Ο «Έλληνας Χαλκ Χόγκαν»: Το θαύμα της φύσης που κατατρόπωσε τον ανίκητο «killer» εξαφανίστηκε από προσώπου γης

Ο φόβος και ο τρόμος των ρινγκ

Κάποιοι τον γνώρισαν με το όνομα Σπύρος Αρίων. Άλλοι ως «Σιδερένιο» ή «Χρυσό Έλληνα». Ελάχιστοι ήξεραν το πραγματικό όνομά του. Όλοι, όμως, συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: Μέσα στο ρινγκ δεν είχες καμία τύχη απέναντί του.

Ο Σπύρος Μανουσάκης, πριν γίνει όλα τα παραπάνω, ήταν ένας Έλληνας που είχε γεννηθεί στο Κάιρο της Αιγύπτου, την εποχή που ο κόσμος βρισκόταν στις φλόγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1940, και όπως συνέβη με πολλούς εκείνα τα χρόνια, τίποτα δεν του ήρθε εύκολα.

Για τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του, ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Αντίθετα, για τα επόμενα άλλα τόσα, υπάρχουν αμέτρητες μαρτυρίες που τον εντάσσουν στους σπουδαιότερους παλαιστές του κόσμου.

Η εντυπωσιακή –για τα δεδομένα της εποχής- σωματοδομή του δεν πέρασε απαρατήρητη. Ήδη από τα 21 χρόνια του ασχολήθηκε επαγγελματικά με την πάλη, έχοντας μαθητεύσει στο πλευρό του Γάλλου προπονητή, Αντρέ Μπολέτ, ενώ σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή του φαίνεται πως είχε παίξει και ο θρυλικός Τζιμ Λόντος, ένα από τα «ιερά τέρατα» και πλέον σεβαστές και αναγνωρίσιμες μορφές του αθλήματος στον κόσμο.

 

Μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η καριέρα του Μανουσάκη κινήθηκε μέσα στα ευρωπαϊκά όρια, σύντομα όμως (όπως συνέβη και με άλλους Έλληνες παλαιστές) έβαλε… πλώρη για ακόμη πιο μακρινούς προορισμούς.

Κάπως έτσι ουσιαστικά γεννήθηκε και ο Σπύρος Αρίων. Με αυτό το «καλλιτεχνικό ψευδώνυμο» ο Μανουσάκης ταξίδεψε μέχρι την Αυστραλία το 1964 και χρειάστηκε μόλις ένα χρόνο εκεί παρουσίας για να κατακτήσει τον τίτλο του Παγκόσμιου Πρωταθλητή στα βαρέα βάρη. Πλέον όλοι γνώριζαν και μιλούσαν για τον «Σιδερένιο Έλληνα» που έκανε περήφανους τους συμπατριώτες του και γέμιζε τα στάδια με ανθρώπους που έκαναν ουρές για να τον παρακολουθήσουν να κατατροπώνει αντιπάλους και να παίρνει με εντυπωσιακό τρόπο την μία νίκη πίσω από την άλλη.

Καθώς το σπορ γινόταν επαγγελματικό και στην Αυστραλία, η ανάγκη για αστέρια και «κράχτες» γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη. Και κανένας δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του σταρ-σίστεμ όπως εκείνος, του οποίου η παρουσία και η συμπεριφορά μέσα κι έξω από τα ρινγκ ήταν τέτοια ώστε να «υποχρεώσει» και να «αναγκάσει» τους ανθρώπους της «National Wrestling Alliance», κορυφαίας εταιρείας της εποχής, να τον μετατρέψει σε «πρόσωπο» του σπορ, με τον ίδιο τρόπο που εμείς μάθαμε τον Χαλκ Χόγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Στην ιστορία έμειναν οι μάχες του με τον ανίκητο Killer Karl Kox, από τον οποίο είχε και μια επεισοδιακή ήττα που ήταν ο λόγος που έχασε έναν τίτλο, πήρε όμως το αίμα του πίσω αργότερα όταν τον κατατρόπωσε σκαρφαλώνοντας στην κορυφή.

Σύντομα το όνομά του έγινε γνωστό και στην Αμερική, όπου το wrestling ήταν πολύ πιο διαδεδομένο και τα χρήματα φυσικά πολύ περισσότερα. Έχοντας κάνει τα πάντα στην Αυστραλία, ο «Χρυσός Έλληνας» πραγματοποίησε ακόμα ένα ταξίδι, αυτή την φορά με προορισμό τις ΗΠΑ όπου υπέγραψε τεράστιο (τηρουμένων των αναλογιών) συμβόλαιο με την WWWF, τον προπομπό της σημερινής WWE, της εταιρείας δηλαδή που έχει τον απόλυτο έλεγχο του σπορ στον πλανήτη.

Ο Μανουσάκης δεν άργησε να γίνει και εκεί η ατραξιόν που ήθελαν οι διοργανωτές. Δυνατός, δυναμικός, εντυπωσιακός, θεατρικός, πεισματάρης και συνήθως νικητής, ο «Σιδερένιος Έλληνας» έλαμψε. Πριν καν γίνει 30 ετών είχε μετατραπεί σε πραγματικό αστέρα, δίνοντας ιστορικούς αγώνες απέναντι σε ονόματα όπως αυτά των Μπομπ Όρτον, Γκορίλα Μονσούν, Εντ Φαρχάτ Σέικ, , Λου Άλμπανο και Τσιφ Τζέι Στρόνγκμπόου.

Μάλιστα, λένε, πως ο ίδιος ο Μπρούνο Σαναμαρτίνο (για πολλούς ο κορυφαίος παλαιστής του είδους όλων των εποχών) τον είχε υπό την προστασία του στα πρώτα βήματά του και τον αποκαλούσε «πουλέν» του. Αναμφισβήτητα ένα τίτλος τιμής, ανάμεσα στους τίτλους του Μανουσάκη.

Αγωνίστηκε μέχρι την ηλικία των 38 ετών, έχοντας κατορθώσει μέσα στο διάστημα της καριέρας του τόσα πολλά ώστε να μπει στη χρυσή βίβλο του σπορ, ενώ το 1979 επέστρεψε στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Μεγάλη Βρετανία όπου για κάποια χρόνια συνέχισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα από όλους. Να παλεύει! Τουλάχιστον για μια δεκαετία ακόμη, πριν αποφασίσει να αποσυρθεί οριστικά από τον χώρο και να μείνει στην ιστορία ως ο «Σιδερένιος Έλληνας»!

Μετά το τέλος της καριέρας του τα ίχνη του χάνονται. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Σπύρος πέθανε το 1997 σε ηλικία 57 ετών και κάποιοι άλλοι ότι βρίσκεται απομονωμένος σε κάποια γωνιά του πλανήτη. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η φήμη και ο θρύλος του δεν πρόκειται να πεθάνουν ποτέ…