Παρανάλωμα με 15 νεκρούς: Οι «δανεικές» νάρκες από την Ελλάδα και η εγκληματική ανευθυνότητα

Η χώρα είχε υπογράψει να καταστρέψει κάτι που η ίδια παρήγαγε, αποδείχτηκε όμως ότι είχε τρόπο μόνο να το παράγει...

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο ελληνικός εμφύλιος κατέστησαν την ελληνική επικράτεια ένα απέραντο ναρκοπέδιο.

Το 1954 συστάθηκε το Τάγμα Εκκαθαρίσεως Ναρκοπεδίων Ξηράς (ΤΕΝΞ), χτενίζοντας έκτοτε την ελληνική γη και βοηθώντας καταλυτικά να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Σε αυτά τα 66 χρόνια οι ναρκαλιευτές και πυροτεχνουργοί του ελληνικού στρατού έχουν εκκαθαρίσει πάνω από 450.000 νάρκες και 800.000 χειροβομβίδες.

Ωστόσο τα απομεινάρια των αιματηρών συγκρούσεων του προηγούμενου αιώνα, μοιάζουν… ατελείωτα. Ο κίνδυνος παραμονεύει παντού και από τις ενέδρες «θανάτου» έχουν χάσει τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι – από κυνηγούς, κτηνοτρόφους και δασεργάτες, έως λαθρομετανάστες και χρυσοθήρες. Ακόμα και για τους επαγγελματίες του είδους, τίποτα δεν είναι εγγυημένο σε επίπεδο ασφάλειας. Το τίμημα σε φόρο αίματος είναι βαρύ και στην ΤΕΝΞ, καθώς 31 ναρκαλιευτές έχουν χάσει τη ζωή τους όλα αυτά τα χρόνια.

Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για τις δυσάρεστες εκπλήξεις που κρύβουν οι νάρκες από αυτό που συνέβη το Μάρτιο του 2019 στην Πρέβεζα. Στο Μονολίθι, μία από τις μεγαλύτερες παραλίες της Ευρώπης με μήκος 25 χλμ., βρέθηκαν δύο νάρκες, ενώ άλλες 10 εντοπίστηκαν μετά την υποχώρηση των νερών στις όχθες ενός παρακείμενου ρέματος. Ο λόγος; Την περιοχή είχαν ναρκοθετήσει οι Γερμανοί, φοβούμενοι ενδεχόμενη απόβαση.

Πέρα όμως από τις νάρκες που βρίσκονται διάσπαρτες στο ελληνικό έδαφος (και… νερό όπως αποδείχτηκε), υπάρχει και ο τομέας της απενεργοποίησης των ναρκών που έχει κατασκευάσει η ίδια η χώρα για τις (υποτιθέμενες) ανάγκες της. Βάσει διεθνών συνθηκών, η Ελλάδα έπρεπε να είχε καταστρέψει περίπου 1,5 εκατ. νάρκες – που τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα είχαν παράγει – μέχρι τις 31 Μαρτίου 2008.

Το είχε κάνει για περισσότερες από 800.000 νάρκες, απέμεναν όμως περί τις 650.000, που δεν είχαν απενεργοποιηθεί. Την καταληκτική ημερομηνία η Ελλάδα και η Ουκρανία ήταν οι μοναδικές υπερήμερες χώρες απ’ όσες υπέγραψαν τη συμφωνία της Οτάβα το 2001, περί «απαγόρευσης χρήσης, αποθήκευσης, παραγωγής και διακίνησης ναρκών και υποχρέωσης καταστροφής τους».

Η αποτυχία να τηρηθούν οι δεσμεύσεις εντός του χρονοδιαγράμματος που είχε τεθεί, οδήγησε στη διεξαγωγή διεθνούς διαγωνισμού. Ο λόγος είναι ότι η Ελλάδα δεν διέθετε διαπιστευμένες επιχειρήσεις που να διαθέτουν τις σχετικές άδειες για την καταστροφή ναρκών.

Ενδιαφέρον για «εξαγωγή» των ναρκών τους είχαν δείξει και οι Σερβία, Αλβανία, που επίσης αναζήτησαν λύση στον ιδιωτικό παράγοντα. Αυτή ήρθε από τη Βουλγαρία και τη διαπιστευμένη εταιρία Videx AD (που είχε μακροχρόνιες σχέσεις με ελληνικές επιχειρήσεις).

Το 2014, σχεδόν 200.000 νάρκες φορτώθηκαν από την Ελλάδα με προέλευση τη Βουλγαρία και το εργοστάσιο Midzhur Ammo, που είχε αναλάβει την ευθύνη αφοπλισμού τους.

Το όλο project οδήγησε σε ένα ατύχημα με τραγικές επιπτώσεις. Στις 1 Οκτωβρίου 2014 σημειώθηκε μία μεγάλη έκρηξη στις εγκαταστάσεις, με αποτέλεσμα 15 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους (μεταξύ των οποίων ο γιος του ιδιοκτήτη) και το εργοστάσιο να καταστραφεί ολοσχερώς. Από τότε και για τέσσερα χρόνια, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών αναζητούσαν λύση στο πρόβλημα. Το Νοέμβριο του 2018 το υπουργείο Εξωτερικών της Βουλγαρίας ανακοίνωσε ότι οι 190.500 νάρκες που «ανήκουν» στην Ελλάδα θα επιστραφούν στις ελληνικές αρχές, όπως κι έγινε.

Με καθυστέρηση 10 ετών η Ελλάδα επωμίστηκε από την… αρχή το έργο καταστροφής των ναρκών και την ευθύνη για να ξεπλύνει την ντροπή της χώρας ανέλαβαν τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα. Η διοίκηση της ΕΑΣ έχει συνάψει συμβάσεις υπεργολαβίας, μετ’ εμποδίων πάντως, καθώς σε μία περίπτωση εργαζόμενοι έχουν καταγγείλει ότι ο υπεργολάβος δεν είχε προσκομίσει μεταξύ των άλλων και βεβαίωση ότι θα ασφαλίσει την επιχείρηση απενεργοποίησης των ναρκών.

Σήμερα, δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των ναρκών που έχουν αφοπλιστεί, αλλά και για το ποσό των προστίμων που έχει πληρώσει η Ελλάδα εξαιτίας αθέτησης συμφωνίας. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι το κέντρο απενεργοποίησης εδρεύει στο Λαύριο, όπου περιβαλλοντικές οργανώσεις και τοπικοί φορείς διαμαρτύρονται καιρό τώρα για τη ρύπανση του αέρα, αλλά και του εδάφους από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα.

Πόσο μεγαλύτερη προχειρότητα και εγκληματική αμέλεια να επιδείξει μια χώρα σε ένα τόσο μείζον ζήτημα ασφάλειας και οικολογικής συνείδησης;