Σχεδόν 50 ολόκληρα χρόνια έχουν περάσει από την «μαύρη» πρώτη Κυριακή του Οκτώβρη του 1971 όταν μέσα στην πόλη της Ρόδου συνέβη το τραγικό δυστύχημα που έφερε το τέλος των αγώνων ταχύτητας εντός των ελληνικών πόλεων. Από τότε που η οικογένεια του μηχανοκίνητου αθλητισμού βυθίστηκε στο πένθος από τον θάνατο του Γιάννη Μεϊμαρίδη, που συγκλόνισε το πανελλήνιο και οδήγησε σε αποφάσεις οι οποίες ακόμη και σήμερα αμφισβητούνται έντονα.
Το θέμα πήρε τεράστιες διαστάσεις για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι σχετικά κοντά σε αυτήν την ημερομηνία είχαν συμβεί άλλα δύο πολύ σοβαρά τροχαία που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο οδηγών και συγκεκριμένα του Μακ Ντόναλντ στην Κέρκυρα αλλά και του Πέτρος Κουβάτσου, ξανά στην Ρόδο. Ο δεύτερος σχετιζόταν με την ταυτότητα του θύματος. Εκεί, στα τείχη της παλιάς πόλης του νησιού των ιπποτών, εκείνη την αποφράδα ημέρα, έχανε την ζωή του ο Μεϊμαρίδης ο οποίος εκτός από πρωταθλητής επί σειρά ετών, τύγχανε και γόνος της γνωστής οικογένειας που εκείνη την εποχή (και για πολλά χρόνια αργότερα) ήταν από τις πλέον γνωστές και ευκατάστατες στην Ελλάδα, καθώς ήταν ιδιοκτησία τους η γνωστή σειρά καταστημάτων «ΑΚΡΟΝ-ΙΛΙΟΝ-ΚΡΥΣΤΑΛ».
Ο «Μαύρος», όπως ήταν το προσωνύμιό του στα ράλι, δεν ήταν απλά ένας ευκατάστατος οδηγός που έτρεχε για την «πλάκα» του στους αγώνες. Χρησιμοποιώντας την οικονομική του άνεση, λειτουργούσε σχεδόν σε επαγγελματικά πρότυπα, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή τόσο στην κατάσταση του αυτοκινήτου του όσο και στον τρόπο προσέγγισης του κάθε σιρκουί.
Το Alfa Romeo που οδηγούσε ήταν πάντα στην «πένα», την ίδια ώρα που οι περισσότεροι από τους συναγωνιστές του λειτουργούσαν με την ίδια αγάπη μεν, αλλά με μια πολύ πιο «ερασιτεχνική» προσέγγιση. Και για αυτό όταν διαγωνιζόμενοι και θεατές συνειδητοποίησαν ότι ήταν το δικό του αμάξι που είχε προσκρούσει λίγο μετά την πύλη της Αγίας Αικατερίνης, το έτσι κι αλλιώς τεράστιο σοκ έγινε ακόμη μεγαλύτερο.
Το μόνο που πρόλαβαν να δουν οι παρευρισκόμενοι ήταν το αυτοκίνητο να γυρνά απότομα προς τα δεξιά, να βρίσκει στο πεζοδρόμιο και στη συνέχεια με ταχύτητα περίπου 130 χιλιομέτρων την ώρα συγκρούστηκε στα τείχη. Οι ήχοι από και τέτοια σύγκρουση «πάγωσαν» το αίμα όλων, ενώ η μυρωδιά και η σκόνη που σηκώθηκε από την έκρηξη που ακολούθησε, επιβεβαίωσε τον φόβο όλων ότι κάτι πολύ κακό είχε συμβεί.
Αμέσως συνάδελφοί του αλλά και απλοί θεατές έσπευσαν να τον βοηθήσουν και πλησιάζοντας αντιλήφθησαν από την εικόνα της Alfa Romeo την σοβαρότητα του περιστατικού. Αν και σωματικά το μόνο τραύμα που έφερε ο Μεϊμαρίδης ήταν ένα συντριπτικό κάταγμα στο πόδι, το αυτοκίνητο «έλεγε» μια άλλη ιστορία.
Η σφοδρότητα της σύγκρουσης είχε καταστρέψει ολοσχερώς όλο το μπροστινό τμήμα και όπως αποδείχτηκε πολύ σύντομα, ήταν καθοριστική για τον «Μαύρο». Αν και δεν έφερε εξωτερικά τραύματα στο κεφάλι, ο εγκέφαλός του είχε πάθει ανεπανόρθωτη ζημιά, με αποτέλεσμα να πέσει σε κώμα και τελικά να φύγει από την ζωή σχεδόν 24 ώρες αργότερα.
Το περιστατικό έγινε πρώτο θέμα συζήτησης παντού και σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησαν και οι έρευνες που οδήγησαν σε αυτό το τραγικό γεγονός.
Τότε ορισμένοι υποστήριξαν ότι ένας άλλος οδηγός, ο Κώστας Παπούδης τον είχε βρει με την δική του BMW 2002 από πίσω, με αποτέλεσμα ο Μεϊμαρίδης να χάσει τον έλεγχο. Χωρίς να υπάρχει ξεκάθαρη θέση για το αν ήταν μια εκούσια ή ακούσια ενέργεια, οι υπεύθυνοι της ΕΛΠΑ φάνηκε να υιοθετούν αυτό το σενάριο και να δείχνουν με το δάχτυλο ως υπεύθυνο τον συνοδηγό του.
Οι πιέσεις για ένα γρήγορο πόρισμα έφεραν τελικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με την επίσημη θέση της ΕΛΠΑ, τα γεγονότα συνέβησαν ως εξής. Ο «Μαύρος» ετοιμαζόταν να ρίξει γύρο προσπερνώντας τον Κώστα Παπούδη, ενώ την ίδια ώρα πιεζόταν από τον γνωστό «Αστερίξ», δηλαδή τον Άρη Λουμίδη. Ενώ προσπερνούσε το πιο αργό αμάξι που βρέθηκε μπροστά του, σύμφωνα πάντα με το πόρισμα, η BMW, χτύπησε το πίσω μέρος του Alfa Romeo, και τελικά ο Μεϊμαρίδης δεν πρόλαβε να αντιδράσει και ακαριαία βρέθηκε να χτυπάει με απίστευτη δύναμη τα τείχη της παλιάς πόλης…
Τότε ακούστηκαν και διάφορα άλλα σενάρια, που υποστήριζαν ότι η πόρτα του αυτοκινήτου του Παπούδη είχε ανοίξει και αυτή είχε βρει το αμάξι του «Μαύρου», ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι είχε σπάσει η βάση του καθίσματός του και πλέον του ήταν αδύνατο να το ελέγξει. Παράλληλα, δεν ήταν λίγοι και αυτοί που απέδωσαν το δυστύχημα σε ριψοκίνδυνο προσπέρασμα του ίδιου του θύματος, στην απόπειρά του να εξασφαλίσει ακόμη μία νίκη στην πορεία του προς τον τίτλο.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση το πόρισμα της ΕΛΠΑ ήταν «πέλεκυς» για τον Παπούδη, στον οποίο χρεώθηκε το γεγονός, με αποτέλεσμα να αποβληθεί δια βίου από τους αγώνες ταχύτητας, οι οποίοι επιπλέον απαγορεύτηκαν δια παντός μέσα στα όρια των ελληνικών πόλεων δίχως δεύτερη σκέψη και χωρίς να υπάρξει ποτέ αναθεώρηση και αναψηλάφηση των συνθηκών που οδήγησαν εκεί. Σημείωση: ο Παπούδης ουδέποτε δέχτηκε την απόφαση των αγωνοδικών και συνέχισε μέχρι τέλους να υποστηρίζει την αθωότητά του.