Θανάσης Τριαρίδης, 45 ετών. Αθάνατος!

Θα μπορούσε εύκολα να αποτελεί έμπνευση για τον ήρωα ενός κόμιξ...

Υπάρχει μια θεωρία αναφορικά με την υπερηρωική μυθολογία και όλους εκείνους τους φοβερούς και τρομερούς σούπερ ήρωες τύπου Σούπερμαν και Σπάιντερμαν που βλέπουμε στα κόμιξ και τις ταινίες: πρόκειται για διογκωμένες εκδοχές αληθινών ανθρώπων, για μυθολογικές -για την ακρίβεια- αποτυπώσεις καθημερινών τύπων. Κάποιος, κάπου, κάποτε θαύμασε τα κατορθώματά τους, από στόμα σε στόμα μεταφέρθηκαν οι πράξεις τους και εν τέλει οι υπερβολικοί εαυτοί τους έγιναν ιστορίες της ποπ κουλτούρας.

Αν κάποτε δούμε σε κάποιο κόμιξ ή σε κάποια ταινία το concept ενός υπερήρωα που ταυτόχρονα είναι και γιατρός, που έχει την υπερφυσική ιδιότητα να μην κουράζεται ποτέ και να θεραπεύει μαζικά τους ανθρώπους και στον ελεύθερο χρόνο του πολεμάει το Κακό αλλάζοντας την ταυτότητά του (ή τέλος πάντων κάτι αντίστοιχο), δεν αποκλείεται να έχουμε να κάνουμε με μια προσαρμογή ενός Έλληνα γιατρού, που λίγο έλειψε κάποτε να θεωρηθεί ένας αληθινός αστικός μύθος, ένας άνθρωπος που έμοιαζε να συγκεντρώνει στη δραστηριότητά του όλα τα τυπικά γνωρίσματα ενός υπερήρωα.

Ακόμα και η ατάκα που φέρεται να είπε κάποια στιγμή σε μια ξαδέρφη του μοιάζει τυπική ατάκα που θα έλεγε ένας υπερήρωας: «Φοβάσαι; Δεν είναι κακό να φοβάσαι. Αλλά μην σταματήσεις ούτε στιγμή να βάζεις κόντρα…», ήταν τα λόγια του και εύκολα θα μπορούσε κανείς να τα φανταστεί ως χαρακτηριστική ατάκα μιας χολιγουντιανής ταινίας. Διότι δίχως υπερβολή, η ζωή του Θανάση Τριαρίδη θα μπορούσε να είναι -αν όχι το πρωτογενές υλικό μιας υπερηρωικής ταινίας τότε σίγουρα- το σενάριο μια τέλειας χολιγουντιανής, κοινωνικής ταινίας.

Ο Θανάσης Τριαρίδης ήταν καρκινοπαθής. Ταυτόχρονα, ήταν και γιατρός του Θεαγενείου – η ζωή του έμοιαζε κυριολεκτικά με διπλή ζωή. Κάθε πρωί ακολουθούσε βαριές χημειοθεραπείες, στη συνέχεια έμπαινε στα χειρουργεία και χειρουργούσε τους ασθενείς του, αμέσως μετά κατευθυνόταν στα εξωτερικά ιατρεία και εξέταζε εκατοντάδες αρρώστους που τον περίμεναν. Κυριολεκτικά τον περίμεναν: οι ασθενείς δεν ήθελαν έναν οποιοδήποτε γιατρό, ήθελαν ειδικά εκείνον.

Ο Τριαρίδης υπήρξε ένα αληθινό φαινόμενο: στην προσπάθειά του να μην αφήσει κανέναν χωρίς εξέταση, έβαζε εθελοντικά εξωτερικά ιατρεία το απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ και παρά το γεγονός ότι λόγω της ασθένειας του, μπορούσε να πάρει ατέλειωτες άδειες, εκείνος όχι απλά δεν το έκανε αλλά αντίθετα, πολλαπλασίαζε τις ώρες της δουλειάς του.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν πως τα περί ασθένειάς του ήταν ψέματα ή υπερβολές. Λογικό: έμοιαζε αδύνατο να υπάρχει άνθρωπος που να αντέχει να βγάζει αυτό το πρόγραμμα μετά από μια χημειοθεραπεία. Η λογική ωστόσο δεν λειτουργούσε στην περίπτωσή του. Ήταν κάποιος που κόντρα σε κάθε αδυναμία του σώματος αντιπαρέβαλε την θέληση του νου, στεκόταν δίπλα σε κάθε ασθενή του με τεράστιο ποσοστό αλληλεγγύης και ανθρωπιάς και δίχως να διανοηθεί ποτέ να ζητήσει οποιοδήποτε αντάλλαγμα ή να εξαργυρώσει την όλη φήμη του με άλλον τρόπο.

Είναι χαρακτηριστικό πως όταν του φέρνανε διάφορα δώρα ευγνωμοσύνης, εκείνος απλά τα μοίραζε γελώντας στις νοσηλεύτριες ή σε άλλους ασθενείς που τα είχαν περισσότερο ανάγκη.

Ο Τριαρίδης άντεξε δέκα χρόνια κόντρα στον καρκίνο. Πέθανε στις 12 Δεκεμβρίου του 2013 σε ηλικία 45 χρονών. Αλλά όπως θα λεγόταν και σε μια υπερηρωική ταινία: οι ιδέες δεν πεθαίνουν ποτέ. Οι φορείς τους ίσως, οι ίδιες οι ιδέες όχι.

Διαβάστε τι έγραψε για εκείνον ο φίλος του Λευτέρης Μαυρίκος:

Το πιο σημαντικό του όμως χαρακτηριστικό ήταν το χιούμορ του, ο αυτοσαρκασμός και η μόνιμη διάθεση να κάνει πλάκα και να δεχτεί την πλάκα. Έχουμε περάσει ατέλειωτες ώρες διάφοροι φίλοι να πειράζουμε ό ένας τον άλλον, με πειράγματα που άλλοι θα τα θεωρούσαν χοντράδες. Ειδικά τα χρόνια της αρρώστιας, είχαμε φτιάξει την «πλάκα φάρμακο». Στις καφετέριες της Τούμπας, γιατί δεν μπορούσε να πάει πιο μακριά, ανάμεσα σε ποτά στην αρχή και σόδες αργότερα, αντιμετωπίζαμε με αστεία την αρρώστια.

Στον πρώτο καρκίνο στους λεμφαδένες του έλεγα ότι έβγαλε γυναικείο καρκίνο στα β…. Στον δεύτερο στον πνεύμονα, του έλεγα «Πόσο απατεώνας είσαι ρε γιατρέ; Πήγες και έβγαλες καρκίνο άλλοθι για τα τσιγάρα». «Επιτέλους» έλεγε αυτός «τώρα θα σταματήσουν να με πρήζουν για το κάπνισμα».

Στον καρκίνο στον εγκέφαλο όταν έκανε τις ακτινοβολίες του έλεγα ότι θα τον παίρνω μαζί μου στο κάμπινγκ για φακό και αυτός έλεγε ότι τώρα θα κάνει το καλύτερο πυροφάνι της καριέρας του σαν ψαράς, επειδή το κεφάλι του θα λαμπυρίζει από την ακτινοβολία. «Άσε που θα γίνεις πανέξυπνος και θα γράψεις και κανέναν βιβλίο σαν τον Θανασάκη» του έλεγα εγώ. «Λές ρε σύ;» μου έλεγε «να γίνω και εγώ συγγραφέας; Θα γίνω φίρμα. Τώρα όταν χτυπάω Θανάσης Τριαρίδης στο google βγάζει δέκα σελίδες για τον μικρό και μία για μένα».

Αυτό συνεχίστηκε μέχρι την ύστατη ώρα. Λίγες μέρες πρίν φύγει, όντας νοσηλευόμενος στο Θεαγένειο, τον είδα σε μια πολύ άβολη και άχαρη στάση και άρχισα τα γνωστά: «Τι στάση είναι αυτή ρε τουμπιώτης άνθρωπος; Θα σε βγάλω φωτογραφία και θα σε εκβιάζω για να κερνάς μπύρες σε όλη σου την ζωή». Χαμογέλασε με εκείνο το χαρακτηριστικό χαμόγελο του τελευταίου καιρού πιο πολύ με τα μάτια και μου είπε «Χε χε σιγά μην πάρεις μπύρες από μένα»!

Ήταν σκληρό και μερικές φορές επώδυνο όλο αυτό το πράγμα αλλά έμαθα ότι πρέπει να βγάζεις την γλώσσα στον φόβο. Δεν πρέπει ούτε στιγμή να δείξεις ότι φοβάσαι γιατί τότε θα σταματήσεις να αγωνίζεσαι. Δεν ξέρω αν φοβόταν (ο μόνος ίσως άνθρωπος που το ξέρει είναι η γυναίκα του η Ναταλία) αλλά δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία εντέλει γιατί ούτε μια στιγμή δεν έδειξε κάτι τέτοιο, ούτε μια στιγμή δεν σταμάτησε να αγωνίζεται Αγωνίστηκε όσο κανένας άλλος. Ίσως να μην υπάρχει άλλος άνθρωπος στα χρονικά που να άντεξε σχεδόν έξι χρόνια συνεχούς χημειοθεραπείας.

Ο Θανάσης, ο Μιχάλης, ο Γιάννης και κάποιοι λίγοι ακόμα είναι φίλοι πολύτιμοι, φίλοι μια ζωή. Ζήσαμε, συζητήσαμε, ονειρευτήκαμε, πραγματοποιήσαμε κάποια από τα σχέδια μας, ενώ κάποια άλλα τα αφήσαμε και μείναν σχέδια (όπως το Π.Π.Π Μιχάλη.)

Η όποια ποιότητα έχω σαν άνθρωπος, είναι η ποιότητα των ονείρων, των συζητήσεων των μικρών και μεγάλων στιγμών που ζήσαμε κλεισμένοι στο ασανσέρ στο σπίτι του Θανάση, σε μια παραλία να μιλάμε για τον Μπρεχτ, στο κρεβάτι του Θεαγένειου, πρώτα εγώ και μετά ο Θανάσης, οι μουσικές στο σπίτι του Γιάννη, η ωδή στην ξεχασμένη ένα απόγευμα στην Σαντορίνη… Τώρα που ο πρώτος από εμάς έφυγε, θέλω να σας ευχαριστήσω όλους για ό,τι μου προσφέρατε.

Από τον Θανάση διαλέγω να κρατήσω μία φράση, όπως την κατέγραψε ο συνονόματός του Θανάσ(ακ)ης Τριαρίδης. Την χρειάζομαι για τα δύσκολα χρόνια που έρχονται.

«…..δεν είναι κακό να φοβάσαι. Αλλά μην σταματήσεις ούτε στιγμή να βάζεις κόντρα…»