Αν υπάρχει μια δεκαετία κατά την εξέλιξη της οποίας θα έλεγε κανείς με σιγουριά πως ελαχιστοποιήθηκαν τα εμφυλιοπολεμικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας, αυτή είναι σίγουρα εκείνη του ’90. Η αμέσως προηγούμενη δεκαετία άλλωστε, υπήρξε η περίοδος της μεγάλης εθνικής συμφιλίωσης, συνεπώς άλλου τύπου διακυβεύματα ξεπρόβαλαν στην πολιτική σκηνή των 90s.
Είναι χαρακτηριστικό πως στις αρχές εκείνης της δεκαετίας δεν υπήρξε πολιτική τάση που να μην προσαρμόστηκε με το κλίμα συσπείρωσης αναφορικά με το όνομα της Μακεδονίας: τα τεράστια συλλαλητήρια του 1992 ευνοήθηκαν από κάθε κόμμα της πολιτικής βεντάλιας με εξαίρεση το ΚΚΕ, που ξεκάθαρα στάθηκε απέναντί τους και τα κατήγγειλε ως εθνικιστικά σχεδόν αμέσως.
Υπό μια έννοια λοιπόν δεν είναι να απορεί κανείς που στην καρδιά της δεκαετίας του ’90, η αίσθηση πως το εμφυλιοπολεμικό κλίμα του παρελθόντος έχει πια στερέψει, αναιρέθηκε σε μια πολιτική εκδήλωση του ΚΚΕ. Ήταν η μέρα που μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον στελεχών του ΚΚΕ έβγαλε από το σεντούκι των συλλογικών αναμνήσεων, μνήμες που είχαν να κάνουν με τις εποχές που οι κομμουνιστές και οι δεξιοί δεν ήταν απλά πολιτικοί αντίπαλοι αλλά εχθροί με πολεμικούς όρους.
Το ημερολόγιο έγραφε 3 Ιουνίου 1994 και οι ευρωεκλογές απείχαν εννιά μέρες. Η προεκλογική περίοδος βρισκόταν στα ντουζένια της και στη Θεσσαλονίκη, το ΚΚΕ οργάνωνε τη δική του συγκέντρωση με πολιτικές ομιλίες, χαιρετισμούς, εξαγγελίες και γενικά, όλα όσα συνηθίζονται σε αυτές τις περιστάσεις. Ο 79χρονος Βασίλης Ευφραιμίδης, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ και υποψήφιος ευρωβουλευτής με το κόμμα στις επερχόμενες εκλογές, βρισκόταν στο έδρανο και μόλις είχε τελειώσει την ομιλία του όταν έγινε κάτι που κανείς δεν περίμενε.
Ένας άντρας με γκροτέσκο παρουσιαστικό -μουστάκι, καπέλο, φουλάρι, μπότες με σπιρούνια- ξεπροβάλει από το πλήθος και κρατώντας ένα μπουκέτο με λουλούδια ανεβαίνει στη σκηνή. Πλησιάζει τον Ευφραιμίδη με υποτιθέμενο σκοπό να του εκφράσει τον θαυμασμό του και να του δώσει τα λουλούδια αλλά μόλις τον πλησιάζει αρκετά, ένα μαχαίρι φανερώνεται στα χέρια του. Ο μυστήριος άντρας μαχαιρώνει το στέλεχος του ΚΚΕ δυο φορές στα πόδια, άλλοι ομιλητές που βρίσκονται στη σκηνή ορμάνε για να τον αφοπλίσουν αλλά εκείνος καταφέρνει και προκαλεί τραύματα σε πολλούς από αυτούς.
Εν τέλει, η περιφρούρηση καταφέρνει και ακινητοποιεί τον άντρα και του αποσπά το μαχαίρι. «Άτιμοι κομμουνιστές θα πεθάνετε», φωνάζει εκείνος σχεδόν από την αρχή μέχρι το τέλος της παραληρηματικής του δράσης. Όταν τελικά συλλαμβάνεται, θα γίνει γνωστό το ποιος είναι.
Ονομάζεται Μανώλης Θεοδωράκης και ήταν 54 χρονών. Υψηλής οικονομικής επιφάνειας αλλά με έντονα ψυχολογικά προβλήματα και ιδιότροπο χαρακτήρα, ο Θεοδωράκης ήταν από πολύ παλιά εθνικόφρονας και φανατικός αντικομμουνιστής. Ζούσε από το 1960 μέχρι το 1990 στο Βερολίνο και η επιστροφή του στην Ελλάδα συνέπεσε με το μακεδονικό ζήτημα. Η στάση του ΚΚΕ στο εν λόγω θέμα εξόργισε τόσο πολύ τον Θεοδωράκη που σταδιακά θέριεψε στο μυαλό του η ιδέα να σκοτώσει κομμουνιστές.
«Ήθελα απλώς να δώσω ηρωικό τέλος στη ζωή μου. Πίστευα πως μετά απ’ αυτό θα με σκότωναν. Ή αυτό θα ’κανα ή μια ληστεία», λέει ο ίδιος στα ΜΜΕ λίγο πριν τη δίκη του μέσω της οποίας καταδικάστηκε σε 15 χρόνια φυλακή. Ο Βασίλης Ευφραιμίδης επεδίωξε να έχει ένα τετ-α-τετ μαζί του στη φυλακή αλλά κάτι τέτοιο του απαγορεύτηκε.
«Σκεφτείτε τι αποσταθεροποιητική κατάσταση θα δημιουργούνταν αν δεν εμποδίζαμε τον δράστη από το να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, να σκοτώσει κάποιον από μας. Τι θα συνέβαινε σε εκείνη την περίοδο όπου και τα εθνικιστικά πάθη ήταν σε έξαρση. Η επίθεση εναντίον μας είχε ευρύτερο στόχο να πλήξει την ομαλότητα και να αποσταθεροποιήσει την πολιτική κατάσταση», θα αναρωτηθεί ο Ευφραιμίδης λίγα χρόνια αργότερα και ενώ εκλέχθηκε εκ νέου ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ.
Ήταν δίχως αμφιβολία μια εμφυλιοπολεμική παρένθεση σε μια δεκαετία που όλα αυτά έμοιαζαν ξεπερασμένα. Και η απόδειξη πως ορισμένα ζητήματα δεν κλείνουν ποτέ…