Οι σωτήριοι ψεκασμοί: Πώς τελείωσε η πιο φονική πανδημία στην Ελλάδα που έπληττε 1/3 πολίτες

Ούτε λοιμός, ούτε χολέρα, ούτε γρίπη...

Η ιστορία των φονικών επιδημιών στην Ελλάδα ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ελονοσία, την οποία οι ερευνητές συναντούν σε διάφορες εποχιακές φάσεις, από τα νεολιθικά χρόνια έως και τις αρχές της δεκαετίας του ’40.

Υπάρχουν δύο τρανταχτές περιπτώσεις – εξαιρέσεις με άλλες ασθένειες, που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ο μεγάλος λοιμός της Αθήνας τον 5ο αιώνα π.Χ. που υπολογίζεται ότι θέρισε πάνω από το 1/5 του πληθυσμού και η χολέρα, που το 1854 δοκίμασε επίσης την Αθήνα (μεταδόθηκε από τα πληρώματα του γαλλικού και του βρετανικού στόλου, που είχαν αποκλείσει στον Πειραιά εν καιρώ Κριμαϊκού Πολέμου) και είχε ως αποτέλεσμα να χάσει το 1/10 του πληθυσμού της.

Φυσικά η Ελλάδα δοκιμάστηκε και από την ισπανική γρίπη της διετίας 1918-19, ωστόσο η ασθένεια εξαιτίας της οποίας έχει πληρώσει το βαρύτερο φόρο αίματος είναι η ελονοσία. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον 19ο και τον 20ό αιώνα η Ελλάδα είχε το πιο έντονο πρόβλημα ελονοσίας στην Ευρώπη: κάθε χρόνο ένα ποσοστό από 25% έως 33% του πληθυσμού μολυνόταν από τη νόσο!

Η ελονοσία είναι ένα λοιμώδες νόσημα που οφείλεται στο παράσιτο της ελονοσίας (πλασμώδιο) και μεταδίδεται μέσω των θηλυκών κουνουπιών του γένους των ανωφελών (Anopheles). Η ασθένεια μεταδίδεται εμμέσως από άνθρωπο σε άνθρωπο, δηλαδή από τσίμπημα κουνουπιού που προηγουμένως είχε τσιμπήσει ένα μολυσμένο με ελονοσία άτομο.

Για πάνω από 10.000 χρόνια η ασθένεια βρισκόταν παντού στην ελληνική επικράτεια και παρουσίαζε κατά καιρούς και κατά τόπους επιδημικές εξάρσεις. Βασική αιτία για την εξάπλωση της ελονοσίας ήταν οι οικονομικές συνθήκες και οι γεωγραφικές ανακατατάξεις μέσω των πολέμων, που προξενούσαν διαρκείς μετακινήσεις πληθυσμών. Πέρα από τις περιπέτειες των προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, που είναι πιο γνωστές, κάθε προσφυγική μετακίνηση συνοδευόταν από επιδημίες ελονοσίας. Το ίδιο συνέβαινε και με εποικισμούς πληθυσμιακών ομάδων σε πιο παραγωγικά, πεδινά εδάφη ή για την ίδρυση νέων πόλεων.

Οι μετακινούμενοι πληθυσμοί δεν διέθεταν την προστασία της ανοσίας και έτσι η εμφάνιση μιας θανατηφόρας επιδημίας ελονοσίας γινόταν πολύ πιο πιθανή. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των κατοίκων της Χίου, που μετά την καταστροφή του νησιού βρέθηκαν – μέσω Σύρου – στον Πειραιά και λόγω έξαρσης της νόσου χάθηκαν πολλά παιδιά προσφυγικών οικογενειών.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ξεκίνησε ο «ανθελονοσιακός αγώνας», μια συστηματική προσπάθεια καταπολέμησης της νόσου, στη βάση των μεθόδων που δοκιμάζονταν διεθνώς: αποξηράνσεις και ψεκασμοί για τη δραστική μείωση του πληθυσμού των κουνουπιών, χορήγηση κινίνου ως αντιβιοτικό και μια πρακτική που αποδείχτηκε ελάχιστα αποτελεσματικά και εξαιρετικά δαπανηρή, τη φύτευση των εισαγόμενων από την Αυστραλία ευκαλύπτων.

Η τελευταία καθολική επιδημία ελονοσίας στον ελληνικό χώρο είναι συνυφασμένη με συνθήκες πολέμου και κατοχής, αυτή που ξέσπασε δηλαδή το 1942, μετά την πείνα του προηγούμενου χειμώνα. Η νόσος εξελίχθηκε σε μάστιγα, δοκιμάζοντας τον ελληνικό πληθυσμό και μετά την απελευθέρωση. Το 1945 εισήχθη στην Ελλάδα και υιοθετήθηκε με ζήλο η χρήση του εντομοκτόνου DDT. Εκπονήθηκε και εφαρμόστηκε ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό πρόγραμμα ψεκασμών με τη βοήθεια του Oργανισμού Περίθαλψης και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA). Κομβικό ρόλο στην εξάλειψη της νόσου έπαιξε βέβαια η αμερικανική οικονομική βοήθεια. Χάρη σε αυτήν κατέστη εφικτή η συστηματική επιτήρηση της νόσου σε όλη τη χώρα, με εργαστήρια και συνεργεία, τα οποία ήταν προέκταση της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Έτσι, η απαλλαγή της Ελλάδας από την ελονοσία ήταν ταυτόχρονα και προϋπόθεση και αποτέλεσμα της οικονομικής ανάπτυξης.

Το DDT είναι σήμερα απαγορευμένο, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνο για την λείανση – λέπτυνση του κελύφους των αυγών πτηνών που οδήγησε στον περιορισμό του πληθυσμού τους εγκυμονώντας ακόμα και τον κίνδυνο της πλήρους εξαφάνισης τους (βρέθηκε ακόμα και στο γάλα πολικών αρκούδων).

Η ελονοσία έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί από τον ανεπτυγμένο κόσμο, αλλά εξακολουθεί να αποτελεί μάστιγα στην υποσαχάρια Αφρική και σε κάποιες περιοχές της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Εμβόλιο δεν έχει βρεθεί ακόμα και μπορεί η πρόληψη της ελονοσίας να είναι περισσότερο αποδοτική από τη θεραπεία της ασθένειας μακροπρόθεσμα, αλλά το απαιτούμενο αρχικό κόστος είναι εκτός των οικονομικών δυνατοτήτων των φτωχότερων χωρών του κόσμου.