Οι «κύριοι» του Κάλι

Ο φόβος και ο τρόμος των '70s...

Γράφει ο Λοΐζος Μωυσέως

Σε μια χρονική περίοδο στην οποία ομολογουμένως ανθούν οι τηλεοπτικές και κινηματογραφικές μεταφορές των ζωών των εμπόρων ναρκωτικών, με αυτές του Πάμπλο Εσκομπάρ και του Χοακίν Γκουσμάν (El Chapo) να καταλαμβάνουν την μερίδα του λέοντος στην μικρή και μεγάλη οθόνη, η ιστορία του καρτέλ του Κάλι είναι εξίσου ενδιαφέρουσα σημαντική και διδακτική.

Το καρτέλ του Κάλι δημιουργήθηκε στην νότια Κολομβία στις αρχές της δεκαετίας του 1970 από τους αδερφούς Γκιλμπέρτο και Μιγκέλ Ροντρίγκεζ Ορεχουέλα, τον Χοσέ «Τσέπε» Σαντακρούζ Λοντόνιο και τον Ελμέρ «Πάτσο» Ερρέρα, ο οποίος προστέθηκε αργότερα ως μέλος της τετραμελούς αυτής ηγεσίας. Η τριανδρία αυτή (πριν την ένταξη δηλαδή του Ερρέρα) ξεκίνησε ως μια συμμορία απαγωγών που με την βοήθεια και άλλων εγκληματικών στοιχείων δρούσαν υπό το ψευδώνυμο «Las Chemas».

Σύμφωνα με άρθρο της Κολομβιανής εφημερίδας «El Tiempo», στις 9 Ιουλίου 1995, η απαγωγή ενός Ελβετού διπλωμάτη και ενός μαθητή, απέφερε στην συμμορία το ποσό των 700 χιλιάδων δολαρίων, ποσό το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην μεταγενέστερη χρηματοδότηση και δημιουργία ουσιαστικά του εγκληματικού τους δικτύου.

Το καρτέλ στις απαρχές της λειτουργίας του ασχολείτο κυρίως με το εμπόριο μαριχουάνας και το ξέπλυμα χρήματος, προτού η ηγεσία του, διαπιστώσει ότι το εμπόριο κοκαΐνης θα απέφερε αμύθητα κέρδη στον οργανισμό της. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 λοιπόν, το καρτέλ στέλνει τον Ερρέρα στην Νέα Υόρκη αναθέτοντάς του να «στήσει» το δίκτυο διακίνησης κοκαΐνης.

Κάτι το οποίο έπραξε με σχετική ευκολία αφού τότε η Αμερικανική Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών (Drugs Enforcement Agency ή αλλιώς DEA) δεν θεωρούσε την κοκαΐνη ως τόσο μεγάλο πρόβλημα όσο η ηρωίνη η οποία ήταν αρκετά πιο δημοφιλής στις ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί, ότι για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα το καρτέλ του Κάλι δρούσε παράλληλα και ενίοτε συνεργαζόταν τόσο με το καρτέλ του Μεντεγίν του Εσκομπάρ όσο και με τα μεξικανικά καρτέλ.

Βίοι παράλληλοι που όμως δεν ήταν και τόσο μεταξύ τους, τουλάχιστον όσον αφορά στον τρόπο δράσης. Τόσο το καρτέλ του Μεντεγίν (τουλάχιστον στην μεταγενέστερη φάση λειτουργίας του) όσο και τα Μεξικανικά χρησιμοποιούσαν ως βασικό μέσο επιβολής τους και διατήρησης των κεκτημένων τους την ωμή βία σε όλες της τις εκφάνσεις. Δολοφονίες ανταγωνιστών, πολιτικών, αστυνομικών, βομβιστικές επιθέσεις, μέχρι και κατάρριψη αεροπλάνου (Avianca Flight 203). Ενώ οι προαναφερόμενοι έκαναν με κάθε δυνατό τρόπο και μέσο την παρουσία τους αισθητή και την ισχύ τους ξεκάθαρη, στον αντίποδα, το καρτέλ του Κάλι διατηρούσε χαμηλό προφίλ. Επετύγχανε τους αντικειμενικούς του στόχους με μεθοδικότητα ελαχιστοποιώντας τα «ίχνη αίματος» που άφηνε πίσω του (τουλάχιστον σε πολύ μικρότερο βαθμό από ότι οι ανταγωνιστές του).

Καθοριστικό ρόλο στην εύρυθμη για περιόδους λειτουργία του δεν έπαιξε μόνο το χαμηλό προφίλ που κρατούσε. Σε αντίθεση με τα άλλα καρτέλ δεν λειτουργούσε δομικά με έναν κεντρικό αρχηγό που είχε την απόλυτη εξουσία στα χέρια του όπως παραδείγματος χάριν ο Εσκομπάρ και ο Μικέλ Άνχελ Φέλιξ Γκαγιάρδο ( Γουαδαλαχάρα καρτέλ).

Αντ’ αυτού, λειτουργούσε ως μια ομάδα ανεξάρτητων εγκληματικών οργανώσεων και συμμοριών, με ισχυρούς όμως δεσμούς μεταξύ τους και με σαφή όμως ιεραρχική διάρθρωση αφού έδιναν αναφορά στον αντίστοιχο μάνατζερ κάθε οργάνωσης (celeno).

Όταν οι άλλες εγκληματικές οργανώσεις έβλεπαν εαυτούς ως βαρόνους και μαφιόζους, η ηγεσία του καρτέλ του Κάλι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως επιχειρηματίες. Η στάση τους αυτή καθώς και ο γενικότερος τρόπος με τον οποίον λειτουργούσαν τους έδωσαν το παρατσούκλι «Οι κύριοι του Κάλι» (Los Caballeros de Cali ή Gentlemen of Cali).

Μετά και τον θάνατο του Εσκομπάρ και την διάλυση ουσιαστικά του αντίπαλου καρτέλ, το Κάλι ήταν πλέον ο βασικός παίκτης. Επέκτεινε τους κύκλους «εργασιών» του και στο εμπόριο οπιωδών για το οποίο είχαν φέρει ειδικό χημικό από την Ιαπωνία. Πέραν αυτού ήλεγχαν πλέον το 80 περίπου τοις εκατό του εμπορίου κοκαΐνης προς τις ΗΠΑ και το 90% προς την Ευρώπη και θεωρούνται οι κύριοι υπαίτιοι για την εξάπλωση του ναρκωτικού στην Γηραιά Ήπειρο.

Μεταξύ άλλων, τα παραπάνω αποτέλεσαν την βάση για να έχει το καρτέλ περί το 1996 ετήσια έσοδα ύψους 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων μόνο από το εμπόριο κοκαΐνης και μόνο από την αγορά των ΗΠΑ. Όπως ήταν φυσικό τόσα πολλά χρήματα χρειάζονταν «ξεπλυθούν» έτσι ώστε να μοιάζουν μόνιμα. Αυτό έγινε ακόμα ευκολότερο όταν ο Γκιλμπέρτο Ορεχουέλα ή αλλιώς ο «Σκακιστής» -λόγω της σύνεσης, της ηρεμίας και των τακτικών που χρησιμοποιούσε- κατάφερε να γίνει πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Τράπεζας των Εργαζομένων ! Πέραν τούτου, για το ξέπλυμα των χρημάτων οι «Κύριοι του Κάλι», είχαν στην ιδιοκτησία του και πολλές άλλες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και μια αλυσίδα φαρμακείων καθώς και ένα δίκτυο που αριθμούσε πέραν των 30 ραδιοσταθμών !

Αρκετά εντυπωσιακές αλλά και καθοριστικές για την άνοδο και λειτουργία του καρτέλ, ήταν οι μέθοδοι αντικατασκοπίας που χρησιμοποιούσαν. Εκτός των αναμενόμενων χρηματισμών αστυνομικών, στρατιωτικών και πολιτικών, το καρτέλ με την DEA και την Κολομβιανή κυβέρνηση στο κατώφλι του έπρεπε να πάει το παιχνίδι ένα βήμα παραπέρα. Και αυτό ακριβώς έπραξε. Χρημάτιζε πάνω από 500 οδηγούς ταξί με αποτέλεσμα να είναι πάντα ενήμερο για το ποιος εισέρχεται ή εξέρχεται της πόλης και είχαν προσλάβει έναν πρώην Κολομβιανό στρατιωτικό τον οποίο έθεσαν ειδικά υπεύθυνο για τα θέματα αντικατασκοπείας και ηλεκτρονικής προστασίας.

Το πιο σημαντικό και συνάμα ενδεικτικό του τρόπου λειτουργίας τους, ήταν η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή, μέσω του οποίου το καρτέλ ήταν σε θέσει να παρακολουθεί τις κλήσεις, από αυτές της Αμερικανική Πρεσβεία στην Μπογκοτά μέχρι και αυτές του Υπουργείου Αμύνης της Κολομβίας! Σε μια επιδρομή της η DEA ανακάλυψε το συγκεκριμένο γεγονός, κατέσχεσε τον υπολογιστή αλλά ακόμη και η Εθνική αυτή Υπηρεσία των ΗΠΑ δεν ήταν σε θέση να αποκωδικοποιήσει όλα τα αρχεία, λόγω των υψηλών τεχνικών κωδικοποίησης του. Δεν ήταν τυχαία άλλωστε που ο τότε διευθυντής της Υπηρεσίας, Thomas Constantine δήλωσε ότι το καρτέλ του Κάλι «πιθανών να είναι το μεγαλύτερο συνδικάτο εγκλήματος που έχουμε γνωρίσει ποτέ».

Όπως όμως είναι πολλάκις ιστορικά αποδεδειγμένο, καμιά εγκληματική οργάνωση δεν δρα ανενόχλητη για πάντα. Ειδικά μετά και την πτώση του Εσκομπάρ επήλθε η πλήρης επικέντρωση των προσπαθειών τόσο της DEA όσο και της Κολομβιανής κυβέρνησης, στην αντιμετώπιση του καρτέλ του Κάλι, που ήταν εξάλλου και ο πιο σοβαρός αντίπαλός τους.

Το καλοκαίρι του 1995 ήταν καθοριστικό για το τέλος του καρτέλ, αφού τα περισσότερα μέλη της ηγεσίας του είτε συνελήφθησαν είτε παραδόθηκαν τα ίδια στις αρχές. Ωστόσο πιστεύεται ότι αρκετοί από αυτούς συνέχισαν την εγκληματική τους δράση και εντός των φυλακών. Τα αδέρφια Γκιλμπέρτο και Μιγκέλ Ροντρίγκεζ Ορεχουέλα, το 2006 εκδόθηκαν στις ΗΠΑ όπου δικάστηκαν και παραδέχθηκαν την ενοχή τους ενώ τους κατασχέθηκαν περιουσιακά στοιχεία ύψους 2.1 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το καρτέλ του Κάλι ήταν η εγκληματική εκδοχή του ρητού «Δούλεψε σκληρά και άσε την επιτυχία σου να κάνει τον θόρυβο». Όταν όμως ο θόρυβος είναι εγκληματικής φύσης η μόνη πορεία που μπορείς να έχεις είναι μία.