Οι σχέσεις του Μιχάλη Πρέκα με την αστυνομία δεν ήταν ποτέ καλές, από την περίοδο που ως νεαρός συνήθιζε να παίζει «κυνηγητό» με τους άνδρες των Αρχών οδηγώντας οχήματα που νωρίτερα είχε κλέψει. Την 1η Οκτωβρίου του 1987, όμως, αυτή η «κόντρα» έφτασε στην τραγική κορύφωσή της στην περιοχή της Καλογρέζας.
Εκεί είχε εγκλωβιστεί ο Πρέκας (γνωστός στο Μπραχάμι με το ψευδώνυμο, «Καπρόλας») μαζί με δύο συντρόφους του, βρίσκοντας καταφύγιο στην ταράτσα μιας πολυκατοικίας, μετά από καταδίωξη της ΕΛ.ΑΣ. Από εκεί μπόρεσαν να εισέλθουν μέσα σε διαμέρισμα όπου χρησιμοποίησαν ως ασπίδα τα μέλη της κρατώντας τα ομήρους, την ίδια ώρα που ολόκληρη η περιοχή είχε αποκλειστεί από οπλισμένους άνδρες που ζητούσαν την παράδοσή του.
Σύμφωνα με μία μαρτυρία, η απάντηση του Μιχάλη Πρέκα ήταν: «Ή θα με σκοτώσετε ή θα σας σκοτώσω. Μέση λύση δεν υπάρχει»… Άλλοι, πάλι, υποστηρίζουν ότι αυτή η ατάκα δεν ειπώθηκε ποτέ και ότι –αντίθετα- υπήρξε μια αρχική θετική διάθεση για συνεννόηση, πριν –τελικά- μιλήσουν τα όπλα.
Για τις Αρχές ο Πρέκας δεν είχε στάτους απλού παράνομου του κοινού ποινικού κώδικα, αλλά θεωρείτο δεδομένο ότι διατηρούσε από χρόνια σχέσεις τόσο με τον αντιεξουσιαστικό χώρο όσο και με την τρομοκρατία, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα ώστε να λογίζεται ως ο αρχηγός της οργάνωσης «Αντικρατική Πάλη» (αυτή ήταν η εκδοχή των αρχών).
Έτσι, υπήρχαν ανοιχτοί λογαριασμοί από το παρελθόν, πράγμα που οδήγησε τον νεαρό από τον Άγιο Δημήτριο Αττικής στην απόφαση να δοκιμάσει να κλέψει τον ασύρματο από ένα περιπολικό προκειμένου να μαθαίνει τις κινήσεις της αστυνομίας και να αποφεύγει την σύλληψη. Ακολούθησε καταδίωξη μέχρι την περιοχή της Καλογρέζας όπου χάθηκαν τα ίχνη του μέχρι την στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο του αξιωματικού υπηρεσίας της Άμεσης Δράσης.
Σύμφωνα με την αγνώστων στοιχείων φωνή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, στη διασταύρωση των οδών Περάτων και Εθνικής Αντιστάσεως στην περιοχή της Καλογρέζας υπήρχαν τρία ύποπτα άτομα μέσα σε σταθμευμένο αυτοκίνητο. Όπως αποδείχθηκε αργότερα το αμάξι είχε κλαπεί από το Χαλάνδρι και –μάλιστα- ήταν το υπηρεσιακό όχημα του τότε Περιφερειάρχη Αττικής, το οποίο είχε αφήσει ο αστυφύλακας – οδηγός του κρατικού λειτουργού.
Άνδρες της αστυνομίας μετέβησαν άμεσα στο σημείο για να επαληθεύσουν το περιεχόμενο της συνομιλίας και εκεί διαπίστωσαν πως υπήρχαν άλλοι δύο ύποπτοι που κάθονταν σε παγκάκι και στην θέα των ένστολων τράπηκαν σε φυγή. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών, ενώ την ίδια ώρα ο Μιχάλης Πρέκας και ακόμη δύο σύντροφοί του εγκλωβίστηκαν στην μοιραία πολυκατοικία.
Ο ένας εκ των τριών νεαρών συνελήφθη, ενώ τόσο ο Πρέκας όσο και ο έτερος σύντροφός του, βρήκαν καταφύγιο μέσα σε διαμέρισμα όπου διέμενε μια οικογένεια.
Πλέον οι στιγμές ήταν κρίσιμες και η κατάσταση είχε γίνει πολύ πιο περίπλοκη καθώς είχε εξελιχθεί σε υπόθεση (και) ομηρείας. Οι δύο άνδρες ήταν οπλισμένοι και –όπως αναφέρει η εκδοχή της αστυνομίας- δεν έδειξαν καμία διάθεση να παραδοθούν. Πάνοπλοι αστυνομικοί απέκλεισαν την περιοχή και προετοιμάστηκαν για το χειρότερο, την ώρα που ξεκινούσαν διαπραγματεύσεις για να λήξει αναίμακτα το περιστατικό, το οποίο είχε κάνει τους υπόλοιπους ένοικους να τρέμουν για την τύχη τους.
Ο τότε υποδιοικητής της Ασφάλειας Αττικής ήταν εκείνος που είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Μιχάλη Πρέκα και επομένως ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια σχετικά με τις προθέσεις του, με κάποιους να κάνουν λόγο για μετριοπαθή στάση και διάθεση συζήτησης των όρων και άλλους να επιμένουν ότι ήταν αδιάλλακτος και αποφασισμένος για όλα.
Ώρες αργότερα η αστυνομία επιχείρησε να εισβάλει στο σπίτι (χρησιμοποιώντας αντικλείδι), όμως η παρουσία έγινε αντιληπτή, με αποτέλεσμα ο Πρέκας να πυροβολήσει και να τραυματίσει ελαφρά έναν άνδρα της ασφάλειας. Ο ένας νεαρός βλέποντας αυτή την εξέλιξη, βγήκε στο μπαλκόνι και παραδόθηκε. Πλέον ο Μιχάλης από το Μπραχάμι είχε μείνει μόνος…
Όπως έγινε γνωστό αργότερα, μίλησε με τον άντρα του σπιτιού, ζητώντας του να βγει έξω και να φέρει κοντά το αμάξι του. Εκείνος δέχτηκε, αλλά με την προϋπόθεση ότι ο Πρέκας θα απελευθέρωσε να υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Προσπαθώντας να βοηθήσει την αστυνομία, άφησε επίτηδες τον συναγερμό να χτυπά ώστε να γίνει αντιληπτό το σχέδιο. Τότε ήταν που ο Πρέκας αντιλήφθηκε ότι όλα είχαν τελειώσει και ότι πλέον δεν υπήρχε καμία έξοδος διαφυγής. Βγήκε στη βεράντα κρατώντας δύο πιστόλια. Κανείς δεν είναι σε θέση μέχρι και σήμερα να πει ποιες ήταν οι πραγματικές προθέσεις του. Η ιστορία –πάντως- έγραψε ότι ακολούθησε μπαράζ πυροβολισμών εκατέρωθεν, με τον Πρέκα να δέχεται τελικά έξι σφαίρες. Η νεκροτομή έδειξε ότι τα πέντε τραύματα ήταν διαμπερή, κυρίως σε μηρούς και χέρια, αλλά το έκτο ήταν εκείνο που είχε προκαλέσει τον θάνατο. Η μοιραία σφαίρα του τρύπησε στο δεξιό πνεύμονα, το συκώτι, το στομάχι και το δεξί νεφρό. Στο νοσοκομείο απλά διαπιστώθηκε ο θάνατός του…
Το επόμενο διάστημα η αστυνομική επιχείρηση καταγγέλθηκε τόσο από τον χώρο των αντιεξουσιαστών, όσο και από την ίδια την 17 Νοέμβρη που έκανε σημαντική αναφορά σε προκήρυξή της, ενώ ακολούθησαν και συλλήψεις. Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και η σύντροφος του Πρέκα, η οποία τελικά αθωώθηκε, ενώ στη συνέχεια κινήθηκε δικαστικά εναντίον του αστυνομικού από το όπλο του οποίου έγινε το μοιραίο χτύπημα. Στην μήνυσή της τόνισε ότι δεν επρόκειτο για νόμιμη άμυνα, αφού βρισκόταν καλυμμένος και μακριά από τον δράστη. Ωστόσο οι δικαστικές Αρχές είχαν αντίθετη άποψη και η υπόθεση μπήκε οριστικά στο αρχείο, χωρίς κανείς να φέρει οποιαδήποτε ποινική ευθύνη για την πρωτοφανή ανταλλαγή πυρών που μνημονεύεται εδώ και 34 χρόνια ως η «μάχη της Καλογρέζας».