Στις 13 Οκτωβρίου του 1917 περισσότεροι από 70.000 Πορτογάλοι από κάθε σημείο της χώρας συγκεντρώνονται στην μικρή πόλη Φάτιμα, της οποίας ο πληθυσμός δεν ξεπερνά τις 5-6 χιλιάδες. Με μπροστάρηδες τρία παιδιά, τρία βοσκόπουλα ηλικίας 7, 9 και 10 ετών περιμένουν την εμφάνιση της Παναγίας…
Όλα είχαν ξεκινήσει μερικούς μήνες νωρίτερα, τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, όταν τα παιδιά άργησαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους και δικαιολογήθηκαν λέγοντας ότι στα βοσκοτόπια της Φάτιμα είχαν δει την Μεγαλόχαρη, που εμφανίστηκε και τους μίλησε. Όπως ήταν φυσικό, αρχικά δεν τους πίστεψε κανείς και οι περισσότεροι σκέφτηκαν ότι ήταν απλά ένα κόλπο για να αποφύγουν την τιμωρία από τους γονείς τους.
Ωστόσο εκείνα επέμειναν και στις 13 κάθε μήνα επέστρεφαν στο ίδιο σημείο και συνέχιζαν να ισχυρίζονται ότι βλέπουν την Παναγία και συζητούν μαζί της, παρά το γεγονός ότι όσοι κατά καιρούς τους συνόδευαν αδυνατούσαν να αντιληφθούν την παρουσία της.
Σύμφωνα με όσα υποστήριζαν η Λουσία ντος Σάντος και τα ξαδέλφια της Φρανσίσκο και Ζασίντα Μάρκο, τον Οκτώβριο και την ίδια πάντα ημέρα, η Παναγία εμφανιζόταν ξανά και η παρουσία της θα γινόταν αυτή τη φορά αντιληπτή από όλους. Γεγονός που δημιούργησε παροξυσμό στην Πορτογαλία, μια χώρα με έντονο θρησκευτικό συναίσθημα, όπου ο Ρωμαιοκαθολικισμός παραμένει ακόμη και σήμερα κραταιός.
Αν και ήταν ένα πρωί με πολλή συννεφιά και ψιλόβροχο, οι μάρτυρες υποστηρίζουν ότι κάποια στιγμή η Λουσία ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να κλείσουν τις ομπρέλες τους και μετά από λίγα λεπτά εμφανίστηκε ένας λαμπρός ήλιος που για τους συγκεντρωμένους αποτελούσε απόδειξη του «θαύματος». Αν και δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε αυτά που έβλεπαν, αφού οι μαρτυρίες διέφεραν κατά πολύ μεταξύ τους, είχαν όλοι την ίδια αίσθηση ότι κοιτώντας κατάματα τον ήλιο βρέθηκαν πολύ κοντά στο Θείο και περιέγραφαν μια αλλόκοτη εμπειρία με το ουράνιο σώμα να αλλάζει χρώματα και να «χορεύει» μπροστά στα μάτια τους.
«Νιώθω ανίκανος να περιγράψω αυτό που είδα. Κοίταξα ευθεία τον ήλιο, ο οποίος φαινόταν χλωμός και δεν ενοχλούσε τα μάτια μου. Έμοιαζε με μια μπάλα χιονιού, που περιστρεφόταν και φαινόταν ότι πλησίαζε τη γη. Τρομοκρατήθηκα και έτρεξα να κρυφτώ ανάμεσα στους άλλους, οι οποίοι έκλαιγαν και περίμεναν το τέλος του κόσμου» διηγήθηκε αργότερα ένας εξ αυτών… Για τους επιστήμονες βέβαια αυτό το σκηνικό αποδόθηκε σε φυσικό φαινόμενο και οπτική ψευδαίσθηση που δημιουργήθηκε από τις αντανακλάσεις του ήλιο, θεωρώντας ότι αυτό κατέληξε σε ομαδική παράκρουση και υστερία, όμως η επίσημη καθολική εκκλησία είχε διαφορετική γνώμη.
Θεώρησε δηλαδή ότι όντως επρόκειτο για ένα θαύμα και ανέλαβε την ανέγερση μιας εκκλησίας αφιερωμένη στην Θεομήτορα σε εκείνο το σημείο. Σήμερα, μαζί με την Παναγία της Λούρδης θεωρείται από τους πλέον ιερούς χώρους για τους Καθολικούς, κάτι αντίστοιχο με τις εκκλησίες της Τήνου ή Σουμελά για τους Ορθόδοξους, πράγμα που σημαίνει ότι έκτοτε η περιοχή γνώρισε μια πρωτοφανή ανάπτυξη που συνδέεται με την έκρηξη αυτού που αποκαλούμε θρησκευτικό τουρισμό…
Ωστόσο η ιστορία δεν σταματά εκεί. Τα τρία παιδιά ισχυρίστηκαν ότι η Παναγία τους είχε εκμυστηρευθεί και τρεις προφητείες, με το Βατικανό να σπεύδει προς υπεράσπισή τους και να κρατά ως επτασφράγιστο μυστικό την τρίτη από αυτές, αποκαλύπτοντάς την μόλις το 2000.
Η πρώτη προφητεία είχε να κάνει με μια φρικιαστική εικόνα της κόλασης που ερχόταν για τους αμετανόητους άπιστους που είχαν φύγει από τον δρόμο του Θεού, ενώ η δεύτερη θεωρήθηκε ότι προέβλεπε το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δυστυχώς για αυτούς ούτε ο Φρανσίσκο ούτε ο Ζασίντο Μάρκο έζησαν για να δουν την δεύτερη να υλοποιείται αφού τα άτυχα παιδιά έπεσαν θύματα της ισπανικής γρίπης. Όμως η μικρή Λουσία σώθηκε και στη συνέχεια έγινε μοναχή, ενώ μετέβη στο Βατικανό. Τα ξαδέλφια της έγιναν όσιοι, ενώ όταν εκείνη έφυγε από την ζωή το 2005 σε ηλικία 97 ετών ο ίδιος ο Πάπας Βενέδικτος (τότε ακόμη καρδινάλιος) διέταξε να σφραγιστεί ο τάφος της προκειμένου να ξεκινήσουν οι διαδικασίες αγιοποίησης της.
Μερικά χρόνια νωρίτερα αποκαλύφθηκε και το περιεχόμενο της τρίτης κατά σειρά προφητείας που δεν ήταν άλλη από την απόπειρα δολοφονίας του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ. Η μοναχή Λουσία είχε πει ότι η Παναγία της είχε μεταφέρει την εικόνα από «έναν επίσκοπο ντυμένο στα λευκά, ο οποίος βαδίζει προς τον σταυρό του Χριστού εν μέσω των σωμάτων των μαρτύρων της πίστης και που κι ο ίδιος πέφτει από τις σφαίρες στρατιωτών». Στις 13 Μαΐου 1981 (επέτειο της εμφάνισης στην Φάτιμα)ο Ποντίφικας αποφεύγει την σφαίρα του Τούρκου Μεχμέτ Αλί Αγκτζά στην πλατεία Αγίου Πέτρου και ο εκπρόσωπος του Βατικανού υποστήριξε: «Είναι φανερό, σήμερα, πως εκείνος ο επίσκοπος στα λευκά ήταν ο ίδιος ο Ιωάννης Παύλος. Έγινε σαφές πως υπήρξε ένα μητρικό χέρι που οδήγησε την πορεία του βλήματος, επιτρέποντας στον ψυχορραγούντα Πάπα να σταματήσει πριν το κατώφλι του θανάτου»…
Πάντως, ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, ο Πάπας μετέβη ο ίδιος στην Φάτιμα για τον εορτασμό της επετείου. Εκείνη την ημέρα ένας Ισπανός ιερέας συλλαμβάνεται λίγο πριν τον τραυματίσει θανάσιμα με μια ξιφολόγχη που είχε κρύψει κάτω από το ράσο του. Κάτι που φαίνεται πως δεν είχε προβλεφθεί ούτε από την Λουσία και τα οράματά της.