Σε μία από τις πιο πολυπαιγμένες σκηνές στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, ο Ηλίας Κασιδιάρης σηκώνεται εν εξάλλω από την καρέκλα του για να περιλούσει με ένα ποτήρι νερό το πρόσωπο της Ρένας Δούρου και ακολούθως να χαστουκίσει επανειλημμένα τη Λιάνα Κανέλλη.
Όλοι έχουν ακούσει, αλλά λίγοι θυμούνται ότι η ατάκα που εξόργισε τον τότε εκπρόσωπο Τύπου της Χρυσής Αυγής ήταν το «πήρατε αναβολή;» της μετέπειτα περιφερειάρχη Αττικής.
«Ναι πήρα αναβολή, έχετε κανένα πρόβλημα; Με τη ρουφιάνα του ΣΥΡΙΖΑ που μας στέλνει στα δικαστήρια;», είχε απαντήσει μαινόμενος, για να επιδοθεί ακολούθως στην επίδειξη ανδρείας του.
Η Ρένα Δούρου αναφερόταν σε ένα συμβάν του 2007, όταν η νεοναζιστική οργάνωση βρισκόταν ακόμη στο περιθώριο και αναζητούσε ερείσματα στην κοινωνία (στις εκλογές του 2009 είχε πάρει 0,29%). Στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαίρη Μαυρή-Βαβαγιάννη, είδε 4-5 άνδρες να βγαίνουν από ένα αυτοκίνητο και να επιτίθενται με γκλομπς σε έναν νέο άνδρα. Ήταν γεροδεμένοι, κοντοκουρεμένοι, φορούσαν μαύρα και κασκέτα και πέραν των χτυπημάτων μαχαίρωσαν το θύμα τους, αφήνοντας το αιμόφυρτο προτού εξαφανιστούν.
Ο νέος άνδρας ήταν ο τότε μεταπτυχιακός φοιτητής (και σήμερα ερευνητής στην Ακαδημία Αθηνών) Κώστας Διαλυνάς. Το… έγκλημα του ήταν ότι η εμφάνιση του δεν ταίριαζε με το αρχέτυπο των αρχαίων ημών προγόνων. Είχε μακριά μαλλιά και φορούσε σκουλαρίκια. «Είσαι αναρχικός ρε μαλάκα;», τον είχαν ρωτήσει οι παλικαράδες, στιγμές πριν από την επίθεση.
Οι δύο αυτόπτες μάρτυρες, η Μαίρη Μαυρή-Βαβαγιάννη και ο σύζυγός της, που μόλις είχε περάσει να την πάρει με το αυτοκίνητο, δεν κατάφεραν να δουν πρόσωπα, ούτε καν ποιον χτυπούσαν. Πρόλαβαν όμως να σημειώσουν σε ένα χαρτί τον αριθμό κυκλοφορίας του αυτοκινήτου. Αργότερα θα μάθαιναν ότι τι το αυτοκίνητο ανήκε σε εταιρία leasing και ήταν υπό την κατοχή κάποιου… Ηλία Κασιδιάρη.
Όταν η κυρία Βαβαγιάννη κάλεσε τον πρόεδρο του Φυσικού για να αναφέρει το περιστατικό, αυτός είχε ήδη ενημερωθεί από τον Διαλυνά. Την επόμενη ημέρα, η καθηγήτρια ανέφερε το συμβάν στη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου, που εξέδωσε ένα καταδικαστικό ψήφισμα. Ο μεταπτυχιακός φοιτητής ενημερώθηκε ότι υπήρχε μάρτυς που είχε κρατήσει το νούμερο του αυτοκινήτου. Όταν συνήλθε, αναζήτησε την κυρία Βαβαγιάννη και τη ρώτησε εάν θα ήθελε να καταθέσει στην αγωγή που ετοίμαζε. Εκείνη, χωρίς δεύτερη σκέψη, του απάντησε καταφατικά.
Από τότε ξεκίνησε μια μεγάλη, επίπονη περιπέτεια για την κυρία Βαβαγιάννη, η οποία στοχοποιήθηκε από τη Χρυσή Αυγή μετά τις τρεις καταθέσεις που έδωσε, δύο στην αστυνομία και μία στην ανακρίτρια. «Τότε δεν μας έλεγε τίποτα αυτό το όνομα. Καταλάβαμε περί τίνος επρόκειτο όταν μια μέρα ο Κώστας (σ.σ. ο Διαλυνάς) είδε στην τηλεόραση να μιλάει ως εκπρόσωπος τύπου της Χρυσής Αυγής ένας Κασιδιάρης», έχει δηλώσει στο «Popaganda» η κυρία Βαβαγιάννη.
Η δίκη όμως άργησε πολύ. Υπερβολικά πολύ… Ύστερα από συνεχόμενες αναβολές η έναρξή της ορίστηκε για τις 7 Μαρτίου του 2013, όταν πια η Χρυσή Αυγή ήταν θεσμικός παράγοντας στο Κοινοβούλιο και κράτος εν κράτει στο πεζοδρόμιο, λύνοντας και δένοντας στους κόλπους ενστόλων, που της έκλειναν «συντροφικά» το μάτι.
Στη δίκη, η Μαίρη Μαυρή – Βαβαγιάννη ήταν η μοναδική αυτόπτης μάρτυρας κατηγορίας. Όταν τον Οκτώβριο του 2007 σημείωνε έναν αριθμό αυτοκινήτου, το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να φανταστεί είναι ότι έξι χρόνια αργότερα θα χρειαζόταν να καταθέσει εναντίον του «φυσικού» υπαρχηγού της πιο επικίνδυνης εγκληματικής οργάνωσης στη χώρα.
Η δίκη εξελίχθηκε σε παρωδία με αμφιβόλου… αξιοπιστίας αποτέλεσμα. Το δικαστήριο ήταν γεμάτο από χρυσαυγίτες που επέβαλαν ατμόσφαιρα τρομοκρατίας. Δεν επέτρεπαν την είσοδο στην αίθουσα σε κανέναν που είχε πάει για να συμπαρασταθεί στο θύμα ή τη μάρτυρα κατηγορίας. Προσπαθούσαν να εκφοβίσουν όποιον δεν ήταν μαζί τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένας ιερέας – καθηγητής, συνάδελφος της κυρίας Βαβαγιάννη. «Τον πέρασαν αρχικά για δικό τους. Μόλις κατάλαβαν ότι ήρθε για να μου συμπαρασταθεί, εξυβρίσθη από τους ανθρώπους του Κασιδιάρη χυδαία», έχει δηλώσει η ίδια.
Για την επίθεση στον Διαλυνά το 2007 ο Κασιδιάρης τελικά αθωώθηκε, με μαρτυρία συγγενούς του ότι ήταν μαζί του εκείνη την ώρα! Η υπεράσπιση εμφάνισε και ένα μάρτυρα, που χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο ισχυρίστηκε ότι είδε το αυτοκίνητο του Κασιδιάρη εκείνο το πρωί σε ένα πάρκινγκ. Του ζήτησαν απόδειξη στάθμευσης, αλλά δεν… κατάφερε να την προσκομίσει. Ούτε τα φέιγ βολάν της φασιστικής οργάνωσης που βρέθηκαν εκείνη την ημέρα στην Πανεπιστημιούπολη εκτιμήθηκαν ως αποδεικτικό στοιχείο.
«Όλοι κάνουμε λάθη», είπε ανακοινώνοντας την απόφαση η πρόεδρος της έδρας (!), ενώ εξερχόμενος από το δικαστήριο, ο Ηλίας Κασιδιάρης δήλωνε στους εκπροσώπους του Τύπου ότι «είμαστε πανίσχυροι».
Το εξωφρενικό της ιστορίας είναι ότι μετά την αθωωτική απόφαση – το Μάρτιο του 2013 – ακολούθησε η δίκη της ίδιας της Βαβαγιάννη, η οποία είχε στο μεταξύ κατηγορηθεί από τον Κασιδιάρη για ψευδορκία και συκοφαντία. Από μάρτυρας κατηγορίας βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, επειδή είχε γράψει έναν αριθμό αυτοκινήτου που έτυχε να είναι του ηγετικού μέλους της Χρυσής Αυγής!
«Το δικαστήριο δεν αθώωσε απλά τον Κασιδιάρη λόγω αμφιβολιών, αμφισβήτησε την κατάθεσή μου, την αξιοπιστία μου. Ακούστηκαν τόσα ψεύδη, ακόμα και για τον σύζυγό μου που στο μεταξύ είχε αποβιώσει, ενώ για εμένα προσπάθησαν να υπονοήσουν ότι είχα σχέσεις με την τρομοκρατία», έχει δηλώσει η πανεπιστημιακός.
Η περιπέτεια ήταν εξαντλητική ψυχολογικά για την κυρία Βαβαγιάννη, που στα ακροδεξιά sites και blogs είχε αναχθεί σε μέγαιρα που λόγω ιδεολογίας ήθελε να πλήξει τη Χρυσή Αυγή. Παρουσιαζόταν ως κομματική εγκάθετη, που εντάλθηκε να καταθέσει από ανθρώπους του ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν ήμουν καν μέλος κόμματος. Αλλά για ποιο λόγο να μπω σε αυτή τη διαδικασία; Για να πέσει από 0,3% που είχε τότε η ΧΑ χαμηλότερα; Ή μήπως για να γίνει από 4% που είχε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση;»
Πριν από την τέλεση της δίκης η πλευρά Κασιδιάρη πλησίασε την κυρία Βαβαγιάννη, προτείνοντας να αποσυρθεί η μήνυση εναντίον της. «Όχι, θέλω να δικαστώ και να αθωωθώ», απάντησε και αυτό συνέβη το 2016, με την κρίση του δικαστηρίου ότι δεν συγκροτείται από τα στοιχεία αντικειμενική υπόσταση αδικήματος.
Το κακό όμως είχε ήδη γίνει. Το μήνυμα της Δικαιοσύνης ήταν σαφές: απλώς δεν μπλέκεις με την Χρυσή Αυγή. Η αθώωση του Κασιδιάρη ήρθε λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Αν το πρωτοπαλίκαρο της ναζιστικής οργάνωσης είχε καταδικαστεί, τα πράγματα ίσως να ήταν τελείως διαφορετικά. Οι χρυσαυγίτες δεν θα ένιωθαν τόσο ισχυροί. Το θράσος και η ανεξέλεγκτη δράση τους είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα είχαν μετριαστεί. Δεν είναι αυθαίρετο συμπέρασμα ότι πολλά εγκλήματα θα είχαν αποτραπεί. Πιθανότατα και η δολοφονία Φύσσα.
Μεταξύ αυτών που ένιωσαν δικαιωμένοι με την απόφαση της 7ης Οκτωβρίου είναι ασφαλώς η κυρία Βαβαγιάννη και ο Κώστας Διαλυνάς. Ο οποίος εδώ και χρόνια είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά ο κρατικός μηχανισμός κώφευε, ακούσια ή εκούσια. Χρειάστηκε να ζήσουμε την κλιμάκωση της εγκληματικής δράσης της Χ.Α. και την ανάδειξη της σε πολιτική δύναμη για να συνειδητοποιήσει η πλατιά μάζα περί τίνος ακριβώς πρόκειται.
«Οι ναζί δεν επιτέθηκαν σε εμένα “προσωπικά” με τη στενή έννοια του όρου. Επιτέθηκαν σε κάποιον “αναρχικό”, και αν δεν είχαν θεωρήσει πως είμαι “αναρχικός”, θα μπορούσαν να έχουν αναγνωρίσει στο πρόσωπό μου κάποιον μετανάστη, αριστερό, ομοφυλόφιλο, άστεγο, συνδικαλιστή. Εχθρός των ναζί είναι η κοινωνία…».