Ο «βασιλιάς του μπαρμπουτιού»: Ο Έλληνας νονός των νονών που δεν ακούμπαγε ούτε η Μαφία

Το αφεντικό του οργανωμένου εγκλήματος και η συνύπαρξή του με την Κόζα Νόστρα

Για την δράση της Μαφίας στην Αμερική έχουν γραφτεί πολλά. Και όχι άδικα, αφού οι απόγονοι των σισιλιάνων της Κόζα Νόστρα είχαν τον έλεγχο ολόκληρων πόλεων, με ελάχιστους να αμφισβητούν την εξουσία τους ή έστω να τολμούν να λειτουργήσουν ως ίσοι απέναντί τους.

Άλλωστε για να το πετύχει κάποιος χρειαζόταν να διαθέτει ένα «κοκτέιλ» χαρακτηριστικών γνωρισμάτων που δεν είναι εύκολο να το συναντήσεις εύκολα. Θα έπρεπε ο «εκλεκτός» να έχει κουράγιο, θάρρος, θράσος, πονηριά, δύναμη, διαπραγματευτικές ικανότητες και φυσικά την διάθεση να παίξει την ζωή του κορώνα-γράμματα κάθε φορά που στεκόταν (για καλό ή για κακό) ενώπιος ενωπίω με μερικές από τις πλέον εμβληματικές και αδίστακτες φιγούρες του υποκόσμου της Νέας Υόρκης.

Το συμπέρασμα που μάλλον προκύπτει βέβαια είναι πως εάν διαθέτεις όλα τα παραπάνω, τότε πιθανότατα είσαι κι εσύ ένας από αυτούς. Ένας «νονός», δηλαδή, όπως αποκαλύφθηκε πως ήταν ο Spiro Velentzas που για δεκαετίες διαφέντευε το δικό του κομμάτι της Νέας Υόρκης και συγκεκριμένα την Αστόρια, την περιοχή που το ελληνικό στοιχείο είναι πιο έντονο ακόμη και συγκρινόμενο με πολλές γειτονιές της Αθήνας.

«Ήμουν ο βασιλιάς στους δικούς μου, τους Έλληνες. Μεγαλώσαμε μαζί, όλοι με ήξεραν. Εγώ έδινα τις εντολές. Εγώ ήμουν το αφεντικό στην Αστόρια» είχε πει, με καμάρι, σε συνέντευξή του στην «Daily News» το 1994 όταν πλέον η δράση του είχε φτάσει στο τέλος της μετά την καταδίκη του από ομοσπονδιακό δικαστήριο.

Μέχρι όμως να πιαστεί στα δίχτυα του FBI ο Σπύρος είχε κολλήσει τα «ένσημά» του στον υπόκοσμο, ισορροπώντας διαρκώς ανάμεσα στις μεγάλες φαμίλιες που είχαν τον απόλυτο έλεγχο και ιδιαίτερα μεταξύ των διαβόητων Lucchese και Gambino, λίγο πριν και οι δικές τους αυτοκρατορίες καταρρεύσουν σαν χάρτινοι πύργοι.

Παιδί ακόμα σε ηλικία 14 ετών, είχε φτάσει στα τέλη της δεκαετίας του ’40 στην Αμερική, αφού οι γονείς του έφυγαν από την διαλυμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο πατρίδα τους. Πρώτος προορισμός η Βοστώνη, σύντομα όμως η οικογένεια εγκαταστάθηκε εκεί που χτυπά η καρδιά της ομογένειας. Στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στην Αστόρία, όπου ο πατέρας του –όπως τόσοι άλλοι- ανοίγει greek restaurant, με την ελπίδα ότι ο γιος του θα αναλάβει μια μέρα το μαγαζί τους.

Ο Σπύρος όμως έχει άλλα σχέδια. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι παρέμεινε στον χώρο της… εστίασης, αφού γίνεται ιδιοκτήτης καφενείου, με την διαφορά πάντως να έγκειται στο γεγονός ότι δεν ενδιαφερόταν τόσο για τα… ποτά, αλλά για τα… κόκαλα. Ναι, σωστά καταλάβατε. Το μπαρμπούτι. Μια… τέχνη που την έμαθε καλά στη συνέχεια όταν θήτευσε στο πλευρό του θρυλικού Pete the Greek, του Μανιάτη ομογενούς Πέτρου Κουράκου από τον οποίο έμαθε όλα τα κόλπα, «κληρονομώντας» κατόπιν κάθε κουτούκι που είχε μετατραπεί σε ναό του παράνομου τζόγου στην πόλη.

Την εποχή της ακμής του είχε τον έλεγχο σε δεκάδες τέτοια μαγαζιά, έχοντας αντιληφθεί ότι για να επιβιώσει όφειλε να πληρώνει το μερίδιό του στους Ιταλούς μαφιόζους. Ήταν μπλεγμένος σε μηχανήματα πόκερ, φρουτάκια, ιππόδρομο, τζόγο, σε κάθε μορφή παρανομίας. Η πρώτη «διαταγή» πληρωμής ήταν 10 χιλιάρικα τον μήνα, για να του παρέχουν προστασία και ουσιαστικά ανεμπόδιστη λειτουργία και δράση.

Όμως ο Βελέντζας δεν ήταν διατεθειμένος να πληρώνει για πάντα ακριβά τους Σικελούς. Αφού μπορούσε να είναι φίλος τους… Με έναν από αυτούς άλλωστε είχαν μεγαλώσει από παιδιά στους δρόμους του Κουίνς. Ήταν τότε ο κολλητός του Τζον Γκότι που αργότερα ανέλαβε τον έλεγχο της οικογένειας Gambino. Ο Έλληνας χρησιμοποίησε αυτό το έξτρα «όπλο», γνωρίζοντας καλά ότι ο ίδιος έχοντας τις πλάτες μιας άλλης διαβόητης οικογένειας, εκείνης των Lucchese έπρεπε να είναι δυο φορές προσεχτικός προκειμένου να μην βρεθεί σε «διασταυρούμενα πυρά» και να μπορεί να εκμεταλλεύεται τυχόν μεταξύ τους διαμάχες για δικό του όφελος.

Η σχέση του με τον Γκότι διαλύθηκε, όπως μαρτυρά και η απομαγνητοφώνηση συνομιλιών του «νονού των νονών» που έπιασε ο κοριός του FBI. «Πες σε αυτόν τον αλήτη πως εγώ, ο Τζον Γκότι, θα του ξεριζώσω το γαμ… το κεφάλι του» είχε πει όταν έμαθε πως ο πρώην συνεργάτης του είχε ανοίξει ακόμη μια μπαρμπουτιέρα σε δική του περιοχή. Τότε θεώρησε ότι αυτή η κίνηση ήταν μια πρόκληση των Lucchese, και ότι έδειχνε ασέβεια προς το πρόσωπό του. Οι δύο οικογένειες βρέθηκαν στα πρόθυρα του πολέμου εξαιτίας του Έλληνα και σίγουρα κάτι τέτοιο θα είχε συμβεί εάν δεν βρίσκονταν τελικά όλοι τους πίσω από τα σίδερα λίγο αργότερα.

Ο Βελέντζας χρεώνει το συγκεκριμένο θέμα στον διαβόητο Fat Pete Chiodo, μπράβο της οικογένειας Lucchese που αργότερα έγινε το «βαθύ λαρύγγι» της ομοσπονδιακής αστυνομίας. Υποστηρίζει ότι εκείνος τον παραπλάνησε. «Αυτός το άνοιξε το μαγαζί και κατηγόρησε εμένα. Πως το έκανα εγώ. Παραλίγο να με σκοτώσουν γι’ αυτό» δήλωσε αργότερα ο Σπύρος, που στη συνέχεια αντιλήφθηκε πως στο πρόσωπο του βάρους 180 κιλών μαφιόζου είχε βρει έναν θανάσιμο εχθρό για λόγους που δεν αποσαφηνίστηκαν ποτέ πλήρως.

Ξανά ο Fat Pete ήταν εκείνος που επιβεβαίωνε στον εισαγγελέα ότι ο Βελέντζας είχε διατάξει την δολοφονία του Sarecho «Sammy the Arab» Nalo. Ενός τύπου που με ριφιφί είχε αποσπάσει λεία ύψους 4 εκατομμυρίων ευρώ από το ξενοδοχείο Pierre, ανάμεσα σε άλλα «κατορθώματά» του. Πυροβολήθηκε την ώρα που βρισκόταν σε μαγαζί του Βελέντζα κι ενώ συνομιλούσε εκείνη την ώρα με τον Έλληνα «νονό». Σύμφωνα με την διήγηση του ίδιου, ο Chiodo τον είχε εκτελέσει για παλαιότερο χρέος προς την Μαφία, φροντίζοντας το φονικό να γίνει έτσι ώστε να κατηγορηθεί ο Έλληνας.

Μια εκδοχή που τελικά έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο και έστειλε τον Σπύρο Βελέντζα με ισόβια κάθειρξη στην φυλακή. Λεπτομέρεια: Πρωτόδικα είχε καταδικαστεί σε 8-20 χρόνια για άλλα αδικήματα και λόγω κακοδικίας είχε γλιτώσει την επιβολή ποινής για αυτήν την δολοφονία. Εκείνος όμως θέλησε να «καθαρίσει» το όνομά του και πήγε σε δεύτερη δίκη. Όπως αποδείχτηκε, ήταν το μεγαλύτερο λάθος του Έλληνα νονού που για 25 χρόνια έδρασε κάτω από την μύτη των Σικελών, καταφέρνοντας σχεδόν πάντα να καλύπτει τα ίχνη του.