25.000 εργαζόμενοι έχασαν δουλειά και συντάξεις: Το κανόνι της επιχείρησης- θαύμα που υποκλίνονταν όλοι έσκασε με κρότο

Το θαύμα τελικά ήταν...αέρας

Απ’ όλα τα οικονομικά σκάνδαλα της ιστορίας που προκάλεσαν την κατάρρευση εταιριών – κολοσσών, λίγα μπορούν να συγκριθούν με την «κινηματογραφική» περίπτωση της Enron.

Το κουβάρι της υπόθεσης εκτυλίχθηκε σε πτυχές που η κάθε μία από μόνη της θα μπορούσε να εμπνεύσει ένα blockbuster. Διαφθορά με δωροδοκία δημόσιων λειτουργών και πολιτικών, εταιρίες – φαντάσματα, πρωτοφανούς μεγέθους λογιστικές απατές, αισχροκέρδεια και στον αντίκτυπο όλων αυτών μία αυτοκτονία και απονομή δικαιοσύνης με τη μορφή της Νέμεσις.

Ο αμερικανικός ενεργειακός όμιλος, με τομέα δράσης το φυσικό αέριο, δημιουργήθηκε το 1985. Μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε τη φήμη μιας εταιρίας – θρύλου, βρέθηκε όμως από την κορυφή στον πάτο «εν μια νυκτί», όταν οι εποπτικές αρχές διαπίστωσαν ότι δεν ήταν δυνατόν να κάνουν άλλο τα στραβά μάτια. Έως το 2001, χρονιά της θεαματικής κατάρρευσης, η Enron είχε καταφέρει να «αγοράσει» την ανοχή και σιωπή του κρατικού μηχανισμού, με λαδώματα και «δώρα» σε δημόσια και πολιτικά πρόσωπα.

Στις ΗΠΑ εκτιμάται ότι τα 2/3 των γερουσιαστών (κυρίως από το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων), καθώς και περίπου οι μισοί βουλευτές λάμβαναν χρηματικά ποσά από στελέχη της εταιρίας. Πέρα από τις δοσοληψίες κάτω από το τραπέζι, η Enron είχε χρηματοδοτήσει με 600.000 δολάρια τις καμπάνιες του Τζορτς Μπους Τζ. για τις εκλογές στην πολιτεία του Τέξας (1995) και τις Εθνικές (2000). Κατά… διαβολική σύμπτωση, έδρα της εταιρίας ήταν το Χιούστον του Τέξας.

Όργιο διαφθοράς

Στο γαϊτανάκι της διαφθοράς, που αποσκοπούσε στη δημόσια «κάθαρση» της Enron, κομβικό ρόλο είχε και ο Τύπος. Δημοσιογράφοι την παρουσίαζαν ως έναν επιτυχή κολοσσό χωρίς κανένα πρόβλημα, νοθεύοντας την αντίληψη της κοινής γνώμης για τις πρακτικές της. Την ίδια ώρα ο μηχανισμός των εικονικών συμφωνιών και των τριγωνικών συναλλαγών με αφανείς εταιρίες του ομίλου βρισκόταν σε οργιαστική εξέλιξη.

Η εταιρία επένδυε δισεκατομμύρια στην ενέργεια, στον τομέα του νερού και εν τέλει σε εξαγορές επιχειρήσεων, αναλαμβάνοντας κινδύνους τους οποίους (ήταν αδύνατο να αιτιολογήσει, αλλά) σκορπούσε σε εταιρίες – οχήματα και δεν εμφάνιζε στους ισολογισμούς της. Υιοθετώντας σταδιακά στρατηγικές και τεχνικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, «έπεισε» την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ να αποδεχθεί αδόκιμες λογιστικές πρακτικές, που καμουφλάριζαν την τεράστια τρύπα στα ταμεία της.

Αξιοποιώντας τη μεγάλη επιρροή που ασκούσε με άνομα μέσα σε δημόσιους λειτουργούς και αξιωματούχους, κατάφερε να πείσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να αλλάξει το λογιστικό σχέδιο, ανοίγοντας το δρόμο για το πρωτοφανές εγκληματικό σκάνδαλο. Με αυτό τον τρόπο πέτυχε να εμφανίζει στον ισολογισμό της από τον πρώτο χρόνο το σύνολο των εσόδων που θα προέκυπταν από εικοσαετή συμβόλαια φυσικού αερίου.

Η «συμφωνία του διαβόλου»

Παράλληλα, τα επιτελικά στελέχη της εταιρίας εκπόνησαν ένα σχέδιο αλόγιστων επενδύσεων εκτός ΗΠΑ. Σύναψαν ζημιογόνες συμφωνίες για κατασκευή και εκμετάλλευση μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε διάφορα μέρη του κόσμου. Οι διεθνείς αυτές δραστηριότητες κόστιζαν δισεκατομμύρια δολάρια και δίπλα από τα μελλοντικά έσοδα υπήρχε ένα μεγάλο ερωτηματικό, για το οποίο αδιαφορούσαν πλήρως τα κεφάλια της Enron. Υπήρχε λόγος για αυτό: όσο μεγαλύτερο ήταν το έργο που αναλάμβανε ο όμιλος, τόσο μεγαλύτερα θα ήταν τα μπόνους για τα στελέχη!

Το επιτελικό προσωπικό ήταν και ο πυρήνας του προβλήματος της Enron.  Άνθρωποι αδίστακτοι και άπληστοι, που δεν λογάριαζαν τίποτα μπροστά στο άμεσο κέρδος και δεν είχαν κανένα ηθικό φραγμό μπροστά στην επίτευξη των στόχων τους. Η διοίκηση, κορδωμένη από τους διθυράμβους και την εφήμερη δόξα, είχε παραδώσει εν λευκώ τη διαχείριση σε μια ομάδα ανήθικων στελεχών, που πέτυχαν να περιθωριοποιήσουν όσους αμφισβητούσαν το μοντέλο και τις καινοφανείς ιδέες τους. Όσοι (λίγοι) αντέδρασαν εντός εταιρίας, εκπαραθυρώθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες. Η Enron είχε τόση δύναμη που επέβαλε ακόμα την απομάκρυνση και στελεχών των ανεξάρτητων ελεγκτικών εταιριών που είχαν επισημάνει τις λογιστικές «αλχημείες» του ομίλου.

Η «συμφωνία του διαβόλου» με την Arthur Andersen, μία από τις top-5 σε κύρος ελεγκτικές εταιρίες των ΗΠΑ, παρείχε στην Enron την κάλυψη που χρειαζόταν. Με τις ευλογίες των «έμπιστων» ορκωτών λογιστών, τα ελλείμματα και χρέη της εταιρίας μεταφέρονταν στους ισολογισμούς των πλασματικών εταιρειών – βιτρινών εντός και εκτός χώρας, με αποτέλεσμα την ψευδή παρουσίαση εσόδων στο δικό της ισολογισμό (ενώ έφτασε να έχει χρέος άνω των 50 δισ. δολαρίων), την αύξηση της αξίας της μετοχής και την αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας της.

Πολλές εταιρείες και μέτοχοι επένδυσαν έτσι τα χρήματά τους στην Enron χωρίς να γνωρίζουν την πραγματική οικονομική κατάσταση της, για να γίνουν οι μετοχές τους «καπνός» όταν η εταιρία βάρεσε κανόνι.

Τα κέρδη της διευθυντικής ομάδας ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, φτάνοντας σε αστρονομικά νούμερα. Μόνο πέντε άνθρωποι υπολογίζεται ότι αποκόμισαν ποσά άνω των 650 εκατ. δολαρίων (!), με πιο ωφελημένους τον ιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο Κένεθ Λέι, τον εγκέφαλο στρατηγικής του ομίλου Κλιφ Μπάξτερ, τον οικονομικό διευθυντή Άντι Φάστοου και τον CEO Τζεφ Σκίλινγκ.

Η πτώση και ο πάταγος

Η άνοδος ήταν ραγδαία, πολύ πιο σύντομη όμως ήταν η διαδικασία της πτώσης. Κομβικό ρόλο σε αυτήν έπαιξε ένας Ελληνοαμερικάνος, ο Τζιμ Τσέινος, πρόεδρος μιας επενδυτικής εταιρίας που αναζητούσε εταιρίες με αφανή προβλήματα. Αφορμή ώστε να αρχίσει μια αναλυτική έρευνα για την αποτίμηση και την πραγματική κατάσταση της Enron αποτέλεσε ένα δημοσίευμα της Wall Street Journal, σύμφωνα με το οποίο η πολυεθνική του Χιούστον ήταν μία από τις εταιρίες του Τέξας που χρησιμοποιούσαν αμφιλεγόμενες λογιστικές μεθόδους για να μαγειρεύουν τα κέρδη τους.

Η έρευνα του Τσέινος ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2000 και πυροδότησε την αρχή του τέλους. Το παράδειγμα του ακολούθησαν άλλοι οικονομικοί αναλυτές και σύντομα οι αποκαλύψεις του Τύπου, περί σκανδαλώδους διαχείρισης και εύνοιας, απομάκρυναν από την εταιρία τους «προστάτες» της, για ευνόητους λόγους.

Τον Αύγουστο του 2000 η μετοχή της Enron διαπραγματεύονταν στα 90 δολάρια και σε διάστημα 16 μηνών γκρεμίστηκε στα 90 σεντς! Όταν τελικά κήρυξε πτώχευση, στις 2 Δεκεμβρίου του 2001, η μετοχή βρισκόταν στα 40 σεντς. Σε μια νύχτα περισσότεροι από 25.000 εργαζόμενοι του ομίλου έχασαν τη δουλειά τους, μαζί και τις συντάξεις τους εφόσον είχαν επενδυθεί (υποχρεωτικά) σε μετοχές τις εταιρίας χωρίς να μπορούν να τις πουλήσουν.

Το σκάνδαλο είχε μοιραία αλυσιδωτές επιπτώσεις στην Arthour Andersen, η οποία καταδικάστηκε για παρακώλυση της δικαιοσύνης, χάνοντας την αξιοπιστία της και την φήμη της. Από τους 28.000 υπαλλήλους της στις ΗΠΑ και 85.000 διεθνώς, η εταιρεία απασχολεί σήμερα μόλις 200 στην έδρα της στο Σικάγο, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τις αγωγές απ’ όσους θίχτηκαν από την ελλιπή πληροφόρηση των στοιχείων της Enron.

Μία αυτοκτονία, πολλές φυλακίσεις

Το 2001 ξεκίνησε η δικαστική περιπέτεια των υπευθύνων. Ο Κλιφ Μπάξτερ δεν άντεξε τη δημόσια κατακραυγή και αυτοκτόνησε τον Ιανουάριο του 2002, μόλις στα 43 χρόνια του. Ο Άντι Φάστοου δήλωσε ένοχος για συνωμοσία στη διάπραξη της απάτης. Συμφώνησε στην κατάσχεση 23 εκατ. δολαρίων από τα περιουσιακά του στοιχεία και του επιβλήθηκε 10ετής ποινή φυλάκισης.

Ο Τζεφ Σκίλινγκ καταδικάστηκε το 2006 σε 24ετη φυλάκιση. Πλήρωσε 23 εκατ. δολάρια και σε συνδυασμό με την καλή διαγωγή, αποφυλακίστηκε το 2019, έχοντας εκτίσει 12 χρόνια.

Ο Κένεθ Λέι πέθανε από ανακοπή καρδιάς το 2006, τρεις μήνες πριν από την απόφαση της προγραμματισμένης καταδίκης του. Είχε κριθεί ένοχος για 10 κατηγορίες και η ποινή που τον περίμενε θα ήταν το λιγότερο 30 χρόνια.

Υπήρξαν και αρκετά άλλα στελέχη που φυλακίστηκαν, καθώς ο σάλος που προκλήθηκε και η κατακραυγή της κοινής γνώμης ήταν αδύνατο να αποκλιμακωθούν χωρίς την παραδειγματική τιμωρία των υπευθύνων. Οι μέτοχοι της Enron μήνυσαν την εταιρία και τις τράπεζες για 20 δισ. δολάρια, πετυχαίνοντας να αποσπάσουν μόνο 45 εκατ. δολάρια, χρήματα τα οποία διανεμήθηκαν σε «θύματα λογιστικής απάτης».

Το αντίκτυπο της πτώσης της Enron δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη αμερικανική επιχειρηματική ιστορία και προκάλεσε την ανάγκη για τη δημιουργία της νομοθετικής πράξης Sarbanes-Oxly Act του 2002, που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες ρυθμίσεις στους ομοσπονδιακούς νόμους.

«Πρόκειται για το μεγαλύτερο εταιρικό σκάνδαλο όλων των εποχών. Πυροδότησε μια σειρά κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και το NASD, ενώ είναι και ο βασικός λόγος επαναπροσδιορισμού της εταιρικής συμπεριφοράς από τότε που μπορούμε να θυμηθούμε», έγραψε στην Washington Post ο ιστορικός και νομοθέτης χρεογράφων Τζόελ Σ. Σέλιγκμαν.

Αμφιβάλλετε ότι υπερβαίνει ακόμα και τις πιο απαιτητικές προϋποθέσεις για να στηθεί πάνω του ένα περίφημο blockbuster; Ο μόνος λόγος που δεν έχει συμβεί ήδη είναι ότι τα απόνερα του σκανδάλου δεν έχουν καταλήξει ακόμα σε λιμνάζοντα ύδαντα.