Το «1984» του Τζορτζ Όργουελ που γέννησε την ορολογία του «Μεγάλου Αδελφού» γράφτηκε το 1948. Ακριβώς 25 χρόνια αργότερα ένας Μεξικάνος ανθρωπολόγος, ονόματι Σαντιάγο Χενοβές, έκανε τη θεωρία πράξη και έγινε ο προπομπός reality εκπομπών τύπου Big Brother.
Για τις ανάγκες ενός κοινωνικού πειράματος έγινε αυτός ο «μεγάλος αδελφός» 10 ανθρώπων, καταγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τη συμπεριφορά τους και τις αντιδράσεις τους για 101 ημέρες, στην απομόνωση ενός καϊκιού στον Ατλαντικό Ωκεανό. Ο Χενοβές ήθελε να μελετήσει τους τρόπους πρόκλησης βίας μεταξύ των ανθρώπων και να καταλάβει τις βαθύτερες αιτίες που οδηγούν σε καυγάδες και τελικά στο μίσος.
Ήθελε επίσης να διαπιστώσει αν η βία σχετίζεται με την επιθυμία. Προσδοκούσε ότι μέσα από το πείραμα αυτό θα κατέληγε στη συγγραφή μιας μελέτης που θα αναδείκνυε τους τρόπους για την εξάλειψη της βίας στον κόσμο.
Για να θέσει σε δράση το σχέδιο του ο Χενοβές έβαλε αγγελία σε διεθνείς εφημερίδες, αναζητώντας εθελοντές. Χρειαζόταν πέντε άνδρες και πέντε γυναίκες κάτω των 35, κατά προτίμηση με ελκυστικά χαρακτηριστικά, που θα ευνοούσαν την καλλιέργεια επιθυμίας συνεύρεσης στην κλειστή ομάδα. Το πλήρωμα που διάλεξε απαρτιζόταν από ανθρώπους διαφορετικών εθνικοτήτων και θρησκειών, με στόχο να δημιουργήσει μια μικρογραφία του κόσμου. Πρόθεσή του ήταν να διαγνώσει αν άνθρωποι με διαφορετικές καταβολές μπορούν να συνεργαστούν και να συμβιώσουν αποδοτικά σε ένα τόσο απομονωμένο περιβάλλον, ή αν οι δύσκολες συνθήκες πάνω στο σκάφος θα δημιουργούσαν αντιπαραθέσεις και θα τους οδηγούσαν σε βίαιες συμπεριφορές.
Ο Χενοβές παρήγγειλε σε έναν Βρετανό κατασκευαστή σκαφών ένα πλεούμενο 12Χ7 μέτρα, το οποίο θα διέσχιζε τον Ατλαντικό, από τα Κανάρια Νησιά μέχρι το Μεξικό. Το σκάφος ονομάστηκε «Acali», ενώ στο εγχείρημα του ο Μεξικάνος ανθρωπολόγος έδωσε την ονομασία «Peace Project». Ο παγκόσμιος κίτρινος Τύπος όπως αναμενόταν το… λάτρεψε.
Κάποιοι από τους συμμετέχοντες ήταν παντρεμένοι και είχαν παιδιά. Ανάμεσα τους και ένας Ελληνοκύπριος ασυρματιστής. Οι άλλοι τέσσερις άνδρες ήταν ένας Γάλλος δύτης, ένας Ιάπωνας φωτογράφος, ένας Ουρουγουανός ανθρωπολόγος κι ένας Ανγκολέζος ιερέας. Τους πλαισίωσαν μια Σουηδέζα καπετάνισσα σκαφών, μια Αμερικανίδα με γνώσεις πλοήγησης, μια Τσεχοσλοβάκα γιατρός, μία Αλγερινή φοιτήτρια και μια Αφροαμερικανή.
Για να προκαλέσει συγκρούσεις, ο ερευνητής ελαχιστοποίησε τις ευκαιρίες για ιδιωτική ζωή. Κοιμόντουσαν όλοι μαζί σε ένα δωμάτιο, ενώ αντί τουαλέτας υπήρχε μία τρύπα σε ένα σημείο του σκάφους, όπου έπρεπε να στέκονται πάνω από τα κύματα γυμνοί και μπροστά σε όλους τους άλλους, ελπίζοντας ότι η θάλασσα θα ξέπλενε τα οπίσθιά τους.
Στο σκάφος δεν υπήρχαν βιβλία, o Χενοβές δεν ήθελε να έχουν πρόσβαση στο διάβασμα τα «πειραματόζωά» του, ούτε ευκαιρίες για απομόνωση. Επίσης έδωσε τις θέσεις εξουσίας σε γυναίκες, θέση καπετάνιου είχε η Σουηδέζα Μαρία Μπγιορνστάμ, ενώ ψηλά στην ιεραρχία ήταν και η γιατρός Εντνα Ρέβες. Οι άνδρες επωμίστηκαν χειρωνακτικές εργασίες, όπως καθάρισμα και μαγείρεμα. Ήθελε να διαπιστώσει αν κάτι τέτοιο θα προξενούσε σταδιακά την αντίδραση των ανδρών και τα κρούσματα βίας σχετικά με το ποιος πρέπει να κάνει κουμάντο.
Τις πρώτες ημέρες τα μέλη του πληρώματος είχαν πολλά να πουν, αφού δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους. Από κάποιο σημείο κι έπειτα όμως άρχισαν να βαριούνται και η καθημερινή τριβή οδηγούσε σε καυγάδες. Η συνεύρευση προέκυψε περίπου φυσιολογικά, ως διέξοδος στη ρουτίνα. Ακόμα και αυτό όμως ήταν εξαιρετικά ζόρικη διαδικασία. Θα έπρεπε να γίνει είτε σε κοινή θέα, είτε όταν είχαν απομείνει μόνο δύο ξύπνιοι στο σκάφος. Για το δεύτερο υπήρχαν ευκαιρίες. Πάντα έμεναν ξύπνιοι δύο επιβάτες, ο ένας για οδηγεί το σκάφος και ο άλλος για να επιτηρεί. Αρκετές φορές οι δύο ξάγρυπνοι κατέληγαν ο ένας πάνω στον άλλο…
Εφοδιασμένος με ερωτηματολόγια και υπολογιστικά φύλλα που συνδύαζαν την αύξηση της επιθετικότητας και της επιθυμίας συνεύρεσης με τα φυσικά φαινόμενα που αντίκριζαν μπροστά τους καταμεσής του ωκεανού, ο Χενοβές ήθελε να συμπεράνει τι πρέπει να κάνει η ανθρωπότητα για να ζήσει πιο ειρηνικά. Το σχέδιο του στέφθηκε από απόλυτη… αποτυχία.
Ο ίδιος ήταν ο πρώτος που άρχισε να εκδηλώνει ακραίες συμπεριφορές. Έγινε απαιτητικός χρησιμοποιώντας προστακτική για να ζητήσει πράγματα και επικριτικός όταν αυτά δεν γινόταν. Δεν ανεχόταν το χουζούρεμα και έριχνε κουβάδες γεμάτους με νερό στα πρόσωπα των μελών του πληρώματος για να τους ξυπνήσει. Έγινε τόσο ανυπόφορος που οι συνεπιβάτες του άρχισαν να εξυφαίνουν σχέδιο δολοφονίας του!
Όπως έχει αναφέρει η μικρότερη του πληρώματος, η 23χρονη Αφροαμερικανή Φε Σέιμουρ για τις ανάγκες της ταινίας «Η Σχεδία», είχαν σκεφτεί να αγγίξουν όλοι το μαχαίρι του φόνου προκειμένου να μην κατηγορηθεί μόνο ένας. Τελικά δεν το τόλμησαν, τους ήταν αδύνατο να σκοτώσουν άνθρωπο. Αντέδρασαν όμως, ζητώντας από τον Χενοβές καλύτερη μεταχείριση. Έκτοτε ο «θύτης» έγινε «θύμα», καταρρέοντας ψυχολογικά. Κλείστηκε στο μοναδικό δωμάτιο που υπήρχε, καταγράφοντας επί ώρες τα συμπεράσματά του. Εκεί, χωμένος κάτω απ’ το κατάστρωμα, αντιλήφθηκε μέσω ραδιοφώνου τι λεγόταν στον έξω κόσμο και τι ανέφερε ο σκανδαλοθηρικός Τύπος για το «πείραμά ενός παράφρονα». Ακούγοντας επιπλέον ότι το Πανεπιστήμιό του ήθελε να τον απομακρύνει εξαιτίας του πειράματος, έπεσε σταδιακά σε κατάθλιψη.
Όταν ύστερα από 101 ημέρες το σκάφος έφτασε στο Μεξικό, ο Χενοβές ήταν βυθισμένος στην υπαρξιακή κρίση του. Χρειάστηκε για μία εβδομάδα ψυχιατρική και ιατρική παρακολούθηση και περίπου δύο χρόνια για να δημοσιεύσει ένα βιβλίο με την εμπειρία και τα συμπεράσματά του. «Για πρώτη φορά στη ζωή μου μετά την παιδική ηλικία, έβαλα τα κλάματα. Ο μόνος που έδειξε σημάδια επιθετικότητας ήμουν τελικά εγώ, προσπαθώντας να ελέγξω τους πάντες, ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό», έγραψε, συνειδητοποιώντας ότι το πείραμα που είχε σχεδιαστεί μετατράπηκε σε ένα δικό του «ψυχογράφημα», φανερώνοντας το σκοτάδι που είχε μέσα του.
Το 2018 ο Σουηδός σκηνοθέτης Μάρκους Λίντεν γύρισε την ταινία – ντοκιμαντέρ «Η σχεδία», αναβιώνοντας εκείνες τις 101 ημέρες του πιο περίεργου ομαδικού πειράματος. Δεν επρόκειτο για αναπαράσταση, αλλά για ένα ταξίδι με τη συμμετοχή των επιζώντων μελών του πληρώματος του «Acali», που περιέγραψαν τις εμπειρίες τους, 45 χρόνια μετά. Ο Σαντιάγο Χενοβές είχε πεθάνει το 2013 σε ηλικία 89 ετών, ενώ και οι τέσσερις από τους πέντε άνδρες του πληρώματος δεν κατέστη εφικτό να εντοπισθούν. Το ντοκιμαντέρ γυρίστηκε με έναν άνδρα και τις πέντε γυναίκες και βραβεύτηκε ως καλύτερο τέτοιο του 2018 στο φεστιβάλ της Κοπεγχάγης.
Όπως ο Χενοβές, που έμαθε πολλά για τον εαυτό του κατά τη διάρκεια του πειράματος («τελικά βρήκα έναν νέο άνθρωπο απαλλαγμένο από μοιρολογικές φιλοδοξίες και επιθετικές, σαδιστικές παρορμήσεις», είχε γράψει), το ίδιο συνέβη και στον Λίντεν, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. «Ο Χενοβές ήταν τελικά ένας μετρ της χειραγώγησης, ένας control freak, ένας δικτάτορας. Ήταν επώδυνο όταν συνειδητοποίησα ότι ήμουν σαν αυτόν περισσότερο απ’ όσο ήθελα να παραδεχτώ…»
Το πείραμα ουσιαστικά είχε αποδείξει ότι σε μια ομάδα ανθρώπων πάντα θα υπάρχει ο ένας που θα υποκύψει στα εξουσιαστικά χαρακτηριστικά του «Μεγάλου Αδελφού», προσπαθώντας να χειραγωγήσει τους υπόλοιπους. Ακόμα και όταν αυτός είναι υποτίθεται ο τελευταίος που θα ήθελε να συμβεί κάτι τέτοιο.