάντα. Ακόμη και τους προσωπικούς θριάμβους τους. Φορώντας μόνο κάλτσες, για να εκφράσουν τους πεινασμένους αδελφούς τους, κι από ένα μαύρο γάντι (σύμβολο του κινήματος των Μαύρων Πανθήρων), για την περηφάνια και την ενότητα της φυλής, έδωσαν στον κόσμο μια από τις πιο δυνατές εικόνες του 20ού αιώνα.
Ο λευκός ανάμεσά τους θα μπορούσε να είναι μια… παραφωνία. Ή να χαλάσει την στιγμή αντιδρώντας σε όσα συνέβησαν την ώρα της απονομής. Όμως ο Πίτερ Νόρμαν, όπως μάθαμε αργότερα, αποτελούσε μέρος του πλάνου, σχεδιάζοντας –εν μέρει- το σκηνικό, καθώς εκείνος τους πρότεινε (καθώς δεν υπήρχε δεύτερο ζευγάρι γαντιών) να φορέσουν ένα ο καθένας σε διαφορετικό χέρι.
Ο ίδιος, όπως και οι συναθλητές του, έφερε μια κονκάρδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στάθηκε δίπλα τους, αποφασισμένος να υποστεί τις συνέπειες της αλληλεγγύης του. Αν και προερχόταν από την Αυστραλία, μια χώρα με σκοτεινό παρελθόν σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση που έδειξε σε μειονότητες και ιδιαίτερα στους αυτόχθονες Αβορίγινες, δεν δυσκολεύτηκε να επιλέξει τον δρόμο του ανθρωπισμού αντί για εκείνον των διακρίσεων.
Ωστόσο πίσω στην πατρίδα του η «Λευκή Αυστραλία» δεν τον συγχώρεσε ποτέ…
Άλλωστε, μόλις ένα χρόνο πριν είχε χορηγηθεί στους 170.000 αυτόχθονες (από 400.000 που υπήρχαν όταν έφτασαν εκεί οι Ευρωπαίοι) υπηκοότητα, ενώ χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να γίνει πράξη η ισότητα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, ο Νόρμαν επέστρεψε στην Αυστραλία για να αντιμετωπίσει την δική του κόλαση. Με αφόρητες παρασκηνιακές πιέσεις προκειμένου να αποκηρύξει την ενέργεια των συναθλητών του και να απολογηθεί δημόσια για την δική του στάση, ζητώντας συγγνώμη από τους… ομόχρωμούς του. Κάτι που προς τιμή του δεν έκανε ποτέ.
Η μη συμμόρφωσή του τον μετέτρεψε σε παρία. Αν και είχε κάνει ρεκόρ Αυστραλίας με το 20.06 (ένας χρόνος που παραμένει απλησίαστος και είναι ακόμη εθνικό ρεκόρ της χώρας μετά από 51 χρόνια), η διεθνής καριέρα του είχε τελειώσει. Έπιασε σε 13 περιπτώσεις το όριο των 200 μέτρων για πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972. Σε άλλες 5 εκείνο για τα 100 μέτρα. Ήταν ο καλύτερος σπρίντερ που είχε βγάλει ποτέ η χώρα. Ωστόσο δεν συμμετείχε ποτέ ξανά σε μια τόσο μεγάλη διοργάνωση…
Η προσωπική κόλαση δεν σταμάτησε εκεί για τον Νόρμαν. Οι Αυστραλοί προσπάθησαν να τον σβήσουν από την ιστορία. Να τον μετατρέψουν στον άνθρωπο που δεν υπήρξε ποτέ. Έφτασαν στο σημείο να μην αναφέρουν το όνομά του και πολλοί, ακόμη και στα τέλη του 20ού αιώνα, αγνοούσαν πως εκείνος ο λευκός ανάμεσα στους δύο μαύρους ήταν συμπατριώτης τους.
Χρειάστηκαν δεκαετίες αγώνων για να αποκατασταθεί το όνομα και η δημόσια εικόνα του, αλλά και για να απολογηθεί η επίσημη Πολιτεία για την ανήθικη συμπεριφορά της. Ο ίδιος, βλέποντας ότι οι αρχές της χώρας του έκλεισαν τον δρόμο προς τον πρωταθλητισμό, εγκατέλειψε τον στίβο, δούλεψε σε κρεοπωλείο και αργότερα ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο, πριν ένας τραυματισμός τον οδηγήσει στην αναπηρική καρέκλα και από εκεί στην κατάθλιψη και τον αλκοολισμό.
Έφυγε πικραμένος, ξεχασμένος αλλά απόλυτα πεπεισμένος ότι είχε ακολουθήσει τον σωστό δρόμο εκείνο το βράδυ του Οκτώβρη του 1968. Δυστυχώς δεν πρόλαβε να βιώσει την αποκατάσταση της κληρονομιάς που άφησε πίσω του, αφού το 2012 η Αυστραλία ήταν εκείνη που ζήτησε συγγνώμη για την άθλια συμπεριφορά απέναντί του. Εκείνος, όμως, είχε ήδη φύγει από αυτό τον απάνθρωπο κόσμο το 2006.
Το φέρετρό του το κουβάλησαν δύο γνώριμοι παλιόφιλοι από τα παλιά. Ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος, που τον ευχαρίστησαν με αυτό τον τρόπο για το γεγονός ότι εκείνος είχε κουβαλήσει στις πλάτες του την τιμή όλης της ανθρώπινης φυλής.