«Άλλοι 10 σαν αυτόν και δεν θα υπήρχατε σήμερα»: Το κτήνος του Χίτλερ που αιματοκύλισε την Ελλάδα

Ο ψυχοπαθής δήμιος που με Έλληνες συνεργούς τρομοκράτησε δεκάδες χωριά στην κατοχική Ελλάδα

«Αν υπήρχαν δέκα Σούμπερτ δεν θα υπήρχαν Έλληνες σήμερα», ήταν η σοκαριστική κατάθεση ενός από τους μάρτυρες κατά τη δίκη του χειρότερου μάλλον είδους ανθρώπου που έδρασε στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κατοχής.

Ακόμα και οι ίδιοι οι Γερμανοί κατακτητές αισθάνθηκαν σε αρκετές περιπτώσεις δέος από την αγριότητα, τη δολοφονική και σαδιστική μανία του Φραντς Σούμπερτ, που αιματοκύλησε ολόκληρα χωριά σε Κρήτη και Μακεδονία, λειτουργώντας με τις παραστρατιωτικές ομάδες του ως κράτος εν κράτει παράλληλα με τη στρατιωτική διοίκηση στην κατεχόμενη Ελλάδα. Ήταν τέτοια η βαναυσότητά του που η μεταπολεμική του καταδίκη οδήγησε σε διαμάχη την Κρήτη και τη Μακεδονία, που έριζαν μετά το τέλος του πολέμου για τη διοργάνωση του τελετουργικού εκτέλεσης της ποινής του!

Από το καλοκαίρι του 1942 έως το φθινόπωρο του 1944 ο Σούμπερτ έσπειρε τον τρόμο στην Κρήτη, σε φόντο των αποφάσεων για τα αντίποινα στη μεγαλόνησο μετά τη Μάχη της Κρήτης. Αναδεικνύοντας την πιο σκοτεινή μορφή δωσιλογισμού, είτε υπό τις εντολές της γερμανικής διοίκησης, είτε πιο συχνά με εντελώς αυτοτελή δράση.

Αν και ήταν ένας απλός δεκανέας της Στρατιωτικής Αστυνομίας (Feldgendarmerie) όταν το καλοκαίρι του ’41 αφίχθη στην Κρήτη, ξεχώρισε για τη… γυαλάδα του ματιού του και διαδραμάτισε τελικά πολύ πιο ενισχυμένο ρόλο απ’ ότι προέβλεπε ο βαθμός του. Αρχικά τοποθετήθηκε, λόγω γνώσης της ελληνικής γλώσσας, ως διερμηνέας του φρούραρχου του Ρεθύμνου, απ’ όπου και ξεκίνησε την αιματηρή δράση του.

Στις 28 Αυγούστου του ’41 μια ομάδα τεσσάρων Γερμανών και ενός Κρητικού, με επικεφαλής τον Σούμπερτ δολοφόνησε τον πρόεδρο της Κοινότητας του χωριού Όρους, Παντελή Παπαδάκη. Λίγους μήνες αργότερα ο Σούμπερτ μετατέθηκε απ’ το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο με την τριπλή ιδιότητα του στρατιωτικού – διερμηνέα – κατασκόπου για λογαριασμό της γερμανικής υπηρεσίας κατασκοπείας και αντικατασκοπίας Abwehr III.

Τον Ιούνιο του 1942 συγκρότησε το Ελληνικό «Σώμα Κυνηγών», (Jagdkommando Schubert), που στελεχώθηκε από 150-200 ντόπιους γερμανόφιλους δωσίλογους αλλά και εγκληματίες βαρυποινίτες από φυλακές της Κρήτης. Όντας μέλος της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας διορίστηκε επικεφαλής αυτής της ομάδας, των γερμανοντυμένων Ελλήνων. Με βάση το χωριό Αυγενική, οι άνδρες του Γερμανού παράφρονα, οι λεγόμενοι σουμπερίτες, επιδίδονταν σε δολοφονικές επιδρομές σε επιθέσεις εναντίον αμάχων, σε ξυλοδαρμούς, σε βασανιστήρια, σε εκτελέσεις, σε εμπρησμούς και λεηλασίες σε όλους τους νομούς της κατεχόμενης Κρήτης.

Περισσότεροι από 200 άνθρωποι εκτελέστηκαν σε διάφορα χωριά, εγκλήματα που προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες των κατοίκων προς τις γερμανικές αρχές του Ηρακλείου. Ως αποτέλεσμα αυτών ο φρούραρχος του Ηρακλείου στρατηγός Φρίντριχ-Βίλχελμ Μίλερ διέταξε τη σύλληψη του Σούμπερτ, ο οποίος έμεινε στη φυλακή για ένα μήνα. Ωστόσο ο ανώτατος Διοικητής της Κρήτης, Μπρούνο Μπρόιερ, είχε διαφορετική άποψη, πιθανώς κατόπιν άνωθεν εντολών. Όχι μόνο διέταξε την αποφυλάκιση του Σούμπερτ, αλλά τη συνόδευσε και με τυμπανοκρουσίες. Τον προβίβασε σε επιλοχία, χαρακτηρίζοντας τον ως απαραίτητο για την ασφάλεια των γερμανικών στρατευμάτων μέσω της τρομοκράτησης των κατοίκων.

Λίγο καιρό αργότερα βέβαια ο ίδιος θα φρόντιζε ώστε να κριθεί ο Σούμπερτ «ψυχοπαθής» και να εκδιωχθεί από την Κρήτη, με προορισμό το ψυχιατρείο του Πειραιά. Είχε προηγηθεί η σύγκρουση της ομάδας του Σούμπερτ με δυνάμεις ανταρτών του ΕΛΑΣ, την πρωτοχρονιά του 1944. Στο χωριό Μεσκλά οι σουμπερίτες προσπάθησαν να αιφνιδιάσουν τους αντάρτες, αλλά το εγχείρημα ήταν αποτυχημένο. Οχτώ εξ’ αυτών σκοτώθηκαν και ως συνέπεια η γερμανική διοίκηση αποφάσισε τη διάλυση της Jagdkommando Schubert.

Ένας άνθρωπος βέβαια με το… ζήλο και τις φιλοδοξίες του Σούμπερτ ποτέ δεν χάνεται. Στα μέσα Φεβρουαρίου του ’44 αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη μαζί με συνεργάτες του και τέθηκε υπό τις διαταγές της Στρατιωτικής Διοίκησης Θεσσαλονίκης – Αιγαίου. Και με συνοπτικές διαδικασίες ξεκίνησε να δικαιώνει στη βόρεια Ελλάδα το προσωνύμιο του «χασάπη».

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944 άντρες του Αποσπάσματος Καταδίωξης Ανταρτών του Σούμπερτ, εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης και δολοφόνησαν με απίστευτη αγριότητα 146 κατοίκους. Γυναίκες, ακόμα και παιδιά κάηκαν ζωντανά μετά τον εγκλεισμό τους σε ένα από τα καταστήματα του χωριού, το φούρνο του Σταύρου Γκουραμάνη.

Είχε προηγηθεί η εισβολή στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, όπου στις 12 Ιουλίου αντάρτες είχαν σκοτώσει δύο στρατιώτες της γερμανικής φρουράς. Οι άνδρες του Σούμπερτ εκτέλεσαν 16 άτομα και βασάνισαν τουλάχιστον 10 προκειμένου να μαρτυρήσουν τους συνδέσμους των ανταρτών. Μετά την εκτέλεση ο επικεφαλής του αποσπάσματος, ο Έλληνας υπαρχηγός του Σούμπερτ Γεώργιος Γερμανάκης, αναζήτησε μέσα από το πλήθος κάποιον που θα καταμετρούσε τους νεκρούς. Στράφηκε στο μέρος του φοιτητή Κωνσταντίνου Μάλαμα. «Έλα εδώ εσύ χοντρέ. Κατέβα κάτω να τους μετρήσεις», του είπε, διατάζοντας τον να κατέβει στον ομαδικό τάφο που είχαν σκάψει με τα ίδια τους τα χέρια οι εκτελεσμένοι. Ο νεαρός διστακτικά άρχισε να μετράει χωρίς όμως να μπορεί να αρθρώσει λέξη. -«Πόσοι είναι ρε;» -«Δεκαπέντε». -«Κι ένας εσύ, δεκαέξι», είπε ο Γερμανάκης και τον πυροβόλησε για να κάνει το καλαμπούρι του…

Το ολοκαύτωμα στον Χορτιάτη ακολούθησε αυτό στα Γιαννιτσά, όπου στις 14 Σεπτεμβρίου του ’44 οι γερμανοτσολιάδες του Σούμπερτ δολοφόνησαν περίπου 100 συμπατριώτες τους.

Στα τέλη του Οκτωβρίου του 1944, και αφού είχε απελευθερωθεί η Αθήνα, ο Σούμπερτ ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα που αποχωρούσαν από την Ελλάδα και έφτασε στη Βιέννη το Φεβρουάριο του 1945. Έπεσε όμως στα χέρια των Αμερικανών και αφού χαρακτηρίστηκε εκτοπισμένος και κρατήθηκε σε στρατόπεδο με άλλους Έλληνες, «επαναπατρίστηκε» στην Ελλάδα το Σεπτέμβρη του ’45, έχοντας ισχυριστεί ότι το όνομα του ήταν Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης. Το ίδιο όνομα έδωσε και στους αστυνομικούς του αεροδρομίου της Ελευσίνας, που όμως δεν πείστηκαν ότι ήταν Έλληνας. Μετά την αποκάλυψη της πραγματικής του ταυτότητας, συνελήφθη κα μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, όπου παρέμεινε μέχρι τη δίκη του από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκληματιών Πολέμου στην Αθήνα.

Τον Ιούλιο του ‘47 ξεκίνησε στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου, στην Αθήνα, η δίκη του Σούμπερτ για εγκλήματα που είχε διαπράξει στη διάρκεια της κατοχής στην Κρήτη και στην Μακεδονία. Στις 5 Αυγούστου καταδικάστηκε 27 φορές σε θάνατο, 16 για τα εγκλήματα στην Κρήτη και 9 για τα εγκλήματα στην Μακεδονία, μολονότι στη βόρεια Ελλάδα ήταν περισσότερα. Στις 22 Οκτωβρίου 1947, το «ανθρωπόμορφο τέρας» κατά τον Γερμανό φιλέλληνα ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ, ο οποίος έκανε το διδακτορικό του πάνω στην γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, τουφεκίστηκε στις φυλακές Επταπυργίου.

Ένας Έλληνας πρώην αξιωματικός είχε προσεγγίσει τον τόπο της εκτέλεσης και πλησίασε το απόσπασμα, σχεδόν εκλιπαρώντας να πυροβολήσει εκείνος τον Σούμπερτ. Δεν του επετράπη, ούτε η ακόλουθη αξίωσή του να είναι εκείνος που θα δώσει τη χαριστική βολή. Ήταν ο πατέρας του Κωνσταντίνου Μάλαμα, που είχε δολοφονηθεί με τον πιο ειδεχθή τρόπο στο Χορτιάτη.

Τα κατοχικά εγκλήματα των Ναζί και των συνεργατών τους έμειναν στη συντριπτική πλειονότητα σκανδαλωδώς ατιμώρητα στη μεταπολεμική Ελλάδα. Στις 22 Οκτωβρίου του ’47 αποτίθηκε έστω ο ελάχιστος φόρος στη μνήμη των θυμάτων, με το συμβατό επίλογο στη ζωή ενός… ανθρώπου που στη λαϊκή κουλτούρα άφησε παρακαταθήκη τη φράση «σουμπερίτης» ως συνώνυμο της προδοσίας και της βαναυσότητας.