Το ημερολόγιο γράφει 29 Οκτωβρίου 2006. Σε ένα δρόμο του Μπάρι μια μοτοσυκλέτα φράζει τον δρόμο ενός Nissan Micra και πριν ο οδηγός του αντιληφθεί τι γίνεται, οι δύο αναβάτες τον πυροβολούν επτά φορές. Μια εικόνα αρκετά συνηθισμένη –όσο παράλογο κι αν μοιάζει αυτό- για τη συγκεκριμένη περιοχή της Ιταλίας όπου κουμάντο κάνει η διαβόητη La Sacra Corona Unita, το παρακλάδι της Μαφίας που ελέγχει την Απούλια.
Ανατολικά της Νάπολης, άντρο της Καμόρα, το Μπάρι βρισκόταν υπό τον έλεγχο της οργάνωσης που είχε από την δεκαετία του ’70 αρχηγό τον Ραφαέλε Κουτόλο, έναν πρώην Ναπολιτάνο capo ο οποίος αποφάσισε να επεκτείνει τις δουλειές του σε άλλες περιοχές και να γίνει το αφεντικό της πόλης. Μετά τον θάνατό του τα ηνία πέρασαν στα χέρια της οικογένειας Μοντάνι, με τον capofamiglia Αντρέα Μοντάνι να κάνει κουμάντο από την φυλακή όπου βρισκόταν, όπως και πολλοί άλλοι μαφιόζοι άλλωστε.
Η πόλη συγκλονίστηκε όταν έγινε γνωστή η ταυτότητα του θύματος. Ο νεκρός ήταν ο Τζιοβάνι Μοντάνι, ανιψιός του αρχηγού της τοπικής Μαφίας, γεγονός που οδήγησε τις Αρχές στη σκέψη ότι η εκτέλεσή του δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ξεκαθάρισμα λογαριασμών και μια απόπειρα ανταγωνιστικής οικογένειας για επικράτηση στον πόλεμο του υποκόσμου. Όπως θα αποδειχθεί αργότερα, ο πιτσιρικάς είχε «φύγει» από φίλια πυρά.
Η εξιχνίαση της υπόθεσης σόκαρε την κοινωνία του Μπάρι όσο και το ίδιο το γεγονός. Ο Τζιοβάνι αγωνιζόταν στην ομάδα της πόλης, προερχόμενος από τις Ακαδημίες της. Πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν στο ταλέντο του, θεωρώντας ότι ήταν έτοιμος να κάνει –τότε- το βήμα για την πρώτη ομάδα, εκπληρώνοντας την επιθυμία του πατέρα του, Άντζελο Αντόνιο, που έχοντας περάσει μια ζωή στις τάξεις της Μαφίας, είχε αποσυρθεί από την δράση. Παρέμενε εκτός θέλοντας να μην ακολουθήσει και ο γιος του τα βήματά του. «Μακάρι μια μέρα το όνομα Μοντάνι να κάνει τους ανθρώπους να πανηγυρίζουν και να γιορτάζουν όταν θα πετυχαίνεις γκολ. Όχι να φοβούνται» του είχε πει.
Και ίσως αυτός ο αδικοχαμένος 18χρονος να τα είχε καταφέρει εάν γνώριζε περισσότερα για τον κώδικα τιμής της Μαφίας την ημέρα που μαζί με τον ξάδελφό του -και γιο του Αντρέα Μοντάνι- και μερικούς φίλους ακόμα αποφάσισαν να αγοράσουν ένα κουτάβι από pet shop της περιοχής. Ο καταστηματάρχης ζήτησε 1.400 ευρώ για τον σκύλο που τα παιδιά διάλεξαν. Ποσό πολύ μεγάλο για πιτσιρικάδες. Ακόμη κι αν ο ένας ήταν ποδοσφαιριστής και ο άλλος γιος του αρχηγού της Sacra Corona Unita. Ακολούθησαν παζάρια, η τιμή έπεσε στα 900, αλλά και πάλι ο Σαλβατόρε δεν έδειχνε ικανοποιημένος. Τότε ήταν που έκανε το μοιραίο λάθος. Ξεστομίζοντας στα ιταλικά κάποια παραλλαγή του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», υπενθύμισε στον καταστηματάρχη την ιδιότητα του φυλακισμένου πατέρα του για εκφοβισμό. Όμως εκείνος αντέδρασε δυναμικά, ακολούθησε διαπληκτισμός και τελικά ο μαγαζάτορας τράβηξε όπλο και πυροβόλησε, με αποτέλεσμα τον θάνατο του Σαλβατόρε. Ο γιος –και ίσως διάδοχος- του αφεντικού της πόλης ήταν νεκρός. Ο Αντρέα, όπως και οι υπόλοιποι φίλοι του, έτρεξαν μακριά. Αυτό ήταν και το έγκλημά τους. Η δειλία…
Ο κώδικας τιμής της Μαφίας επέβαλλε εκδίκηση. Μια εκδίκηση που όφειλε να την πάρει ο ίδιος ο Τζιοβάνι. Όμως οι μέρες περνούσαν χωρίς να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Τότε ο Αντρέα Μοντάνι μέσα από το κελί της φυλακής έδωσε την σιωπηρή συναίνεσή του για το αδιανόητο. Για την δολοφονία του ίδιου του αίματός του, του ανιψιού του, με την κατηγορία ότι δεν φέρθηκε «αντρίκεια».
«Σε λίγες μέρες αποφυλακίζομαι. Θα πάω στο Μπάρι και θα ξεριζώσω το ζιζάνιο, αν δεν έχεις αντίρρηση. Θα μάθεις από τις ειδήσεις τα καλά νέα», έγραψε στον capofamiglia o Γκαετάνο Καποντίφερο, μέλος της φαμίλιας, ζητώντας του ουσιαστικά εντολή εκτέλεσης. Η αστυνομία είχε ελέγξει την αλληλογραφία, θεώρησε όμως ότι το «ζιζάνιο» δεν ήταν άλλο από τον καταστηματάρχη, όμως ο Ιγνάσιο Γκεσουίτο είχε ήδη προφυλακιστεί, επομένως πίστεψαν ότι η συγκεκριμένη απειλή δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί… Έκανε λάθος.
Έτσι τον Οκτώβριο του 2006, μόλις τέσσερις μήνες μετά τον θάνατο του Σαλβατότε σε ένα μαγαζί για κατοικίδια, σε ένα δρόμο πολύ κοντά σε αυτό, ένας δεύτερος Μοντάνι έφευγε από αυτόν τον κόσμο… Εντελώς άδικα κι έχοντας ονειρευτεί μια καλύτερη και σίγουρα διαφορετική ζωή, με διαβατήριο το ποδόσφαιρο.
Λίγο καιρό αργότερα, τα νέα για την οικογένεια έγιναν ακόμη χειρότερα. Με μια σειρά «χειρουργικών» εκτελέσεων οι Στρισκιούλιο πήραν τον έλεγχο, τον οποίο έχουν ακόμη στα χέρια τους, μέχρι τον επόμενο μεγάλο πόλεμο για τα ηνία της περιοχής. Πιθανότατα, αν ζούσε, σήμερα ο αδικοχαμένος Τζιοβάνι, θα σκεφτόταν το τελευταίο καλό συμβόλαιο της καριέρας του κι ένα μέρος να ζήσει, μακριά από αυτό που προσπάθησε να ξεφύγει…