Γράφει ο Μάριος Αγγελέτος
«Είναι το κάλεσμα μας απέναντι στην απανθρωπιά εναντίον των ανθρώπων», ήταν τα λόγια της Ντολόρες Ο’ Ρίορνταν. Το «Zombie» των Cranberries κατάφερε να γίνει ένας ύμνος απέναντι στην βιαιότητα και τον πόλεμο.
Η ομορφιά της Ιρλανδίας είναι απέραντη, από τους τρομακτικούς μα παράλληλα καθηλωτικούς γκρεμούς του Μοέρ, μέχρι και τα μαγευτικά νησιά Άραν. Όμως η ιστορία αυτού του νησιού είναι πιο σκοτεινή, ιστορία που γράφτηκε όχι με μελάνι, αλλά με αίμα.
Όλα ξεκίνησαν στην «Πασχαλινή Εξέγερση» στις 24 Απριλίου του 1916, όταν κάποιοι επαναστάτες αποφάσισαν πως ήθελαν να λήξουν την βρετανική κυριαρχία στο νησί. Ένας αγώνας που για κάποιους ποτέ δεν τελείωσε ακόμα και σήμερα, όχι μέχρι να υπάρξει μόνο μία Ιρλανδία, μία ενωμένη Ιρλανδία.
Οι «Ταραχές» αποτελούν με διαφορά την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία αυτού του τόπου. Σχεδόν 30 χρόνια πολέμου, πάνω από 10.000 βομβιστικές επιθέσεις σε Ιρλανδία, Βόρεια Ιρλανδία και Μεγάλη Βρετανία. Ένας πόλεμος πολιτικός, αλλά βαθιά θρησκευτικός. Από την μία ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA) και τα παρακλάδια του, Καθολικοί Ρεπουμπλικανοί που ήθελαν μία ενωμένη Ιρλανδία. Στην αντίπερα όχθη ο βρετανικός στρατός και η αστυνομία της Βορείου Ιρλανδίας και παραστρατιωτικές οργανώσεις όπως η UVF, Προτεστάντες και πιστοί σε μία Ιρλανδία ενωμένη με την Μεγάλη Βρετανία.
Ο απολογισμός πάνω από 3.500 θάνατοι, πάνω από τους μισούς αθώων ανθρώπων. Όλα όμως οδηγούν σε δύο ημερομηνίες και μία τοποθεσία. 26 Φεβρουαρίου και 20 Μαρτίου του 1996, Γουόρινγκτον στην Αγγλία.
Δύο εκρήξεις με τον Προσωρινό Ιρλανδικό Δημοκρατικό Στρατό να παίρνει την ευθύνη, 56 τραυματίες και δύο νεκροί, δύο παιδιά. Το ένα ο Τζόναθαν Μπολ, μόλις τριών ετών, και το άλλο ο Τιμ Πάρι, δώδεκα ετών. Όλα αυτά για να στείλουν ένα μήνυμα, πως μόνο με αίμα θα εκπληρωθεί το όνειρο κάποιων.
Η Ο’ Ρίορνταν όμως δεν άντεξε, είχε δηλώσει αρχικά πως δεν ήθελε να ασχοληθεί με κάτι τόσο ευαίσθητο. «Θυμάμαι που είδα μία από τις μητέρες στην τηλεόραση, ένιωσα άσχημα για εκείνη.Να τον έχει μέσα της για εννέα μήνες, μέσα από πόνους και ζαλάδες, για να έρθει ένας ηλίθιος, κάποιος βλάκας που ήθελε να δείξει κάτι και έκανε αυτό».
Ο θυμός και η θλίψη της αποτυπώθηκαν σε ένα χαρτί στο διαμέρισμα της στο Λίμερικ. Ήθελε κάτι παραπάνω, όχι άλλο «Σε αγαπώ, με αγαπάς» είδος μουσικής, όπως είχε τονίσει η ίδια. «Μήπως να χτυπάς με περισσότερη δύναμη τα ντραμς;», είπε στον Φέργκαλ Λόλερ, ντράμερ του συγκροτήματος. «Εάν ήταν απαλό δεν θα είχε αυτό τον αντίκτυπο», δήλωσε μετά από σχεδόν 20 χρόνια ο κιθαρίστας του συγκροτήματος, Νόελ Χόγκαν.
Έτσι γεννήθηκε ένας οργισμένος ύμνος, ένα τραγούδι-διαμαρτυρία στα όσα είχε βιώσει το νησί τους όλα αυτά τα χρόνια. Εμπνευσμένο και αφιερωμένο στην μνήμη του Τζόναθαν και του Τιμ. «A child is slowly taken», λέει ο στοίχος, απαθανατίζοντας τις τελευταίες στιγμές του 3χρονου Τζόναθαν.
«Δεν με νοιάζει αν είναι Προτεστάντες ή Καθολικοί, με ενδιαφέρει που πληγώνονται αθώοι άνθρωποι, αυτό με οδήγησε στο να το γράψω», είχε δηλώσει. Πολλοί την κατηγόρησαν για την αφέλεια της, για το γεγονός ότι μιλούσε για έναν αγώνα που δεν κατανοούσε.
«It’s not me, it’s not my family», ήταν ο τρόπος να μεταφέρει τις σκέψεις της. «Δεν είμαι ο IRA, ούτε η οικογένεια μου είναι, ούτε οι Cranberries είναι, ούτε η Ιρλανδία».
Όμως δεν ήταν μόνο οι στίχοι που έδωσαν το μήνυμα της Ο’ Ρίορνταν, αλλά το βίντεο κλιπ-μαχαιριά στην πραγματικότητα της χώρας. Πραγματικές εικόνες από εμπόλεμες περιοχές του Μπέλφαστ, αληθινά πλάνα με μικρά παιδιά να πηδάνε από ταράτσες και να «παίζουν» πόλεμο. Πώς μπορείς να παίζεις με κάτι τόσο «σκοτεινό»;
Παντού τοιχογραφίες του IRA, του UVF, του UDA και του Μπόμπι Σαντς. Η εικόνα της Ο’ Ρίορνταν βαμμένη με χρυσή μπογιά, ενώ μικρά παιδιά βρίσκονται γύρω της με ασημένια μπογιά, ουρλιάζοντας και να μοιράζονται τον πόνο με εκείνη.
«Ένας στρατιώτης έστρεψε το όπλο του προς τα εμένα. Βρισκόμουν σε μέρη που δεν θα έπρεπε να είμαι, ήθελα όμως να καταλάβω την ιρλανδική πραγματικότητα», αποκάλυψε το 2017 ο σκηνοθέτης του βίντεο, Σάμουελ Μπάιερ. Ένα βίντεο κλιπ που ξεχειλίζει διαμαρτυρία, λύπη και σε παρασέρνει. Σου προκαλεί διάφορα συναισθήματα, διάφορες σκέψεις. Ένα μεγάλο «γιατί» είναι το μόνο που σου έρχεται στο μυαλό.
Εικόνες υπερβολικά «ευαίσθητες» για το BBC, το οποίο αρνήθηκε να δημοσιεύσει το βίντεο κλιπ, αντ’ αυτού δημιουργώντας ένα δικό του, «αποστειρωμένο» και μακριά από την πραγματικότητα. «Είπαμε πως ήταν άθλιο, όμως ξέραμε ότι δίναμε μία χαμένη μάχη», είχε παραδεχτεί η τραγουδίστρια. Όμως ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό για να περιορίσει το μήνυμα του συγκροτήματος, την κραυγή για δικαιοσύνη. Αντήχησε σε εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο.
Ακόμα και 26 χρόνια μετά ο κόσμος ακόμα ακούει τις κραυγές της, το μήνυμα της. Η ιστορία γράφτηκε στις 18 Απριλίου του 2020, όταν το τραγούδι «έσπασε» το φράγμα τoυ ενός δισεκατομμυρίου προβολών στο YouTube. Έγινε το πρώτο συγκρότημα στην ιστορία με γυναίκα τραγουδίστρια το οποίο κατορθώνει κάτι τέτοιο, ωστόσο δεν ήταν αυτό που θα ένοιαζε την ίδια, ακόμα και αν δεν ήταν εδώ για να το ζήσει.
Εκείνη «έφυγε» στις 15 Ιανουαρίου του 2018, πνίγηκε στην μπανιέρα της εξαιτίας υπερβολικής κατανάλωσης αλκοόλ. Όλα αυτά την μέρα που η οργή της θα «επέστρεφε», την μέρα που δίπλα στους Bad Wolves το «Zombie» θα ζωντάνευε ξανά.
Τίποτα όμως δεν είχε αλλάξει, το μήνυμα είχε διαδοθεί. Το «Zombie» θα ζει για πάντα, μέσα από το ξέσπασμα και τα συναισθήματα της ίδιας.