Οι δολοφονίες του Νίκου Μομφεράτου, του Δημήτρη Αγγελόπουλου και του Παύλου Μπακογιάννη είχαν μετατρέψει το άλλοτε ασφαλέστατο και φιλήσυχο Κολωνάκι σε ζώνη εκτελέσεων.
Οι εφημερίδες έκαναν λόγο για το «τρίγωνο του θανάτου», καθώς ο εκδότης της Απογευματινής εκτελέστηκε στη συμβολή των οδών Βουκουρεστίου και Τσακάλωφ, ο εκ των ιδρυτών της Χαλυβουργικής στην οδό Κανάρη και ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας έξω από το πολιτικό γραφείο του, στην Ομήρου.
Στις 19 Φεβρουαρίου του 1990 η ιστορική αθηναϊκή συνοικία θα «φιλοξενούσε» μία ακόμα δολοφονία. Αυτή τη φορά δεν θα ήταν όμως η 17 Νοέμβρη ο αυτουργός της, αλλά μια οργάνωση που για χρόνια δεν είχε απασχολήσει τις Αρχές και ήταν υπεράνω πάσης υποψίας, καθώς δεν είχε κανένα ιστορικό σε τέτοιου είδους χτυπήματα.
Η ώρα ήταν 9:10 το βράδυ όταν ο διευθυντής του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, Μάριος Μαράτος, πέφτει πάνω σε ενέδρα στην οδό Λυκαβηττού, όπου ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητό του. Μια μοτοσυκλέτα σταματάει δίπλα του και ο συνοδηγός τον πυροβολεί τέσσερις φορές στο στήθος με ένα πιστόλι των 7,65, μοντέλο που δεν είχε χρησιμοποιηθεί ξανά από τρομοκρατική οργάνωση.
Ο θάνατος του 54χρονου Μαράτου είναι ακαριαίος. Από την πρώτη στιγμή οι ειδικοί κάνουν λόγο για μεθοδολογία τρομοκρατών και περιμένουν τη συνήθη προκήρυξη της 17 Νοέμβρη. Ωστόσο είχαν περάσει 24 ώρες και καμία οργάνωση δεν είχε αναλάβει την ευθύνη. Τελικά η επιστολή ανάληψής της έφτασε στα γραφεία της Ελευθεροτυπίας αργά το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου και δημοσιεύτηκε την επομένη.
Η υπογραφή στο κάτω μέρος έγραφε «Επαναστατική Αλληλεγγύη». Στην επιστολή της εξηγούσε τους λόγους της πράξης της, παρομοιάζοντας με ανθρωπόμορφο κτήνος το θύμα. «Εκτελέσαμε το ΒΑΣΑΝΙΣΤΗ-ΨΥΧΙΑΤΡΟ Μάριο Μαράτο δίνοντας μια ελάχιστη απάντηση σ’ όλους αυτούς που στελεχώνουν την «ιερή» κάστα των «ειδικών», καθορίζοντας με τον πιο εγκληματικό ανεξέλεγκτο τρόπο τα όρια των «ομαλών» και των «ανώμαλων», των «υγιών» και των «νοσούντων», των «προσαρμοσμένων» και των «απροσάρμοστων».
Εκτελέσαμε το ΔΕΣΜΩΤΗ-ΨΥΧΙΑΤΡΟ Μάριο Μαράτο, εκφράζοντας με αυτήν την πράξη αλληλεγγύης την συμπαράστασή μας στους εξαθλιωμένους έγκλειστους του ψυχιατρικού καταστήματος των φυλακών Κορυδαλλού και σε κάθε ψυχιατρικό τρόφιμο που συστηματικά φυτοποιείται καθημερινά μέσα στα πλαίσια εφαρμογής των «θεραπευτικών προγραμμάτων» προσαρμογής του καθεστώτος».
Στη μακροσκελή επιστολή τα μέλη της οργάνωσης ενοχοποιούσαν τον Μαράτο για διαφθορά, χρηματισμό, συγκάλυψη εμπόρων ναρκωτικών, ψευδείς διαγνώσεις και ανεξέλεγκτη χορήγηση φαρμάκων. Τότε έγινε ευρέως γνωστό ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μαράτος έμπαινε στο στόχαστρο. Από τις αρχές της δεκαετίας του 80’, πολλοί πρώην έγκλειστοι των φυλακών, αλλά και συγγενείς κρατουμένων είχαν εξαπολύσει κατηγορίες εναντίον του ψυχιάτρου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο 54χρονος είχε καταθέσει ως πραγματογνώμονας σε περισσότερες από τις μισές υποθέσεις ναρκωτικών που εκδικάζονταν στο Εφετείο την περίοδο εκείνη. Και οι δυσαρεστημένοι δεν ήταν λίγοι. Υποστήριζαν ότι ο ψυχίατρος χαρακτήριζε τους εμπόρους ως χρήστες για να «πέσουν στα μαλακά» και με λίγους μήνες φυλάκιση ή μια συμβολική αποζημίωση να τη γλιτώσουν. Παράλληλα, εντός των φυλακών χορηγούσε φάρμακα κατά το δοκούν και αντιμετώπιζε τους ασθενείς ως πειραματόζωα, εφαρμόζοντας «απαράδεκτους και βασανιστικούς» τρόπους θεραπείας.
Μόλις μία βδομάδα πριν τη δολοφονία του, ο Μαράτος είχε εμφανιστεί σε εκπομπή στον ΑΝΤ1 για να «καθαρίσει» το όνομά του. Αρνήθηκε τα πάντα και δικαιολόγησε «όσους πιστεύουν τις ανυπόστατες συκοφαντίες, καθώς ο μέσος Έλληνας αγνοεί πώς έχει η τρέχουσα διαδικασία για να βγει κανείς τοξικομανής, αλλά και ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί στις φυλακές».
Όπως διαπιστώθηκε, οι εκτελεστές του Μαράτου ήταν επαγγελματίες. Οι κινήσεις τους ήταν καλά προσχεδιασμένες και είχαν φροντίσει να μην αφήσουν ίχνη. Το μόνο που είχαν στα χέρια τους οι αρχές ήταν τέσσερις κάλυκες και μια προκήρυξη. Έγιναν κάποιες ανακρίσεις υπόπτων και οι έρευνες στράφηκαν προς τους «γνωστούς» πυρήνες των Εξαρχείων, ωστόσο, τα ανεπαρκή στοιχεία οδήγησαν την αστυνομία σε αδιέξοδο.
Η υπόθεση δεν έφτασε ποτέ στις δικαστικές αίθουσες και το «δικαστήριο» που έγινε ήταν δημόσιο. Από τη μία, οικογένεια, συνάδελφοι και φίλοι έβγαιναν να υπερασπιστούν τη μνήμη του δικού τους ανθρώπου. Από την άλλη, οι κατήγοροί του συνέχιζαν να υποστηρίζουν ότι ο ψυχίατρος δεν ήταν παρά ένας επίορκος που εγκληματούσε μέσα στις φυλακές.
Η Επαναστατική Αλληλεγγύη δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Θεωρείται ότι είχε σχέση, αν δεν επρόκειτο για την ίδια, με την οργάνωση που είχε υπογράψει ως Επαναστατική Λαϊκή Αλληλεγγύη αναλαμβάνοντας την ευθύνη τον Μάρτιο του ’88 για τη βομβιστική επίθεση στην παμπ «Όσκαρ» στη Γλυφάδα και το 1983 για τον εμπρησμό του αυτοκινήτου του πρέσβη της Σαουδική Αραβίας.