Η ρωσική απογραφή του 1897 κατέγραφε περίπου 100.000 Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου και της Υπερκαυκασίας. Ο Πόντιος αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης, από την άλλη, υπολόγιζε ότι ο πραγματικός αριθμός τους ξεπερνούσε τις 225.000.
Επρόκειτο για τους ελληνικούς πληθυσμούς από τα Βιλαέτια, τη Σεβάστεια, την Τραπεζούντα και τον υπόλοιπο Πόντο, που είχαν βρει καταφύγιο στις δυσπρόσιτες και παγωμένες πλαγιές του Καυκάσου για να σωθούν από τους διωγμούς. Η μαζική μετακίνηση τους προς τα υψίπεδα ήταν αποτέλεσμα των αυξανόμενων τουρκικών επιθέσεων κατά την οθωμανική εποχή. Παρά την κλιματική διαφορά, αφομοίωναν σταδιακά τον τρόπο ζωής των ντόπιων και προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα. Ωστόσο, οι ελληνοτουρκικές και ρωσοτουρκικές εντάσεις, καθώς και η τεταμένη πολιτική κατάσταση στην περιοχή, έδειχναν ήδη από τον 19ο αιώνα ότι οι Ελληνορθόδοξοι Καυκάσιοι θα έπρεπε σύντομα να αναζητήσουν νέα πατρίδα.
Στην πιο ταραχώδη ιστορικά περίοδο για την περιοχή, τότε που το ένα και μοναδικό ζητούμενο, ήταν η διαφυγή από το τουρκικό μένος, μόνο οι πιο διορατικοί και θιασώτες του «όπου γης και πατρίς», κατάφεραν να επιζήσουν.
Οι μαζικές αποστολές Ελλήνων της Υπερκαυκασίας και του βορείου Καυκάσου στην Ελλάδα, κυρίως προς τη Μακεδονία, ξεκίνησαν από τον Απρίλιο του 1920 και διήρκεσαν μέχρι το Μάιο του 1921, όποτε και οι μπολσεβίκοι επικράτησαν οριστικά στην περιοχή. Η αραιοκατοικημένη μακεδονική γη φάνταζε ως η ιδανική λύση για να υποδεχθεί τους πρόσφυγες, ειδικά μετά την αραίωση του πληθυσμού της λόγω των μεταναστευτικών κυμάτων στο εξωτερικό.
Υπολογίζεται ότι μέχρι το 1928 εγκαταστάθηκαν στην Μακεδονία περίπου 60.000 Έλληνες της Ρωσίας, από τους οποίους οι 47.000 προέρχονταν από τον Καύκασο. Ένας μεγάλος αριθμός επίδοξων μεταναστών ωστόσο έχασαν τη ζωή τους, είτε στη διαδρομή (επιδημίες, ασιτεία, κρύο), είτε κατά τη γενοκτονία των Ποντίων από τους Νεότουρκους του Κεμάλ, μετά την κάθοδό τους και την ενσωμάτωσή τους στους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου.
Ένας από αυτούς τους Καυκάσιους Έλληνες πρόσφυγες, που κατάφερε να επιβιώσει και να εγκατασταθεί στη Μακεδονία μέσω του Πόντου, ξεχώριζε σαν τη μύγα μες το γάλα και έγινε διάσημος σε χρόνο dt, καθώς η θέα και μόνο του παρουσιαστικού του ήταν… εμπειρία ζωής. Σε μια εποχή όπου ο μέσος Έλληνας είχε ύψος 1,62μ., ο άνδρας αυτός έβλεπε τον κόσμο από τα 237 εκατοστά (!), όπως μαρτυρά ο σκελετός του, που δωρήθηκε στο Εργαστήριο Περιγραφικής Ανατομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην εποχή του είχε για την περιοχή που έζησε τη φήμη του ψηλότερου ανθρώπου στον κόσμο.
H φωτογραφία που έχει διασωθεί και απεικονίζει αυτόν μαζί με έναν άλλο άνδρα, που του φτάνει στον αγκώνα, είναι απολύτως ενδεικτική. Ο «κοντός» που ποζάρει δίπλα στον «γίγαντα της Πτολεμαΐδας» ονομαζόταν Σπύρος Σουρμελής και ήταν Πόντιος από την Κερασούντα, κτηματίας και έμπορος ξηρών καρπών. Οι πληροφορίες για τη ζωή του γίγαντα, ο οποίος θεωρείται έως και σήμερα ο ψηλότερος Έλληνας που έζησε ποτέ, είναι λίγες.
Σύμφωνα με τον δισέγγονο του Σουρμέλη, Δημοσθένη Μολυβδά, ο πρόγονός του εντόπισε μια μέρα τον θηριώδη άνδρα μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στα κτήματα της οικογένειας. Ήταν πεινασμένος και ρακένδυτος. Τον περιέθαλψε, του έδωσε ρούχα και στέγη, προτού – πιθανότατα – τον κατευοδώσει για το ταξίδι του προς τη μαμά – πατρίδα. Το όνομα του γίγαντα δεν έγινε ποτέ γνωστό, είναι δεδομένο όμως ότι τον φώναζαν «Αμανάτη» (που σημαίνει μόνος) και ότι εγκαταστάθηκε στην Πτολεμαΐδα.
Αντίθετα, ο Σουρμέλης δεν γλίτωσε από τους τουρκικούς διωγμούς. Τόσο αυτός, όσο και ο αδελφός του, Ιορδάνης, υπήρξαν μάρτυρες του ποντιακού Αγώνα. Κρεμάστηκαν στις αγχόνες της Αμάσειας τον Αύγουστο του 1921, κατά το τελευταίο στάδιο της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής. Σε εκείνες τις δίκες – παρωδία της Αμάσειας, από τα ειδικά Δικαστήρια Ανεξαρτησίας του κινήματος Μουσταφά Κεμάλ, πιστεύεται ότι εκτελέσθηκαν 400-450 άτομα, μεταξύ των οποίων και οι Σουρμελήδες, που ήταν εξέχουσες προσωπικότητες του Ποντιακού Ελληνισμού.
Ο «Αμανάτης» πιστεύεται ότι πέθανε περί τα 1930 στην Πτολεμαΐδα. Άγνωστο σε ποια ηλικία και αν έπασχε (πολύ πιθανό) από γιγαντισμό. Κατά μια άλλη εκδοχή πέθανε στο Λονδίνο, όπου είχε μεταβεί, ώστε να εξεταστεί από επιστήμονες που έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ύψος του. Υπό αυτό το πέπλο μυστηρίου αποτελεί μάλλον προϊόν και τύχης ότι βρέθηκε ο σκελετός του και παραδόθηκε στο Εργαστήριο Περιγραφικής Ανατομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου να γίνει ανατομική παρασκευή και έπειτα η συναρμολόγηση.
Η διαδικασία αυτή ήταν που αποκάλυψε ότι το ύψος του άνδρα ήταν 2,37μ. Χαρακτηριστικό του μεγέθους του είναι το μηριαίο οστό – ασυνήθιστα παχύ, μακρύ και εντυπωσιακά δυνατό.
Το σπουδαίο ανθρωπολογικό εύρημα βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Ανατομίας της Ιατρικής Σχολής στην Αθήνα και μέχρι… αποδείξεως του εναντίου θα θυμίζει πάντα ότι ο ψηλότερος Έλληνας που έζησε ποτέ ήταν στην εποχή του περίπου 75 εκατοστά πάνω από το μέσο ύψος των συμπατριωτών του.
Πηγή: Mixanitouxronou.gr