Μπορεί να άργησε λόγω κορωνοϊού αλλά έφτασε για μια ακόμα χρονιά η εποχή που ολόκληρη η Ελλάδα κινείται στους ρυθμούς των πανελλαδικών εξετάσεων.
Όπως και να το κάνουμε, στοιβάζονται μπόλικοι μύθοι, αλήθειες, ψέματα και απόψεις γύρω από τον συγκεκριμένο θεσμό και κάθε χρόνο, μαζί με το δυσθεώρητο άγχος των περισσότερων παιδιών, επανέρχονται οι συζητήσεις για την χρησιμότητά του.
Εκτός από αυτές τις παραδοσιακές συζητήσεις, που στο επίκεντρό τους έχουν κατά βάση το δίλημμα αναφορικά με το αν οι πανελλαδικές είναι μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στην προσωπική ζωή ενός παιδιού ή μια υπερτιμημένη στιγμή, ένα άλλο ζήτημα που έχει να κάνει με αυτές είναι η μυστικοπάθεια που τις ορίζει: τα θέματα αντιμετωπίζονται -απόλυτα λογικά- ως επτασφράγιστο μυστικό και κάθε χρόνο ακούγεται το σενάριο πως κάποια φροντιστήρια τα έχουν πληροφορηθεί με μυστικούς όρους…
Το συγκεκριμένο σενάριο βέβαια, αντιμετωπίζεται συνήθως ως απλά αυτό που λέει η λέξη: σενάριο. Με εξαίρεση μια φορά που αποδείχθηκε πραγματικότητα και λίγο έλειψε να καταρρίψει ολόκληρο το οικοδόμημα των πανελλαδικών εξετάσεων. Ένα σκάνδαλο που όσα χρόνια και αν περάσουν θα εξακολουθεί να λερώνει τον θεσμό, ακριβώς επειδή τρυπήθηκε εκ των έσω.
Η υπόθεση έμεινε γνωστή ως το «σκάνδαλο Ράμμος» και έλαβε χώρα το 1979. Είχε να κάνει με την αποκάλυψη πως ορισμένα φροντιστήρια είχαν αγοράσει έναντι εξαιρετικά υψηλών αμοιβών τα θέματα των εξετάσεων και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ακυρωθούν οι εξετάσεις στη Θεσσαλονίκη, όπου και έγινε γνωστό πως είχε συμβεί η σκανδαλώδης αγοραπωλησία.
Στο ρεπορτάζ εκείνης της εποχής, η εφημερίδα «Μακεδονία» αναφέρει χαρακτηριστικά πως για το θέμα «επενέβη ο εισαγγελέας, διεξάγονται ανακρίσεις, ασκήθηκε τη νύχτα ποινική δίωξη εναντίον οκτώ ατόμων και το υπουργείο παιδείας, μετά από σύσκεψη υπό την προεδρία του πρωθυπουργού ακύρωσε τις χθεσινές εξετάσεις στα μαθήματα Αρχαίων Ελληνικών και Μαθηματικών και διέκοψε για δύο μέρες τις εξετάσεις που θα συνεχιστούν το Σάββατο, την Κυριακή και τη Δευτέρα με άλλο πρόγραμμα και με νέο τρόπο μεταβίβασης των θεμάτων».
Κεντρικό πρόσωπο του σκανδάλου ήταν ο τότε γενικός διευθυντής του υπουργείου Παιδείας, Γ. Ράμμος. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τα τεχνολογικά μέσα που υπάρχουν σήμερα, τα θέματα των εξετάσεων γραφόντουσαν περίπου δύο μέρες πριν την ημέρα της εξέτασης, μεταφερόντουσαν στα σχολεία με περιπολικά και φυλαγόντουσαν σε χρηματοκιβώτια.
Ο Ράμμος λοιπόν για να φέρει εις πέρας το πανούργο σχέδιο του, χωρίς να τον καταλάβει κανείς χρησιμοποίησε ένα κόλπο που θα ζήλευε και ο Μαγκάιβερ.
Κατά την καταγραφή των θεμάτων λοιπόν, πίεζε τόσο έντονα το στυλό του με αποτέλεσμα τα θέματα να χαράσσονται σε μια λευκή κόλλα, που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το επίσημο χαρτί.
Στη συνέχεια, προκειμένου να μην συνδεθεί με την απάτη, έδωσε τα θέματα σε δύο άγνωστα πρόσωπα και αυτά με τη σειρά τους επικοινώνησαν με φροντιστήρια και έναντι βαρβάτης αμοιβής τους τα πούλησαν. Στη συνέχεια, τα φροντιστήρια τα έδωσαν στους μαθητές τους, οι οποίοι ασφαλώς θα είχαν μεγάλο προβάδισμα έναντι των συμμαθητών τους. Το αδιάβλητο των πανελλαδικών είχε τρωθεί και επίσημα…
Όλοι οι εμπλεκόμενοι πίστευαν ότι είχαν καταστρώσει το τέλειο σχέδιο το οποίο δεν θα έπαιρνε χαμπάρι κανείς. Φευ! Όπως αποδείχτηκε τελικά, λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Τι συνέβη;
Ενώ τα πάντα είχαν κυλήσει θετικά, η απάτη «καρφώθηκε» εξαιτίας της αφέλειας των μαθητών: ξεκίνησαν να λένε από εδώ και από εκεί πως τα φροντιστήρια «έπιασαν τα θέματα» και πώς είχαν τις απαντήσεις σε όλα, με αποτέλεσμα το θέμα να γίνει talk of the town και να φτάσει και στα αυτιά των αρχών.
Όταν αποδείχτηκε ότι πίσω απ’ τον καπνό υπήρχε και φωτιά (η οποία μάλιστα μπήκε από τα…μεγάλα κεφάλια) ήρθε η ώρα των δύσκολων αποφάσεων.
Η εξέταση στα μαθηματικά επαναλήφθηκε και ο διευθυντής του υπουργείου διώχθηκε ποινικά. Από εκείνο το καλοκαίρι και έπειτα ωστόσο άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση αναφορικά με τον ρόλο των φροντιστηρίων και το κατά πόσο είναι σε θέση να επηρεάσουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο την εξέλιξη των εξετάσεων. Το βέβαιο είναι πως ποτέ ξανά δεν υπήρξε τόσο μεγάλο σκάνδαλο. Ίσως το υπουργείο να πήρε πολύ αυστηρά μέτρα μετά το συγκεκριμένο γεγονός. Ίσως απλά να μην μαθεύτηκε ποτέ ξανά κάτι αντίστοιχο…