Η εξέγερση των καταραμένων: Η μέρα που οι Έλληνες Εβραίοι ξεσηκώθηκαν στο Άουσβιτς

Τραγουδούσαν Βαμβακάρη και τίναξαν στον αέρα ένα κρεματόριο

Μια μέρα σαν την σημερινή, ακριβώς 76 χρόνια πριν, στις 7 Οκτωβρίου 1944, Έλληνες υπήκοοι και Εβραίοι στο θρήσκευμα, νίκησαν το φόβο, την πείνα και τις κακουχίες και σε μια πράξη που θα έπρεπε να μνημονεύεται εσαεί, τίναξαν στον αέρα ένα από τα κρεματόρια της «κόλασης επί της Γης», του Άουσβιτς.

Πρόκειται για την μοναδική καταγεγραμμένη εξέγερση και πράξη ανυπακοής τέτοιου μεγέθους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, με πρωταγωνιστές τις πιο τραγικές μορφές αυτής της ιστορίας. Με πρωταγωνιστές ανθρώπους των οποίων η ψυχή και η υπόσταση βιάστηκε στον απόλυτο βαθμό. Με πρωταγωνιστές τους εξαθλιωμένους κρατούμενους που είχαν την υποχρέωση να μαζεύουν –σαν σκουπίδια- τα απομεινάρια των συντρόφων τους μέσα από τα κρεματόρια…

Ήταν οι «Ζόντερκομάντο», δηλαδή τα μέλη της ειδικής ομάδας εργασίας που δημιουργήθηκε στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, με έναν και μοναδικό στόχο. Να ταπεινώσει πέρα από κάθε φαντασία τους Εβραίους, στέλνοντάς τους μέσα στους ίδιους φούρνους στους οποίους λίγο νωρίτερα είχαν χάσει με φρικιαστικό τρόπο τη ζωή τους οι μανάδες, οι πατεράδες ή ακόμη και τα ίδια τα παιδιά τους.

Οι θηριωδίες του ναζισμού, τον οποίο ακόμη κάποιοι υπάνθρωποι συνεχίζουν να θαυμάζουν, δεν γνώριζαν όρια. Οτιδήποτε μπορούσε να φανταστεί ανθρώπινος νους ήταν πιθανό να υλοποιηθεί από κάποιο εξίσου διεφθαρμένο μυαλό που τύχαινε να διαφεντεύει τις τελευταίες μέρες ή και ώρες πάνω στην Γη ατόμων που είχαν περάσει τόσα ώστε να δικαιολογείται η γνωστή ρήση κρατουμένου σε τέτοιο στρατόπεδο συγκέντρωσης: «αν υπάρχει Θεός θα πρέπει να μου ζητήσει συγγνώμη».

Ωστόσο κάποιοι μπόρεσαν να ορθώσουν ανάστημα και να συμμετάσχουν σε μια πράξη ηρωισμού και ανδρείας, μεγαλύτερης κι από εκείνη που είχαν δείξει άλλοι στα πεδία των μαχών. Και ήταν Έλληνες Εβραίοι για τους οποίους ο Ιταλός διανοούμενος Πρίμο Λεβί είχε πει: «Το πνεύμα αλληλεγγύης που διέκρινε τους Έλληνες, η απέχθεια τους για τη βία, η συνείδηση της επιβίωσης και η προσπάθεια διατήρησης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τους έκανε να αποτελούν την πιο συμπαγή εθνική ομάδα μέσα στο στρατόπεδο και γι’ αυτό την πιο πολιτισμένη»…

Εκτός από όλα τα παραπάνω, ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια, οι Έλληνες του Άουσβιτς επέδειξαν ακόμη ένα χαρακτηριστικό. Την οξυδέρκεια που χρειαζόταν ο σχεδιασμός και η υλοποίηση κάτω από τη μύτη των Γερμανών χωρίς εκείνοι να πάρουν χαμπάρι. Και για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να επιστρατευτούν και να συνδυαστούν κομμάτια της κοινής κουλτούρας, όπως για παράδειγμα τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη! Χρησιμοποιώντας αλλαγμένους στίχους των κομματιών τους ουσιαστικά μετέφεραν το μήνυμα της επερχόμενης εξέγερσης, με την βεβαιότητα ότι δεν θα βρισκόταν κανένας να προδώσει τον σκοπό τους.

Οι Έλληνες έδειξαν την αποφασιστικότητά τους για δράση σχεδόν από την αρχή και προσπαθούσαν σε κάθε ευκαιρία να προκαλέσουν οποιαδήποτε, μικρότερη ή μεγαλύτερη ζημιά στους εχθρούς.

Ήδη δύο φορές στο παρελθόν έφτασαν πολύ κοντά, πληρώνοντας παράλληλα και το βαρύ τίμημα. Όπως άλλωστε είχε συμβεί με τον νεαρό αξιωματικό Αλβέρτο Ερέρα που είχε πιαστεί αιχμάλωτος στο Αλβανικό μέτωπο και είχε οδηγηθεί στο κολαστήριο του Άουσβιτς. Ορίστηκε και αυτός στην ομάδα των «Ζόντερκομάντο» και είχε την υποχρέωση να μεταφέρει στάχτες συντρόφων του σε μια μικρή κοντινή λίμνη. Μια από εκείνες τις φορές αντέδρασε στα καψώνια του Γερμανού στρατιώτη που τον συνόδευε, σήκωσε την αξίνα του και την προσγείωσε στο κρανίο του ανοίγοντάς του το κεφάλι στα δύο. Λίγη ώρα αργότερα εντοπίστηκε από τα ειδικά εκπαιδευμένα σκυλιά στο δάσος. Συνελήφθη και βασανίστηκε ενώπιον όλων μέχρι τελικά να ξεψυχήσει μπροστά στα μάτια των υπόλοιπων κρατουμένων για εκφοβισμό.

Όμως αντί αυτό το φρικτό γεγονός να κάμψει την αποφασιστικότητα και το φρόνημά τους, λειτούργησε με ακριβώς τον αντίθετο τρόπο. Συσπείρωσε ακόμη περισσότερο και τους ατσάλωσε, γεμίζοντάς τους με περηφάνια για την πράξη αντίστασης και την θυσία του συμπατριώτη τους.

Τις επόμενες ημέρες, πάντα μέσω τραγουδιών του Βαμβακάρη, συντονίστηκαν ξανά αφού στο μεταξύ είχαν κατορθώσει να βρουν και να κρύψουν δυναμίτη από το γειτονικό εργοστάσιο όπου εργαζόταν μια Ελληνίδα που ονομαζόταν Σάρα. Και τα ξημερώματα της 7ης Οκτωβρίου βρήκαν την ευκαιρία που έψαχναν. Οι Ναζί επιχείρησαν να απομακρύνουν περίπου 200 κρατούμενους, Έλληνες και Ούγγρους. Όταν άρχισαν να εκφωνούν, τα ονόματα των Ελλήνων, κανείς δεν απάντησε. Αντίθετα ακούστηκε μόνο μια φωνή, που εικάζεται ότι ήταν του Ιωσήφ Βαρουχά, λοχαγού πυροβολικού από την Κέρκυρα. «Θα γίνει, ναι ή όχι ρε το ντου που λέγαμε;» φώναξε, για να λάβει έμπρακτα την απάντηση που ήθελε.

Οι Έλληνες επιτέθηκαν στους φρουρούς, τους αφόπλισαν και μπήκαν στο κρεματόριο 2, την ίδια ώρα που στο στρατόπεδο άρχισαν να ακούγονται πυροβολισμοί από παντού. Κάποιοι Ναζί πετάχτηκαν ζωντανοί στην φωτιά, άλλοι ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου. Η ώρα της εκδίκησης είχε φτάσει…. Μέσα σε λίγη ώρα ισχυρές δυνάμεις με πολυβόλα και σκυλιά, περικύκλωσαν την περιοχή και ξεκίνησε η μάχη. Οι Γερμανοί πυροβολούσαν τυφλά και οι υπόλοιποι κρατούμενοι έβλεπαν τους συντρόφους τους να πέφτουν νεκροί σε ένα λουτρό αίματος. Σε μια τελευταία πράξη ηρωισμού και αυταπάρνησης, όσοι είχαν καταφέρει να μείνουν ζωντανοί μέσα στο κρεματόριο, ενεργοποίησαν τα εκρηκτικά και τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο έγιναν αθάνατοι για πάντα.

Εκείνα τα 2-3 λεπτά που μεσολάβησαν μέχρι την έκρηξη που τους πήρε την ζωή, έζησαν και έφυγαν όπως τους άξιζε. Όπως ήθελαν. Ως ελεύθεροι άνθρωποι….

Η εξέγερση είχε τελειώσει με περίπου 250 νεκρούς κρατούμενους στο κρεματόριο 2, ενώ άλλοι 200 είχαν εκτελεστεί σαν σκυλιά επί τόπου. Οι απώλειες των SS, ήταν 3 υπαξιωματικοί νεκροί και 14 τραυματίες…. Από τους Έλληνες μόλις 26 είχαν παραμείνει ζωντανοί…