Ο τελευταίος άνθρωπος μιλούσε ελληνικά και χρησιμοποίησε την μητρική γλώσσα του για να πει «Όχι» στις επιταγές του διεθνούς παράγοντα λεγόταν Τάσσος Παπαδόπουλος και το έκανε την περίοδο που ήταν Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τότε που το περίφημο «Σχέδιο Ανάν» προβλήθηκε ως η έσχατη λύση για το «Κυπριακό πρόβλημα» και παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία του λαού το χαρακτήρισε από εθνικά επιζήμιο μέχρι μειοδοτικό και προδοτικό, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι σε αυτόν τον αγώνα ήταν μόνη της.
Ακόμη και ο ελλαδικός πολιτικός κόσμος, σχεδόν στο σύνολό του, εναρμονίστηκε με τους ξένους, ασκώντας επιπλέον πίεση για γρήγορο «κουκούλωμα» της ιστορίας «όπως-όπως», προβάλλοντας ως επιχείρημα το γεγονός ότι αν οι Κύπριοι απαντούσαν αρνητικά, θα κινδύνευαν με απομόνωση και τονίζοντας ότι αυτή θα ήταν η «τελευταία ευκαιρία»…
Ένας από τους ελάχιστους που αντιλήφθηκαν την σημασία των στιγμών και το βάρος της σελίδας της ιστορίας που η μοίρα τους επέλεξε να γράψουν ήταν κι εκείνος. Στο θρυλικών –πια- διαστάσεων διάγγελμά του μέσα σε λίγες λέξεις συμπύκνωσε την έννοια και την ουσία του ηγέτη. Με φωνή που έτρεμε από την συγκίνηση, χωρίς ωστόσο να χάσει τίποτα από την έντασή της, ξεκαθάρισε: «Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο. Δεν θα παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα. Και όλα αυτά έναντι κενών, παραπλανητικών, δήθεν, προσδοκιών. Έναντι της ανεδαφικής ψευδαίσθησης ότι η Τουρκία θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της»
Εκείνη η εμφάνισή του υπήρξε τόσο επιδραστική ώστε τελικά το 76% των Κυπρίων να γυρίσουν την πλάτη τους στο «έκτρωμα» του Κόφι Ανάν, και εκείνες ήταν οι μέρες που έκαναν τον Τάσσο Παπαδόπουλο από έναν απλό πολιτικό, έστω και αρχηγό κράτους, σε κάτι πολύ μεγαλύτερο. Σε έναν πραγματικό ηγέτη που ξεπέρασε κάθε κομματικό όριο. Απολύτως λογικά όταν πέθανε τον Δεκέμβριο του 2008 σχεδόν το σύνολο των Κυπρίων ένιωσε ότι έχασε ένα σύμβολο εθνικής ενότητας και αγώνα, παρά το γεγονός ότι στις εκλογές που προηγήθηκαν λίγους μήνες νωρίτερα είχε στραφεί σε… άλλες λύσεις…
Την παραμονή της συμπλήρωσης ενός χρόνου από τον θάνατό του, δηλαδή στις 11 Δεκεμβρίου 2009, υποστηρικτές αλλά και πολιτικοί αντίπαλοί του, ξύπνησαν από μία σοκαριστική είδηση. Άγνωστοι είχαν συλήσει τον τάφο του και είχαν απομακρύνει τη σορό του από το νεκροταφείο της Κάτω Δευτεράς.
Ελάχιστοι τότε πίστεψαν ότι αυτό ήταν ένα απλό γεγονός. Τόσο ο απλός κόσμος όσο και οι πολιτικοί θεώρησαν ότι τα κίνητρα των δραστών δεν ήταν καθόλου άσχετα με την διαδρομή και τις θέσεις του πρώην προέδρου. Σύντομα, ακόμη και επίσημα χείλη, έκαναν λόγο για «προβοκάτσια», ενώ την ίδια ώρα τα σενάρια που ακούγονταν κι έφταναν μέχρι και τα δελτία ειδήσεων «έβλεπαν» παντού πιθανούς θύτες, «φωτογραφίζοντας» ξένες μυστικές υπηρεσίες, πράκτορες, ξένους δακτύλους και –φυσικά- εμπλοκή του τουρκοκυπριακού παράγοντα, με τις πλάτες και τις ευλογίες φυσικά της Τουρκίας.
Όπως ήταν λογικό η αστυνομία της χώρας τέθηκε σε κατάσταση συναγερμού. Οι πάντες τέθηκαν στην υπηρεσία των Αρχών για τις οποίες η εξιχνίαση της υπόθεσης και η εξεύρεση της σορού μετατράπηκε σε ζήτημα τιμής. Με δηλώσεις τους τόσο ο τότε Πρόεδρος, Δημήτρης Χριστόφιας, όσο και ο Αρχιεπίσκοπος, Χρυσόστομος Β΄ κάλεσαν τον κυπριακό ελληνισμό σε ενότητα και συστράτευση και όλοι παρακολουθούσαν τις εξελίξεις με κομμένη την ανάσα.
Οι έρευνες κράτησαν 3 μήνες και τελείωσαν μετά από ένα τηλεφώνημα αγνώστου που έλυσε τη σιωπή του και υπέδειξε στην Αστυνομία το σημείο στο οποίο είχε μεταφερθεί η σορός του Τάσσου Παπαδόπουλου, σε άλλο νεκροταφείο της ευρύτερης περιοχής της Λευκωσίας.
Αξιοποιώντας πληροφορίες από το ίδιο «βαθύ λαρύγγι» οι Αρχές μέσα σε λίγες μέρες προχώρησαν στην απαγγελία κατηγοριών σε τρία άτομα. Σύμφωνα με την αστυνομία «εγκέφαλος» της υπόθεσης ήταν ο Αντώνης Προκοπίου Κίτας, κατάδικος που βρισκόταν ήδη στην έγκλειστος με ισόβια δεσμά για άλλες αξιόποινες πράξεις. Μέσα από την φυλακή είχε πείσει τον αδελφό του, Μάμα Προκοπίου Τίκα και τον Ινδό υπήκοο, Σαρμπτζίτ Σινγκ, να κλέψουν το λείψανο απαιτώντας λύτρα από την οικογένεια του εκλιπόντος. Για την ακρίβεια, 100.000 ευρώ, όσα είχε αιτηθεί ο Ινδός απλά και μόνο για να υποδείξει το σημείο που είχε επαναταφεί η σορός.
Το δικαστήριο που ακολούθησε δεν έφερε τις ανατροπές που ίσως να περίμενε κανείς. Δεν βγήκαν, δηλαδή, προς τα έξω άλλα ονόματα που να δίνουν εθνικές διαστάσεις στην υπόθεση. Τρεις ποινικοί είχαν κοντέψει να τινάξουν την Μεσόγειο στον αέρα απλά και μόνο και μόνο για να κερδίσουν μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ…