4,5 εκατομμύρια τη μέρα: Το ταπεινό ταβερνάκι της Μυκόνου που έγινε το μεγαλύτερο χρυσωρυχείο του νησιού

Ποιος να το φανταζόταν...

Στις μέρες μας αποτελεί έναν από τους πλέον δημοφιλείς και ακριβούς προορισμούς στον κόσμο. Ο λόγος, φυσικά, για την Μύκονο, το νησί των Κυκλάδων που μέσα στα χρόνια μετατράπηκε σε μια… μηχανή που κόβει λεφτά για τους τυχερούς και οξυδερκείς επιχειρηματίες που προέβλεψαν το μέλλον και φρόντισαν να επενδύσουν σε αυτό που ερχόταν.

Και όταν μιλάμε για Μύκονο, αυτόματα μας έρχονται στο μυαλό μερικά πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του νησιού που είναι συνυφασμένα πια με αυτό. Όπως, για παράδειγμα, η πασίγνωστη παραλία στην Ψαρού που στις περιόδους αιχμής χρειάζεται να κλείσεις ξαπλώστρα για να βρεις, έναντι μάλιστα ποσών που αγγίζουν τα όρια του παραλογισμού. Και όταν η κουβέντα φτάνει σε αυτό τον ταξιδιωτικό προορισμό, τότε αναπόφευκτα ένα beach bar έρχεται στο νου. Το περίφημο Nammos, συνώνυμο της χλιδάτης ζωής, του big spending και της άνευ ορίων διασκέδασης.

Τα όσα κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας για τις τιμές σε ποτά, σαμπάνιες κλπ ή τα ξεχωριστά live που λαμβάνουν χώρα εκεί, με celebrities από όλον τον κόσμο να κάνουν ουρές για να μπουν, έχουν δημιουργήσει τον μύθο του μαγαζιού που τα τελευταία χρόνια θεωρείται από τα κορυφαία του είδους του στον κόσμο αν και όλα ξεκίνησαν από πολύ πιο ταπεινή βάση, για την οποία πιθανότατα οι σημερινοί θαμώνες δεν έχουν την παραμικρή ιδέα.

Για την ακρίβεια, το σημερινό καθεστώς δεν έχει καμία σχέση με αυτό που κάποτε ήταν. Πράγμα που βεβαίως ισχύει, όχι μόνο για το Nammos, αλλά και για την Ψαρού γενικότερα μα και την Μύκονο στο σύνολό της.

Πλέον το χρήμα ρέει άφθονο, η σύνθεση των τουριστών αλλά και τα γούστα ή οι επιθυμίες τους έχουν μεταβληθεί κατά πολύ, αλλά όλα άρχισαν πολύ πιο… σεμνά και ταπεινά, πίσω στην δεκαετία του ’60 όταν το νησί ήταν ακόμη παρθένο και κάθε σημείο του αποτελούσε έναν μικρό ή μεγαλύτερο παράδεισο για τους λίγους τυχερούς που γνώριζαν την ύπαρξή του, καθώς ελλείψει social media, τα νέα κυκλοφορούσαν πολύ αργά και μόνο από στόμα σε στόμα.

Η ιστορία για ένα από τα πιο αγαπημένα μέρη του πλανήτη (τουλάχιστον για όσους διαθέτουν χοντρό πορτοφόλι ή έστω είναι διατεθειμένοι να ματώσουν οικονομικά για να ζήσουν το όνειρο) αρχίζει το 1967. Τότε το ζεύγος του Κυριάκου και της Ελένης Αγγελετάκη πήρε μια απόφαση που θα άλλαζε τα δεδομένα. Σε ένα περιβόλι δίπλα στην παραλία στην Ψαρού φτιάχνουν μια μικρή ταβέρνα η οποία προορίζεται για τους λίγους και εκλεκτούς που μπορούσαν να την επισκεφθούν μόνο μέσω θαλάσσης με κάποιο βαρκάκι. Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 1970, ο Ανδρέας Αγγελετάκης, αδελφός του Κυριάκου, αγοράζει ακόμη ένα κομμάτι γης στο ίδιο σημείο και επεκτείνει την οικογενειακή επιχείρηση.

Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μύκονος όπως και άλλα νησιά ανοίγουν σιγά-σιγά τα… σύνορά της και οι καλοκαιρινές διακοπές σταματούν να είναι άπιαστο όνειρο. Παράλληλα βελτιώνονται οι ακτοπλοϊκές γραμμές και οι υποδομές του νησιού.

Έτσι η Ψαρού γίνεται πολύ πιο προσιτή και η μικρή ταβέρνα πλέον εξυπηρετεί ολοένα και μεγαλύτερο όγκο πελατών, μέχρι που φτάνουμε στο 1985 όταν πλέον αναλαμβάνει τα ηνία ο γιος του Ανδρέα Αγγελετάκη, Κυριάκος, που βλέπει το μέλλον να έρχεται. Όπως βέβαια και οι «χρυσές» δεκαετίες του ’80 και στη συνέχεια του ’90, όταν και μετασχηματίζεται σταδιακά το είδος του τουρισμού αλλά και οι προσφερόμενες υπηρεσίες.

Οι διακοπές στην Μύκονο αρχίζουν πια να αγγίζουν τα όρια του μύθου και όλοι, σε Ελλάδα και εξωτερικό, λειτουργούν λες και έχουν κάνει… τάμα να επισκεφτούν έστω και μια φορά στη ζωή τους την… Μέκκα του τουρισμού. Λένε πως τότε ο τζίρος της ταβέρνας που υπήρχε εκεί που σήμερα βρίσκεται το Nammos έφτανε στα 4.500.000 δραχμές την ημέρα.

Με την άνοδο του νησιού να μην γνωρίζει φρένα και όρια και πλέον πλούσιους Άραβες (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά) να φτάνουν σε αυτή την μικρή κουκίδα του χάρτη, το 2002 επιχειρείται ο τελευταίος –χρονικά- μετασχηματισμός. Το 2002 ο Ζαννής Φραντζέσκος, μπάρμαν στο θρυλικό Caprice, προτείνει στον επίσης Μυκονιάτη, Κωνσταντή Κουσαθανά και στον Αιγύπτιο, Σάμι Ιμπραΐμ, πρώην ιδιοκτήτη του επίσης γνωστού ιταλικού εστιατορίου «La Casa», να ενώσουν τα κεφάλαιά τους και κυρίως τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους από την ενασχόλησή τους με τα τουριστικά του νησιού προκειμένου να φτιάξουν το Nammos.

Από τότε, τίποτα δεν έμεινε πια το ίδιο συγκρινόμενο με το ταβερνάκι που κάποτε χτίστηκε κάτι παραπάνω από 50 χρόνια πριν χωρίς ποτέ κανείς να μπορεί να φανταστεί ότι μια μέρα θα έφταναν μέχρι εκεί «ιερά τέρατα» της show biz όπως ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο ή η Μαράια Κάρεϊ και τόσοι μα τόσοι άλλοι.