Στις 16 Ιουνίου του 1983 οι θεατές που έχουν συγκεντρωθεί κατά χιλιάδες στο θρυλικό Madison Square Garden της Νέας Υόρκης περιμένοντας το Fight of the night. Την σύγκρουση μεταξύ του Ντέιβι Μουρ με τον Ρομπέρτο Ντουράν. Την ημέρα των 32ων γενεθλίων του, ο σπουδαίος Παναμέζος μποξέρ, κόντρα στα προγνωστικά, επικρατεί του αντιπάλου του και ανακτά την ζώνη WBA super welterweight. Ο μέχρι τότε αήττητος Αμερικανός πέφτει στο καναβάτσο και ο Ντουράν στέφεται ξανά παγκόσμιος πρωταθλητής, στον ίδιο χώρο που τα είχε καταφέρει και 11 ολόκληρα χρόνια νωρίτερα.
Αν και το συγκεκριμένο γεγονός θεωρείται από τα κορυφαία της δεκαετίας στην ιστορία του αθλήματος, πέρασε σε δεύτερη μοίρα στην μυθοπλασία του σπορ, καθώς νωρίτερα μπροστά στα μάτια του κόσμου είχε εξελιχθεί ένα δράμα του οποίου οι πραγματικές διαστάσεις αποκαλύφθηκαν πολύ αργότερα.
Πριν το main event ήταν προγραμματισμένη η αναμέτρηση του Μπίλι Κόλινς Τζούνιορ εναντίον του Λούις Ρέστο. Το προφίλ των δύο μονομάχων ήταν εντελώς διαφορετικό. Ο πρώτος ήταν ένας νεαρός και ανερχόμενος μποξέρ, την στιγμή που ο αντίπαλός του είχε μεν «φάει» τα ρινγκ με το… κουτάλι, αλλά είχε αφήσει οριστικά πίσω του τις πραγματικά καλές πυγμαχικές μέρες του.
Η διαφορά ήταν τόσο μεγάλη στην θεωρία, που πολλοί πίστευαν ότι ο συγκεκριμένος αγώνας δεν ήταν παρά ένα σκαλοπάτι στην καριέρα του Κόλινς, που αν έπαιρνε αυτή τη νίκη θα εδραιωνόταν στην κατηγορία και πως σχετικά σύντομα ίσως έπαιρνε και μια ευκαιρία ακόμη και για τίτλο.
Ωστόσο στο ρινγκ εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Ο νεαρός υπέφερε από τα χτυπήματα του αντιπάλου του και η εικόνα του προσώπου του ήταν σοκαριστική. Μετά τον 10ο γύρο δεν ήταν σε θέση να δει καν από τα δυο του μάτια και μοιραία γνώρισε την ήττα. Όταν, όμως, δευτερόλεπτα μετά την επίσημη ανακοίνωση του νικητή, ο πατέρας του Κόλινς πήγε στην γωνία του Ρέστο για να τον συγχαρεί, διαπίστωσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τα γάντια του.
Ξέσπασε σε φωνές και διαμαρτυρίες που τελικά εισακούσθηκαν από τους κριτές και την επιτροπή του αγώνα η οποία αφαίρεσε τα γάντια του πυγμάχου για περαιτέρω ελέγχους., Το πόρισμα ήταν «γροθιά» στην ίδια την πυγμαχία και αποτέλεσε ένα πολύ ισχυρό χτύπημα στην αξιοπιστία της.
Αρχικά οι διαμαρτυρίες σχετίζονταν με το πάχος των γαντιών του Ρέστο. Ο ίδιος ο πατέρας του Κόλινς το διαπίστωσε με τα χέρια του, ενώ υποψίες του είχαν δημιουργηθεί και κατά την διάρκεια του αγώνα, βλέποντας τον γιο του να υποφέρει και να γεμίζει σημάδια από τα χτυπήματα ενός αντιπάλου που και δεν ήταν στα καλύτερά του και επίσης δεν φημιζόταν για την δύναμή του. Μετά από περίπου ένα μήνα ερευνών αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο και ότι όντως ο προπονητής του Ρέστο είχε αφαιρέσει την ειδική έξτρα προστασία, πράγμα που ενίσχυε την δύναμη των γροθιών του…
Με τον Κόλινς να υποφέρει από χρόνιο πρόβλημα που προέκυψε στα μάτια, το οποίο δεν ήταν δυνατό να διορθωθεί, το αποτέλεσμα ήταν να βάλει τέλος σε ένα πολύ υποσχόμενο μέλλον στον χώρο. Η μελαγχολία του για αυτή την άδοξη εξέλιξη τον οδήγησε στο κατώφλι της κατάθλιψης και στο αλκοόλ και τελικά –οδηγώντας υπό την επήρεια οινοπνεύματος, σκοτώθηκε σε τροχαίο. Οι δικοί του άνθρωποι τότε έκαναν λόγο για αυτοκτονία.
Μετά από περίπου τρία χρόνια τόσο ο Ρέστο, όσο και ο προπονητής του λογοδότησαν ενώπιον δικαστηρίου που τους έκρινε ένοχους για το περιστατικό, με τον πρώην πυγμάχο πάντως να επιμένει για την αθωότητά του και να υποστηρίζει ότι όλα έγιναν χωρίς εκείνος να γνωρίζει κάτι.
Σχεδόν 25 χρόνια μετά από το τραγικό συμβάν, όμως, έσπασε και αποφάσισε να επιλέξει τον λυτρωτικό δρόμο της αλήθειας. Ίσως για να δώσει και μια ηθική ικανοποίηση στην οικογένεια του θύματος, παραδέχτηκε τα πάντα ενώ έδωσε και μερικές επιπλέον ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για το έγκλημα.
Όπως είπε, τα πιο λεπτά γάντια δεν ήταν το μοναδικό φάουλ στον αγώνα. Ο προπονητής του είχε κάνει ακόμη μία ατιμία. Τα είχε βουτήξει σε υγρό γύψο ο οποίος στη συνέχεια στερεοποιήθηκε πάνω στα γάντια, δίνοντάς του την δυνατότητα για συντριπτικά χτυπήματα στον αντίπαλό του και σαν να μην έφτανε αυτό, ο ραδιούργος τεχνικός είχε φτάσει στο σημείο να τρίψει σε σε σκόνη χάπια για το άσθμα και τα είχε ρίξει μέσα στο νερό του αθλητή του, αυξάνοντας έτσι την ικανότητά του να αναπνέει όσο περνούσε η ώρα…
Ο Ρέστο, διαλυμένος ψυχολογικά από τις ερινύες, παραδέχτηκε κλαίγοντας τα πάντα στην μητέρα του αδικοχαμένου πυγμάχου, ενώ η σκηνή που κλαίει γοερά πάνω στο μνήμα του σπάει καρδιές. Χωρίς –φυσικά- να αλλάζει και πολλά για την ουσία της υπόθεσης και την πρωτοφανή εγκληματική πράξη του απέναντι σε έναν συνάδελφό του αλλά και την αθλητική κοινότητα στο σύνολό της.