Κολαστήριο ψυχών: Η πιο σκληρή φυλακή στην Ελλάδα σφραγίστηκε

Ένα μουσείο -σήμερα- συνώνυμο του πόνου

Το «Κάστρο» της Θεσσαλονίκης, το διαβόητο «Γεντί Κουλέ», είναι σήμερα μουσείο, ουδείς όμως από τους επισκέπτες του μπορεί να αντιληφθεί την έκταση του πόνου που περικλείουν αυτά τα τείχη.

Κανείς, επίσης, γνωρίζει το πότε ακριβώς ξεκίνησε η κατασκευή του. Ξέρουμε, πάντως, πως τα τελευταία λιθαράκια μπήκαν από τους Οθωμανούς, αμέσως μετά την κατάληψή του –κι επομένως της τότε συμβασιλεύουσας- από τους ίδιους.

Η πτώση του κάστρου μαρτυρούσε πως πια δεν θα μπορούσε να επιτελεί το έργο για το οποίο αρχικά είχε χτιστεί. Τα κάποτε άτρωτα τείχη του ήταν εύκολος στόχος για τα νέα κανόνια που χρησιμοποιούσαν πυρίτιδα και κάπου εκεί, το 1431, η χρήση του άλλαξε για πάντα.

Ο κατακτητής της πόλης, Τσαούς μπέης, έχτισε τον τελευταίο από τους επτά πύργους που διασώζονται μέχρι σήμερα. Και ουσιαστικά «βάφτισε» το μνημείο, αφού η ακριβής μετάφραση του όρου «Γεντί Κουλέ» είναι «Επτά Πύργοι», ή στα απλά ελληνικά Επταπύργιο, όπως ήταν η επίσημη ονομασία του τα μεταγενέστερα χρόνια.

Ωστόσο και για του Έλληνες, το κάστρο ήταν απλά το «Γεντί Κουλέ». Ένας τόπος που έγινε συνώνυμος της φρίκης και του πόνου, καθώς κάθε Αρχή, ξεκινώντας από τους Οθωμανους και καταλήγοντας στην δικτατορία των συνταγματαρχών, δεν έχασε την ευκαιρία να το χρησιμοποιήσει ως φυλακή, αλλά και χώρο όπου έλαβαν χώρα μερικά από τα πλέον ειδεχθή εγκλήματα, μέσω των βασανιστηρίων τα οποία υποβάλλονταν οι κρατούμενοι σε αυτό.

Η «ανθρωπογεωγραφία» των τροφίμων άλλαξε πολύ στη διάρκεια του χρόνου. Και στα φρικτά κελιά του, τους «υγρούς τάφους» όπως αποκαλέστηκαν εξαιτίας της υγρασίας, «φιλοξενήθηκαν» κάθε λογής κρατούμενοι. Από ποινικούς και λήσταρχους, όπως ο Γιαγκούλας, μέχρι τον καταδικασθέντα ως «Δράκο του Σέιχ Σου», Αριστείδη Παγκρατίδη, αλλά και το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και πάντα μετριοπαθή, Λεωνίδα Κύρκο.

Φαίνεται ήταν γραμμένο στη μοίρα του «Γεντί Κουλε» να αποτελεί πάντα έναν τόπο μαρτυρίου. Ανεξάρτητα από το ποιος ήταν στα… πράγματα ή το ποιους θεωρούσε εχθρούς δικούς του ή της κοινωνίας, το Επταπύργιο έγινε το «μεγάλο χωνευτήρι», στο οποίο μπήκαν οι πάντες.

Ήδη από την Τουρκοκρατία, το κάστρο είχε μετατραπεί σε φυλακή στην οποία κατέληγαν άνθρωποι που είχαν καταδικαστεί, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη προκειμένου να μην συναντώνται κρατούμενοι των οποίων οι παραβάσεις δεν είναι σχέση μεταξύ τους. Αυτή η… σύγχυση συνεχίστηκε και αργότερα, όταν στις αρχές του 20ού αιώνα η Θεσσαλονίκη πέρασε και πάλι στην ελληνική επικράτεια. Σχεδόν 30 χρόνια αργότερα η δικτατορία της 4ης Αυγούστου υπό τον Μεταξά έστειλε εκεί πολιτικούς κρατούμενους, ενώ το δικό του «έργο» και παράδειγμα ακολούθησαν ακόμη και οι Ναζί κατακτητές, οι οποίοι πέρα όσων φυλάκισαν για την αντιστασιακή τους δράση, εκτέλεσαν και περίπου 500 πατριώτες εκεί μέσα

Από τα κελιά του πέρασαν αμέτρητοι πολιτικοί κρατούμενοι και την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, ενώ μέρες… δόξας έζησε και την επταετία 1967-1974, όταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και οι συνεργάτες του έστελναν «επικίνδυνους κομμουνιστές»  και αντιφρονούντες.

Πολλοί ήταν εκείνοι που δεν άντεξαν και άφησαν την τελευταία πνοή τους εκεί μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Τα βασανιστήρια ήταν μια απλή, καθημερινή πρακτική. Έτσι κι αλλιώς οι φωνές τους από τα υπόγεια δεν έφταναν μέχρι τα αυτιά των κατοίκων της πόλης. Πέθαιναν μόνοι και αβοήθητοι, δίχως πολλοί από αυτούς να είχαν ποτέ μια δίκαιη δίκη ή την παραμικρή πρόσβαση στα στοιχειώδη για την επιβίωσή τους.

Σκληροί ποινικοί συναθροίζονταν στους ίδιους χώρους (πολλές φορές και στα ίδια κελιά) με κρατούμενους για πολύ πιο ελαφρά αδικήματα και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτό το φαινόμενο αποτελούσε συνειδητή επιλογή των Αρχών και όχι μια απλή παράλειψη.

Για δεκαετίες όλα όσα συνέβαιναν εκεί μέσα μεταφέρονταν μόνο από στόμα σε στόμα. Και κυρίαρχο ρόλο προκειμένου να διατηρηθεί αυτή η συλλογική ιστορική μνήμη έπαιξε το ρεμπέτικο. Δεκάδες τραγούδια γράφτηκαν με κεντρικό θέμα την φρίκη και τον πόνο που έζησαν τόσοι και τόσοι, με κορυφαίο –ίσως- παράδειγμα το «Πέντε χρόνια δικασμένος», το οποίο κυκλοφόρησε στα μέσα στης δεκαετίας του 1930 …

Μετά την πτώση της Χούντας το 1974, οι φωνές που απαιτούσαν να κλείσει αυτό το κολαστήριο ψυχών πλήθαιναν μέρα με τη μέρα. Ολοένα και περισσότεροι ζητούσαν να σφραγιστεί για πάντα αυτή η «πληγή» και να σταματήσει να λειτουργεί ως φυλακή το «Γεντί Κουλέ». Πρωτοστάτης υπήρξε ο μετέπειτα υπουργός των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, που έζησε μέχρι να δει το τέλος του Κάστρου.

Αυτό συνέβη το 1989, όταν τελικά το ελληνικό κράτος πήρε την απόφαση να μεταφέρει το «σωφρονιστικό ίδρυμα» στα Διαβατά, ανάβοντας παράλληλα το «πράσινο φως» αλλαγής της χρήσης του και μετατροπής του σε μουσείο. Έτσι, έκλεισε ο κύκλος του. Ένας κύκλος αιματοβαμμένος και ντροπιαστικός για κάθε πολιτεία και κάθε κοινωνία που θέλει να αποκαλείται σύγχρονη…