Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πιστοποίησε την ανάδειξη των ΗΠΑ σε κορυφαία στρατιωτική δύναμη που ξεπέρασε σε ισχύ «παραδοσιακές» χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή η Γαλλία. Από τότε οι Αμερικανοί σπανίως βρέθηκαν «στριμωγμένοι» στα «σκοινιά», με την περίπτωση του Βιετνάμ, βέβαια, να αποτελεί την μεγαλύτερη ήττα που έχουν δεχτεί ποτέ στο προφίλ τους.
Ωστόσο την περίοδο που μαίνονταν ακόμη οι μάχες με τους Βιετκόνγκ, οι ΗΠΑ βίωσαν έναν πρωτοφανή εξευτελισμό, σε διπλωματικό επίπεδο, από ένα άλλο ασιατικό κράτος που παραμένει ακόμη και σήμερα (παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες εξομάλυνσης των διμερών σχέσεών τους) «εχθρός». Την Βόρεια Κορέα.
Βρισκόμαστε στο 1968 και έχουν ήδη συμπληρωθεί 20 χρόνια από την ημέρα που ο Κιμ Σονγκ Ιλ (παππούς του σημερινού ηγέτη της χώρας, Κιμ Γιονγκ Ουν) έχει αναρριχηθεί στην ηγεσία, έχοντας στα χέρια του απόλυτες εξουσίες και απολαμβάνοντας πραγματικά την αγάπη του λαού του που τον θεωρούσε απελευθερωτή από τους Ιάπωνες.
Έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης, ίδρυσε την Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας και αυτόματα μπήκε στο μάτι των Αμερικανών που διαπίστωναν ότι πλέον στην περιοχή είχαν και ένα δεύτερο μεγάλο ανάχωμα στα σχέδιά τους, μετά το Βιετνάμ και τον Χο Τσι Μινχ.
Το κλίμα ήταν ήδη τεταμένο και μετατράπηκε σε εκρηκτικό όταν λίγες εβδομάδες μετά τα Χριστούγεννα του 1968 οι αρχές της Βόρειας Κορέας ανακοίνωσαν ότι κατέλαβαν το αμερικανικό πλοίο Pueblo, κάνοντας λόγο για παράνομη είσοδό του στα χωρικά ύδατα της χώρας για λόγους κατασκοπείας.
Η απάντηση των Αμερικανών ήταν ότι επρόκειτο για κατασκευασμένες κατηγορίες από την πλευρά των Κορεατών και υποστήριξαν ότι το πλοίο βρισκόταν σε διεθνή ύδατα και παράλληλα ότι δεν είχε κατασκοπευτική αλλά περιβαλλοντική αποστολή.
Το πρόβλημα, όμως, ήταν αλλού. Οι Κορεάτες δεν είχαν στα χέρια τους μόνο το Pueblo (το πρώτο πολεμικό πλοίο που είχε καταληφθεί από ξένη δύναμη μετά το 1812) αλλά και το πλήρωμά του. 83 άντρες εκ των οποίων ένας είχε σκοτωθεί κατά την επιχείρηση κατάληψής του… Αμέσως δόθηκε εντολή στο αεροπλανοφόρο Enterprise να πλεύσει στην περιοχή, ενώ την ίδια ώρα ανέβηκε ο διπλωματικός πυρετός, με τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον να προσπαθεί να πείσει τους Σοβιετικούς να παρέμβουν. Κάτι που ωστόσο το Κρεμλίνο αρνήθηκε να κάνει, αντιλαμβανόμενο κι εκείνο την τεράστια ευκαιρία να πληγωθεί το γόητρο των αντιπάλων τους. Ειδικά από την στιγμή που ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι μετά τα όσα είχαν προηγηθεί στον πόλεμο της Κορεατικής χερσονήσου αλλά και στο Βιετνάμ, οι ΗΠΑ δεν θα άνοιγαν ποτέ ένα νέο μέτωπο στην περιοχή.
Οι όποιες ελπίδες για άμεση επίλυση της κρίσης διαψεύστηκαν πολύ σύντομα. Η Πιονγιανγκ ανακοίνωσε επίσημα ότι δεν θα απελευθέρωνε τους ομήρους αν οι Αμερικανοί δεν παραδέχονταν ότι όντως το πλοίο είχε κατασκοπευτική αποστολή και επιπλέον εάν οι ΗΠΑ δεν ζητούσαν δημόσια συγγνώμη από την Βόρεια Κορέα. Την ίδια μέρα η Βόρεια Κορέα δημοσιοποίησε και την ομολογία του κυβερνήτη ότι ενήργησε για λογαριασμό της CIA, με τον ίδιο πάντως να υποστηρίζει αργότερα ότι το έπραξε υπό την απειλή ότι εάν δεν το έκανε, θα εκτελούταν ένας όμηρος κάθε ημέρα.
Παρά την πάγια στάση των ΗΠΑ να μην διαπραγματεύονται σε τέτοιες καταστάσεις, η κοινή γνώμη ζητούσε πιεστικά λύση και εκτόνωση της κρίσης χωρίς να χαθεί άλλη ζωή. Η ήδη δυσχερής θέση των ΗΠΑ από τα φέρετρα με νεκρούς στρατιώτες να επιστρέφουν από το Βιετνάμ, έγινε ακόμη χειρότερη και καθώς οι μήνες περνούσαν και η αγωνία κορυφωνόταν, έγινε σαφές ότι οι Κορεάτες δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουν ούτε μισό βήμα στις απαιτήσεις τους.
Τελικά, ελάχιστες ημέρες πριν τα Χριστούγεννα η παγκόσμια υπερδύναμη λύγισε. Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, υποστράτηγος Γούντγουορντ, υπέγραψε και έδωσε στην δημοσιότητα την ομολογία κατασκοπείας και την επίσημη δήλωση συγγνώμης και μετάνοιας από τους Αμερικανούς, με το πλήρες κείμενο να υπαγορεύεται αυτολεξεί από το καθεστώς της Βόρειας Κορέας.
Αμέσως μετά την απελευθέρωση των ομήρων, βέβαια, οι ΗΠΑ αποκήρυξαν την επίσημη δήλωση, υποστηρίζοντας ότι το έκαναν μόνο και μόνο για να επιστρέψουν στην πατρίδα τα μέλη του πληρώματος. Όμως ανεξάρτητα από αυτό, το γόητρό τους είχε ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα και ο αντίκτυπος έγινε ακόμη μεγαλύτερος μετά την άρνηση του Κιμ Σουνγκ Ιλ να επιστρέψει το πλοίο.
Σήμερα ο εγγονός του, Κιμ Γιονγκ Ουν το έχει μετατρέψει σε μουσείο και λάβαρο που θα υπενθυμίζει στον λαό του την περήφανη νίκη σε βάρος των Αμερικανών…