«Πώς τις προλάβαινε»: Ο αθεράπευτα γυναικάς του ελληνικού σινεμά έχασε τα λεφτά και την υγεία του από την «Παριζιάνα»

Τα έχασε όλα για να κάνει το πάθος του

Ένα από τα κύρια στοιχεία που έκαναν τους ηθοποιούς του παρελθόντος να αποτελούν τόσο γοητευτικές προσωπικότητες για το κοινό του τότε και του σήμερα, είναι πως δεν ήταν προσιτοί στο ευρύ κοινό. Δεν υπήρχαν social media να τους απομυθοποιήσουν. Ήταν η εικόνα που είχε το κοινό γι΄αυτούς από το σινεμά και το θέατρο. Ακόμα και ηθοποιοί που ήταν μονίμως κομπάρσοι και ελάχιστοι γνωρίσουν με το ονοματεπώνυμό τους, έχουν ιστορίες που πολλοί ενδιαφέρονται να τις ακούσουν και να σχηματίσουν μια άποψη γι΄αυτούς.

Ο Κώστας Χατζηχρήστος ήταν από τους κορυφαίους πρωταγωνιστές της ελληνικής υποκριτικής σκηνής. Αυτό όμως δεν είναι κάτι άγνωστο. Όλοι μας έχουμε γελάσει μαζί του. Ελάχιστοι όμως, ίσως και μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού, έχουμε κλάψει μαζί του ή τον έχουμε συμπονέσει για όσα του έτυχαν στη ζωή του.

Καθώς ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος γυναικάς, μα και κατακτητής – η Σπεράντζα Βρανά έκανε λόγο στην αυτοβιογραφία της για πολύ ωραίες γυναίκες που πέρασαν από τη ζωή του – δεν μπορούσε παρά να ερωτεύεται διαρκώς. Αυτό είχε όμως ως αποτέλεσμα να βλέπει γυναίκες να τον αφήνουν στα κρύα του λουτρού και να μαζεύει τα κομμάτια του.

«Αναρωτιόμουν πάντα πώς τις προλάβαινε και προπαντός πώς κατάφερνε τόσες όμορφες γυναίκες που πέρασαν κατά καιρούς απ’ τη ζωή του, απ’ την καρδιά του κι απ’ το κρεβάτι του, να τον ερωτευτούν… Κάποτε έμαθα.

Ο Κώστας έχει το ταλέντο που λίγοι άντρες έχουν! Όταν είναι ερωτευμένος, αφοσιώνεται ολόψυχα γι’ αυτό το μικρό διάστημα που κρατάει ο έρωτας, η καψούρα θα την έλεγα εγώ, και το δείχνει με κάθε δυνατό τρόπο, που θα είναι μια γλυκιά κουβέντα, ένα αγκάλιασμα σε στιγμή απρόσμενη ή κάποιο λαχταριστό δώρο, έτσι ξαφνικά, όταν δεν το έχεις ζητήσει κι όταν δεν το περιμένεις, αλλά το έχεις ποθήσει κρυφά, κι εκείνος διάβασε τη σκέψη σου, που μπορεί να είναι από ένα λουλούδι μέχρι έναν πίνακα αξίας. Όχι, δεν έχω προσωπική πείρα. Δε μου ρίχτηκε ποτέ».

Κι αν από τις σχέσεις του με τις γυναίκες έβγαινε πάντοτε πιο γεμάτος και εκτιμούσε όσα είχε βιώσει, από την επαγγελματική του πορεία το κέρδος ήταν μόνο η τεράστια δόξα και η υστεροφημία του. Ήταν σαφώς και η καλή ζωή που έκανε. Αυτή όμως η καλή ζωή έγινε ανεξέλεγκτη κάποια στιγμή και σε συνδυασμό με επαγγελματικές επιλογές, προκάλεσαν μεγάλη οικονομική ζημιά στον Χατζηχρήστο, με αποτέλεσμα να περάσει με άγχος, αγωνία και με στενότητα τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Οι περιγραφές της εποχής κάνουν λόγο για έναν πολύ ανοιχτοχέρη άνθρωπο. Μετά από τις παραστάσεις ή τα γυρίσματα σε ταινίες, ο Χατζηχρήστος συνήθιζε να μαζεύει 10-15 άτομα και να πηγαίνουν μαζί να διασκεδάσουν ή να φάνε. Στο τέλος της βραδιάς ο ίδιος δεν επέτρεπε σε κανέναν να βάλει χέρι στην τσέπη και φρόντιζε πάντοτε ο ίδιος τον λογαριασμό.

Σε εποχές που ήταν γεμάτες από εμπορικές επιτυχίες, αυτό δεν ήταν παράλογο. Σε εποχές με ρίσκα και αποτυχίες, αυτό δεν γινόταν να συνεχιστεί.

Ο ίδιος ο ηθοποιός αποκαλύπτει στη βιογραφία του όλα όσα τον έφεραν κοντά στο οικονομικό στέγνωμα, με μια ταινία και μια θεατρική παραγωγή να του αφαιρούν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών του από τα τόσα χρόνια πορείας. Κέρδη που θα μπορούσαν να ήταν πολλαπλάσια αν είχε μερίδιο στις εισπράξεις από τις προβολές των ταινιών του, μιας και είχε αναφέρει ότι ποτέ δεν είχε έσοδα από δικαίωματα των έργων του.

«Λοιπόν κάνω μια ταινία με τον τίτλο “Ο ταχυδρόμος προχωράει” και ελαφρώς καταστρέφομαι οικονομικά. Δηλαδή τι ελαφρώς, που μου άλλαξε τα φώτα. Η ταινία πήγε πάτος…Δεν ήμουν κανένας αληταράς, ούτε χαρτοπαίχτης που τα ‘παιζα και τ’ άφηνα νηστικά, ούτε ιππόδρομο ούτε τίποτα. Τώρα πώς τα έτρωγα; Μη ρωτάτε. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι δεν τα ‘φαγα τα λεφτά μόνος μου. Πάντα με συνεργάτες, φίλους και γνωστούς. Ποτέ μόνος μου. Αλλά τα πιο χοντρά λεφτά χαθήκανε σε δουλειές θεατρικές και κινηματογραφικές.

Και όσοι ξέρουν απ’ αυτά, με καταλαβαίνουν πιο πολύ. Πάντως ποτέ δεν δείλιασα και πάντα ρίσκαρα. Κι εκείνη την εποχή το χρήμα ήταν χρήμα. Το μόνο που κατορθώσαμε εγώ και το αδελφάκι μου, ο Δήμος, ήταν να φτιάξουμε ένα θέατρο που την εποχή που το πήραμε ήταν ένα παλιό υπόγειο σε κακά χάλια. Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και εγώ έκανα τα λάθη μου, αλλά με αδίκησαν. Ειδικά στους καλλιτεχνικούς κύκλους η κακία, η ζήλια και ο παραγκωνισμός είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Πρέπει να έχεις σιδερένια νεύρα και ταλέντο.

Θα ήμουν όμως αχάριστος αν πω ότι δεν είδα μεγάλη δόξα και ότι δεν κονόμησα λεφτά. Μέσα από την Τέχνη τακτοποίησα τα παιδιά μου και τη δεύτερη γυναίκα μου την Ντιριντάουα. Το θέατρο και ο κινηματογράφος μου άφησαν μια γεύση σαν πικρό μέλι. Μαζί με τις χαρές γεύτηκα και την πίκρα».

Μιας και ο Χατζηχρήστος δεν ήθελε να αφήσει τίποτα στο έλεος άλλων, δύσκολα δεν θα είχε ρόλο παραγωγού και σκηνοθέτη, εκτός από πρωταγωνιστή, σε πολλές δουλειές του από ένα σημείο της ζωής του και μετά.

Έτσι, μετά την ταινία που χαρακτήρισε ως τη μεγάλη του αποτυχία, ήρθε η παράσταση «Η Παριζιάνα» στο θέατρο ΠΑΡΚ το 1964 για να τον «γονατίσει». Ο Χατζηχρήστος ήθελε να είναι μεγαλειώδης η παραγωγή και γι΄αυτό είχε προσλάβει τους χορευτές στο Καζίνο ντε Παρί, ένα από τα πιο ξακουστά καμπαρέ του Παρισιού τότε.

Για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στους μισθούς του θιάσου και του πολύφερνου μπαλέτου, έβαλε μια πολύ υψηλή τιμή στο εισιτήριο που για πολύ λίγες ημέρες καλυπτόταν. Από ένα σημείο κι έπειτα όμως το κοινό άρχισε να αραιώνει και να προτιμάει την επιθεώρηση σε παρακείμενο θέατρο.

Η απογοήτευση και το τεράστιο άγχος είχαν ως αποτέλεσμα ο Χατζηχρήστος να πάθει το πρώτο του εγκεφαλικό και δη πάνω στη σκηνή, ενώ πριν απ΄αυτό είχε αναπτύξει μια σχέση εξάρτησης με το αλκοόλ και κυρίως το αγαπημένο του ουίσκι. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα τίποτα δεν μπορούσε να ανατρέψει την πορεία του προς την ένδεια στα τελευταία χρόνια της ζωής του…