Βούτηξε και δεν βγήκε ποτέ: Το τραγικό τέλος του σπουδαίου Έλληνα ζεν πρεμιέ στα 45 του
Βρείτε μας στο

Το 1981 ο Χρήστος Νέγκας ήταν μόλις 45 ετών. Αν και πολύ νέος ακόμα, δεν ήταν πλέον τόσο ενεργός ως ηθοποιός, διατηρούσε όμως διαφημιστικό γραφείο επενδύοντας στην φήμη και την δημοφιλία που του είχαν εξασφαλίσει οι πολυάριθμες εμφανίσεις του στο σινέμα, όπου για περίπου μια εικοσαετία είχε πρωταγωνιστήσει ή συμμετάσχει, υποδυόμενος συνήθως τον ζεν πρεμιέ. Σε αντίθεση, όμως, με άλλους «ωραίους» του ελληνικού κινηματογράφου, εκείνος δεν έβγαζε το προφίλ του «σκληρού», αλλά σχεδόν πάντα ήταν ο γοητευτικός, συναισθηματικός και ιδιαίτερος άνδρας στον οποίο καμία γυναίκα δεν μπορούσε να αντισταθεί.

Στις 21 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς τράβηξε για την παραλία της Αναβύσσου για μια βουτιά, όπως συνήθιζε άλλωστε. Μερικές ώρες αργότερα άλλοι λουόμενοι, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, είδαν το σώμα ενός άνδρα να επιπλέει και έσπευσαν προς βοήθεια. Όπως αποδείχθηκε ήταν ο Χρήστος Νέγκας για τον οποίο αργότερα η ιατροδικαστική έκθεση που δημσιοποίησε η εφημερίδα «ΝΕΑ» έδειξε ότι είχε προδοθεί από την καρδιά του με αποτέλεσμα να χάσει την ζωή του από πνιγμό. Ο καλλιτεχνικός κόσμος σοκαρίστηκε…

Είχε γεννηθεί στην Ζάκυνθο το 1936 και από μικρός ήθελε να γίνει ηθοποιός, Ακολούθησε αυτόν τον δρόμο και κυνήγησε το όνειρό του σπουδάζοντας την υποκριτική στο Θέατρο Τέχνης αλλά και στην σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη. Η πρώτη επαφή του με το κοινό πραγματοποιήθηκε στο σανίδι, με την παρουσία του στα «Κόκκινα Φανάρια», δηλαδή το θεατρικό έργο πάνω στο οποίο βασίστηκε αργότερα η ταινία του Βασίλη Γεωργιάδη.

Βούτηξε και δεν βγήκε ποτέ: Το τραγικό τέλος του σπουδαίου Έλληνα ζεν πρεμιέ στα 45 του

Είχε την τύχη να εμφανιστεί στο καλλιτεχνικό στερέωμα την «χρυσή εποχή» του ελληνικού κινηματογράφου και φυσικά ήταν αδύνατο να μην εκμεταλλευτεί το ταλέντο, την φυσική ευγένεια και το παρουσιαστικό του που τον έκανε ιδανικό για ρόλους ζεν πρεμιέ. Ως αποτέλεσμα είναι οι πάνω από 35 ταινίες στις οποίες είχε μικρούς ή μεγαλύτερους, ακόμα και πρωταγωνιστικούς ρόλους, χτίζοντας ουσιαστικά μια καριέρα πάνω στον ίδιο του τον εαυτό.

Αν και ταυτίστηκε με τις συγκεκριμένες ερμηνείες σε κοινωνικά δράματα και αντίστοιχους ρόλους, η πλέον χαρακτηριστική παρουσία του την οποία πολλοί θυμούνται ακόμα ήρθε από μια κωμωδία. Το 1964 βρίσκεται στο κάστινγκ της ταινίας «Κάτι να καίει», στο πλάι μεγάλων ονομάτων του ελληνικού σινεμά (Ρένα Βλαχοπούλου, Ντίνος Ηλιόπουλος, Μάρθα Καραγιάννη) και φυσικά του Κώστα Βουτσά, με την… μπάντα του οποίου συμμετέχει στο διαχρονικό «Φστ… μπόινγκ» ως ο… κιθαρίστας της παλιοπαρέας!

Το φιλμ «έσπασε» τα ταμεία, κόβοντας περίπου 600.000 εισιτήρια, τα περισσότερα από κάθε άλλη ταινία εκείνης της σεζόν. Εκεί θα εμφανιστεί και μια νεαρή –τότε- ηθοποιός, η Έλενα Ναθαναήλ η οποία ήταν τότε μόλις 16 ετών και προτιμούσε να γίνει μοντέλο. Ο Γιάννης Δαλιανίδης όμως την επέλεξε για το συγκέκριμένο έργο μέσω του οποίου όχι μόνο άλλαξε καριέρα αλλά και επώνυμο αφού ως τότε λεγόταν Έλενα Δεληβασίλη.

Τον θέλουν οπαδοί όλων των ομάδων: Ο καταλληλότερος για να αναλάβει την Εθνική...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Τον θέλουν οπαδοί όλων των ομάδων: Ο καταλληλότερος για να αναλάβει την Εθνική…

Βούτηξε και δεν βγήκε ποτέ: Το τραγικό τέλος του σπουδαίου Έλληνα ζεν πρεμιέ στα 45 του

Την επόμενη δεκαετία, εκείνη του ’70, σταδιακά η παρουσία του στον κινηματογράφο περιορίζεται και στρέφεται περισσότερο στην τηλεόραση και στο θέατρο. Λαμβάνει μέρος στα τηλεοπτικά σίριαλ «Ξενοδοχείο 7ος ουρανός» και «Ο Κουσούρης», ενώ η τελευταία εμφάνισή του στο σανίδι γίνεται το 1979, στο έργο του Νίκου Τσιφόρου, «Σταυροφορία».

Στη συνέχεια ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με το διαφημιστικό γραφείο, θέλοντας ίσως να βρει και περισσότερο χρόνο για την οικογένειά του. Την σύζυγό του και την κόρη του, γνωστή σήμερα ραδιοφωνική παραγωγό Αθηναΐδα Νέγκα, της οποίας όμως η μοίρα της στέρησε την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τον πατέρα της. Όταν εκείνος έφυγε από την ζωή τόσο άδικα και αναπάντεχα, το παιδί του δεν είχε κλείσει τα 7…

Σήμερα ο δημοτικός κινηματογράφος στην γενέτειρά του την Ζάκυνθο φέρει το όνομά του ως ελάχιστη ένδειξη τιμής στη μνήμη και το έργο του αλλά κυρίως για το ήθος και την αξιοπρέπεια με την οποία διαχειρίστηκε την καριέρα και την ζωή του.