Τον Σεπτέμβριο του 2018 η Wirecard, μια εταιρεία που δραστηριοποιείται στον κλάδο των ψηφιακών πληρωμών γνωρίζει το απόγειο της επιτυχίας της. Γίνεται μεγαλύτερο μέγεθος ακόμη και από την τράπεζα Commerzbank, την οποία και αντικαθιστά στο ταμπλό των 30 ισχυρότερων γερμανικών εταιριών του περίφημου χρηματιστηριακού δείκτη DAX. Λιγότερο από δύο χρόνια μετά, κηρύσσει πτώχευση και η κοινή γνώμη της χώρας κάνει λόγο για ένα πρωτοφανές οικονομικό σκάνδαλο κάτω από την μύτη ή ακόμη και με την συνεργασία εποπτικών αρχών και της ίδιας της κυβέρνησης.
Την οσμή σκανδάλου ενισχύει ο τρόπος με τον οποίο αναρριχήθηκε η Wirecard η οποία ιδρύθηκε το 1999 και για χρόνια δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια μικρή εταιρεία που μεσολαβούσε σε διαδικασίες ηλεκτρονικού εμπορίου. Τα έσοδά της προέρχονταν από τις προμήθειες στους πελάτες της, τα οποία μπορεί να ήταν μικρά ανά συναλλαγή, αλλά την βοήθησαν ώστε να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνει κάτι παραπάνω από υπολογίσιμος παίκτης στην γερμανική αγορά, όπως μαρτυρά και η δυναμική πορεία της σε ένα από τα πιο «σκληρά» χρηματιστήρια όπως αυτό της Φρανκφούρτης.
Έτσι η κάποτε μικρή επιχείρηση με έδρα την Βαυαρία μετατράπηκε σε έναν γίγαντα που απασχολούσε σχεδόν 6.000 εργαζομένους, αλλά –κυριότερα- διαχειριζόταν τεράστια κεφάλαια. Το «παράδοξο», το οποίο όμως είναι ένα μοτίβο που παρατηρεί κανείς σχεδόν σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις είναι ότι μέχρι να μπει σε καθεστώς χρεοκοπίας τον περασμένο Ιούνιο είχε περάσει από αμέτρητους εποπτικούς ελέγχους που δεν κατάφεραν να διαπιστώσουν τίποτα μεμπτό ή έστω ύποπτο σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία της και ανακοίνωνε διαρκώς κέρδη, δίχως ποτέ κανένας να αμφισβητήσει τους δημοσιευμένους ισολογισμούς της.
Αυτά βέβαια ισχύουν για τους κρατικούς μηχανισμούς ελέγχου ή τις ιδιωτικές εταιρείες αξιολόγησης (η αξιοπιστία των οποίων κλονίστηκε όσο ποτέ με την τεράστια οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας). Για παραδοσιακούς παίκτες της αγοράς που κερδίζουν ακόμη χρήματα από το σορτάρισμα, δηλαδή τις ανοιχτές πωλήσεις μετοχών, η κατάσταση ήταν ξεκάθαρη. Και κάπως έτσι, μεταξύ άλλων, ένας «δικός» μας, ο ελληνικής καταγωγής επενδυτής Τζιμ Χάνος έβγαλε μια περιουσία στοιχηματίζοντας στην πτώχευση της Wirecard.
Ο συγκεκριμένος, όπως και άλλοι σαν αυτόν, μπόρεσε να διαπιστώσει αυτό που δεν «κατόρθωσαν» να κάνουν οι ελεγκτικές εταιρείες και στη συνέχεια η Bafin (ο οργανισμός εποπτείας της αγοράς) αλλά ακόμα και η Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα, η οποία ουδέποτε κίνησε διαδικασίες ουσιαστικού ελέγχου στην Wirecard, παρά τις έντονες υποψίες για απάτη. Όταν πλέον μετά από έλεγχο της KPMG διαπιστώθηκε ότι περίπου δύο δισεκατομμύρια ευρώ είχαν κάνει «φτερά» και είχαν εξαφανιστεί από τα ταμεία της μαζί με τον chief operating officer, Γιαν Μαρσάλεκ, ήταν πλέον αργά.
Όταν μιλάμε για τέτοια μεγέθη και για μια εταιρεία που μέχρι την πτώχευσή της είχε υψηλότερη τιμή μετοχής ακόμη και από την Deutsche Bank, οι υποψίες για τον καταλογισμό ευθυνών φτάνουν πολύ ψηλά και επακόλουθα αγγίζουν ακόμη και την κυβέρνηση, με πολλούς να κάνουν λόγο για ύποπτο (τουλάχιστον) ρόλο της Άνγκελα Μέρκελ, η οποία συνδέεται με πράξεις και ενέργειες στήριξης της Wirecard σε μια περίοδο που οι ειδικοί εκτιμούν ότι πρέπει να γνώριζε ήδη ότι η αγορά είχε χειραγωγηθεί.
Αυτό το σκάνδαλο αποτελεί μια ανοιχτή πληγή για την Γερμανία καθώς ουσιαστικά οδήγησε στην κατάρρευση του μύθου που έχει χτίσει η συγκεκριμένη χώρα σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου της οικονομίας. Και κλονίζει την όποια αξιοπιστία της, ειδικά όταν οι λαοί του ευρωπαϊκού νότου έχουν δει τόσες μα τόσες φορές του αξιωματούχους που τώρα εμπλέκονται σε μια τέτοια υπόθεση να τους κουνούν υποτιμητικά το δάχτυλο…