Τα «στήνουν» με το θάνατο: Οι 3 άγραφοι νόμοι των «ομοϊδεατών» του Mad Clip που ρισκάρουν ζωές

Ο απόλυτος σύντροφος στην παρανομία είναι μαζί η καψούρα τους και περηφάνια τους

Ο ταχογράφος της τροχαίας δεν λέει ψέματα. Με 195 χιλιόμετρα την ώρα έτρεχε το προπορευόμενο αμάξι. Με γυμνό μάτι δεν προλαβαίνεις καλά-καλά να δεις την μάρκα του. Πίσω του ερχόταν ένα δεύτερο, που μετά βίας είχε πιάσει τα 180. Ο νικητής ακόμη μίας κόντρας ήταν ξεκάθαρος.

Εάν οι κάμερες της Αττικής Οδού πρόλαβαν να τραβήξουν τις πινακίδες και οι δύο οδηγοί θα λάβουν «συστημένη» την κλήση. Ειδικά για τον νικητή, όμως, αυτό το πρόστιμο δεν θα είναι τίποτα λιγότερο από ένα «παράσημο» που θα του υπενθυμίζει τη νύχτα της μεγάλης του νίκης στην άσφαλτο. Σε ένα παιχνίδι που παίζεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, στα σκοτεινά, και με ελάχιστους κανόνες, πλην της απαιτούμενης εχεμύθειας που πρέπει να επιδείξουν συμμετέχοντες αλλά και θεατές.

Οι «κοντράκηδες» είναι μια παράξενη ράτσα. Ήταν τέτοια ήδη από την δεκαετία του ’80 όταν και το φαινόμενο άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα έντονο στους περιφερειακούς δρόμους του λεκανοπεδίου. Επαγγελματίες οδηγοί, εργαζόμενοι σε συνεργεία, μηχανικοί αλλά και άλλοι (με μια πρώτη ματιά άσχετοι με τον χώρο) ήταν εκείνοι που συνέθεσαν τις πρώτες φουρνιές των ανθρώπων που μαζεύονταν στα Λιμανάκια, στην Βούτα, στο Ribas αλλά και αργότερα στο Σχιστό, το Ολυμπιακό Χωριό ή την Παιανία. Οι αυτοσχέδιοι αγώνες ταχύτητας ακόμη και σήμερα συναρπάζουν. Ακόμη και μετά τα δεκάδες δυστυχήματα που έχουν κοστίσει πολλές ανθρώπινες ζωές, όπως πιθανόν συνέβη και με τον τράπερ Mad Clip. Οι κίνδυνοι του… επαγγέλματος, θα μπορούσε να πει κανείς… Και ο ίδιος δεν είχε κρύψει ποτέ, ακόμα και στους στίχους του, ότι αυτός ο κίνδυνος είχε γίνει προέκταση του lifestyle του.

Είναι ένα… μικρόβιο που μόνο αν το κολλήσεις μπορείς να το αντιληφθείς. Οι απ’ έξω θα προσπαθήσουν να το προσεγγίσουν με όρους λογικής. Θα μιλήσουν για τους κινδύνους, το ενδεχόμενο να χάσει κάποιος ένα μέλος του ή ακόμη χειρότερα την ίδια την ζωή του, μόνο και μόνο επειδή η επιθυμία του να νικήσει έναν άγνωστο, τον απέτρεψε από το να πατήσει φρένο όταν έπρεπε. Δεν θα πουν, όμως, κάτι που οι συμμετέχοντες δεν γνωρίζουν ή δεν κατανοούν ήδη. Αντιλαμβάνονται πολύ καλά τα πάντα. Εθισμένοι όμως σε αυτό το παιχνίδι, αποδέχονται τους όρους του και προχωρούν παρακάτω, στον δρόμο που (κυριολεκτικά) επέλεξαν να βγουν.

Για όλους αυτός είναι ένας τρόπος ζωής. Ο δικός τους τρόπος ζωής. Και το όχημα, το μέσο που τους οδηγεί εκεί. Ο απόλυτος σύντροφος στην παρανομία. Η καψούρα τους και η περηφάνια τους. Τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά θυσιάζουν τα πάντα για να βρεθούν εκεί με το «εργαλείο» τους. Τα ποσά για ένα «πειραγμένο» αυτοκίνητο είναι πολλαπλάσια από τα μεροκάματά τους. Συνειδητά επιλέγουν, όμως, να στερηθούν οτιδήποτε άλλο για να ρίξουν χρήμα στο μοτέρ, τις αναρτήσεις, την εξάτμιση και οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να κάνει την «κουκλίτσα» τους να βρυχάται εντονότερα, να επιταχύνει γρηγορότερα και σε τελική ανάλυση να συγκεντρώνει τα βλέμματα θαυμασμού ή ζήλιας των υπολοίπων.

Τα μόνα βλέμματα που δεν θέλουν πάνω τους είναι εκείνα της αστυνομίας. Αν και είναι δύσκολο να τα αποφύγεις όταν οδηγείς ένα «κωλοφτιαγμένο» αμάξι που κάνει αισθητή την παρουσία του από χιλιόμετρα μακριά. Θρυλική, άλλωστε, έχει μείνει και η επί σειρά ετών κόντρα με την περιβόητη ομάδα «Σ», που επί υπουργίας του Σήφη Βαλυράκη, «έσκαγε μύτη» με θηρία όπως μία Porsche 911, ένα Audi RS2 ή μια Lancia Integralle, βγαλμένη από τις ειδικές διαδρομές του Ράλυ Ακρόπολις.

Σε αυτό το αέναο παιχνίδι-συνδυασμό κρυφτού και κυνηγητού υπάρχουν απώλειες. Όχι μόνο από όσους αναγκαστικά σταμάτησαν λόγω κάποιου ατυχήματος, αλλά και από κάποιους που έγιναν μάρτυρες μιας βίαιης σύγκρουσης ανθρώπου και λαμαρίνας, από την οποία δεν βγαίνει ποτέ νικήτρια η σάρκα, αλλά χάνει από το μέταλλο.

Κάποιοι προτίμησαν να αφήσουν στην άκρη τον δρόμο πριν δουν πώς είναι να φτάνεις στο τέλος της διαδρομής. Φυσικά, δεν συμμετέχουν ούτε ως κοινό. Είναι οι πρώτοι που θα παραδεχτούν ότι ο εθισμός τους δεν διαφέρει από άλλους. Ακόμη και μια… τζούρα ως… «παθητικοί θεατές» είναι ικανή να ξυπνήσει ξανά μέσα τους την δίψα για αδρεναλίνη και οκτάνια. Την ανάγκη να γίνουν και πάλι μέρος ενός συνόλου που γουστάρει τις έξεις του, έχοντας απόλυτη επίγνωση των συνεπειών τους.

Στην πραγματικότητα παραδέχονται ότι καμία νουθεσία της Τροχαίας ή των ειδικών και καμία στατιστική έρευνα για τους θανάτους στην άσφαλτο δεν έχει την παραμικρή αποτρεπτική ισχύ σε αυτούς. Η σύνεση, αν δεν έρθει με τα χρόνια, έρχεται μόνο όταν θα δεις μπροστά στα μάτια σου τον κολλητό του να γίνεται κομμάτια με το Rallye ή το Leon του, σε μια κόντρα με λάφυρο «παρτές άδειες» ή τρέχοντας για να ξεφύγει από κάποιο «μπατσικό».

Όταν, δηλαδή, για τον οδηγό και την οικογένειά του δεν θα υπάρχει χρόνος αντίδρασης ή σκέψης. Όλα στην άσφαλτο λειτουργούν με άλλους κώδικες και σίγουρα σε διαφορετικές ταχύτητες. Ακόμη και το πένθος της απώλειας για εκείνους που δεν θα δώσουν το «παρών» ποτέ ξανά. Σίγουρα θα βρεθούν άλλοι να τους αναπληρώσουν στο επόμενο κάλεσμα για κόντρες στην Βάρκιζα, που για αυτούς δεν είναι τίποτα άλλο παρά το κάλεσμα της ίδιας της φύσης τους.