«Πόσο κοστίζει μια σφαίρα;»: Ο ένορκος που τίναξε στον αέρα τη δίκη του Έλληνα «Αλ Καπόνε»

Ένα από τα καλύτερα κόλπα του, ο μοναδικός Έλληνας «Ντον», το έκανε μέσα σε μια δικαστική αίθουσα...

Ο τίτλος «Nτον» είναι άμεσα συνυφασμένος με την ιταλική μαφία. Στα ελληνικά μονοπάτια του υποκόσμου τέτοιοι αρχοντικοί χαρακτηρισμοί δεν έχουν χώρο: άλλη χώρα, άλλη κουλτούρα, άλλες (γκανγκστερικές) παραδόσεις. Μόνο μια εξαίρεση υπήρξε σε αυτόν τον κανόνα. Τρανταχτή και ταυτόχρονα ενισχυτική για τον μεγαλοπρεπές μύθο που συνόδευε το άτομο που την αφορούσε.

Ο Βασίλης Στεφανάκος, που σκοτώθηκε σε ενέδρα στο Χαϊδάρι το 2018 στα πλαίσια πολέμου συμμοριών, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος της νύχτας που είχε το προσωνύμιο «Ντον» μέσα στους κύκλους του υποκόσμου. Αυτό δεν είχε να κάνει μόνο με το κύρος του ή με την οργανωτικότητά του, είχε να κάνει και με τη διττή φύση του: ο Στεφανάκος, καθ΄ εικόνα και καθ’ ομοίωση των Ιταλών μαφιόζων, δεν χρησιμοποίησε την ικανότητά του να εγκληματεί για να ξεφύγει από τα χαμηλά στρώματα από τα οποία προερχόταν.

Ο Στεφανάκος ήταν ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος. Αδιαφιλονίκητο αφεντικό μέσα στη νύχτα, αδίστακτος και αποφασιστικός σε κάθε ενέργειά του. Αλλά ταυτόχρονα, παρένε προσιτός στους ανθρώπους των καφενείων και των γειτονιών, λαϊκός όπως αυτοί, σύμμαχός τους στα χρόνια του παράνομου πλουτισμού του και όχι κάποιος που έφυγε από τα παλιά του στέκια, μετακόμισε σε κάποιο κυριλέ προάστιο και δεν τον είδαν ποτέ ξανά στον τόπο που μεγάλωσε.

Να γιατί, σε αντίθεση με κάθε άλλο συνάδελφο του μαφιόζο, ο Βασίλης Στεφανάκος ήταν ένας αληθινός «Ντον». Βέβαια, για να μην υπάρξει η παρεξήγηση πως πάμε ρομαντικοποιήσουμε τη ζωή του και τη δράση του, ας το ξαναπούμε: ο Στεφανάκος ήταν επικίνδυνος τύπος, δεν ήταν κανένας καλός άνθρωπος…

Από τη δεκαετία του ’80 οπότε και ενεπλάκη πρώτη φορά στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, στα 90s που υπήρξαν η εποχή της παντοκρατορίας του και από εκεί στη φυλακή και την αποφυλάκιση που τον μαλάκωσαν, ο Στεφανάκος ήταν ένας άνθρωπος που δεν θα ήθελες να έχεις πάρε δώσε μαζί του.

Μια από τις χαρακτηριστικότερες ιστορίες της μυθολογίας που περιβάλλει την χαρακτηριστική του φυσιογνωμία είναι οι εξής: ήταν αρχές του 2010, ο Στεφανάκος βρισκόταν ήδη φυλακισμένος από το 2006 αλλά μια ακόμα δίκη εκκρεμούσε εις βάρος του. Αν ο Στεφανάκος ωστόσο κρινόταν ένοχος, κι άλλα χρόνια θα προστίθονταν στην πλάτη του. Ωστόσο, η δίκη τινάχτηκε στον αέρα εξαιτίας μιας γυναίκα ενόρκου.

Η οδοντίατρος στο επάγγελμα προκάλεσε πολύ μεγάλη έκπληξη στους πάντες κατηγόρησε την πρόεδρο του δικαστηρίου για «καθοδήγηση των ενόρκων», «παρότρυνση για “αποσιώπηση” σοβαρού γεγονότος» και για «εκφορά προσωπικών της απόψεων» σε βάρος των κατηγορουμένων. Μια από τις χαρακτηριστικότερες φράσεις που της απέδωσε μάλιστα ήταν η εξής: «Πάμε, παιδιά, να τους δικάσουμε -έχει κανείς σας αμφιβολία ότι είναι αυτοί πίσω από όλα αυτά;»,

Κάπως έτσι, η πρόεδρος του δικαστηρίου υπέβαλε με τη σειρά της δήλωση αποχής, η οποία έγινε δεκτή από το δικαστήριο, η δίκη αναβλήθηκε αορίστως και η εκδίκαση της κατηγορίας για ηθική αυτουργία σε πρόκληση ναυαγίου και έκρηξη, μετουσιώθηκε σε έναν πονοκέφαλο λιγότερο για τον Στεφανάκο.

Μάλιστα, για την πρόεδρο του δικαστηρίου ήταν η δεύτερη δήλωση αποχής που είχε κάνει από τα καθήκοντά της. Η πρώτη δεν είχε γίνει δεκτή αν και η διάθεση να μην εκδικάσει την υπόθεση ενός ανθρώπου σαν τον Στεφανάκο υπήρξε μάλλον κατανοητή…

Το μεγάλο «μπαμ» της όλης υπόθεσης έγινε, όταν ο συνήγορος υπεράσπισης του Στεφανάκου κατήγγειλε πως άλλος ένορκος της δίκης, σε συζήτησή του εκτός διαδικασίας με αστυνομικό, του είχε απευθύνει την ερώτηση: «Πόσο κοστίζει μία σφαίρα, να σου δώσω τα λεφτά, να απαλλαγούμε επιτέλους από αυτόν;». Ο ένορκος εννοούσε τον Βασίλη Στεφανάκο…

Κάπως έτσι, με αφορμή τη δημοσιοποίηση αυτού του περιστατικού, οι ένορκοι υπέβαλαν και αυτοί με τη σειρά τους δήλωση αποχής για λόγους ευθιξίας και κάπως έτσι, η εκδίκαση της υπόθεσης βρέθηκε μπροστά σε νέα γραφειοκρατικά εμπόδια…

Θα λέγαμε -αφού δεν μπορούμε να αποδείξουμε κάτι παραπάνω…- πως ο Στεφανάκος στάθηκε πολύ τυχερός. Χωρίς τύχη άλλωστε, στο επάγγελμα του Στεφανάκου, δεν πας μπροστά…