Τι άλλο, εκτός από πολέμους, μπορεί να εύχεται να συμβεί στον κόσμο ένας έμπορος όπλων; Και, άραγε, υπήρξε «καλύτερη» εποχή για τέτοιου τύπου μπίζνες από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα (και λίγο πριν) όταν οι συγκρούσεις στην Ευρώπη και στον πλανήτη γενικότερα διαδέχονταν η μία την άλλη;
Ρητορικά, όπως καταλαβαίνετε, τα ερωτήματα. Έχουμε και λέμε: Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897, Α’ Βαλκανικοί πόλεμοι, Β’ Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄Παγκόσμιος πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία, Σινοϊαπωνικός πόλεμος, και ένα σωρό άλλοι, έχουν ένα κοινό στοιχείο. Από όλους αυτούς ο Βασίλειος Ζαχάροφ έβγαλε πάρα πολλά χρήματα και δημιούργησε μια αμύθητη περιουσία.
Ο «μυστηριώδης Έλληνας», όπως έμεινε γνωστός για πάντα, έχει ακόμα (σχεδόν έναν αιώνα αφότου έφυγε από τη ζωή) ανοιχτούς λογαριασμούς με την ιστορία η οποία δεν έχει αποφανθεί για το αν πρόκειται για ένα έμπορο του θανάτου, καιροσκόπο και τυχοδιώκτη ή για έναν εθνικό ευεργέτη, ευπατρίδη και φιλάνθρωπο. Με βάση τα γνωστά στοιχεία, ο Ζαχάροφ δεν αποκλείεται να ήταν και τα δύο.
Ήρθε στον κόσμο στις 6 Οκτωβρίου 1849 στα Μούγλα της Μικράς Ασίας από Έλληνα πατέρα και Βουλγάρα μητέρα. Όταν η οικογένεια βρέθηκε στη Ρωσία κυνηγημένη από τους Οθωμανούς, άλλαξε το επώνυμό της από Ζαχαρίου σε Ζαχάροφ και μετέπειτα επέστρεψε στην βάση της από όπου ξεκίνησε το ταξίδι του στον κόσμο και ο Βασίλειος.
Αρχικά ακολουθεί τον πατέρα του στην Κωνσταντινούπολη, όταν όμως το κατάστημα με υφάσματα βάζει λουκέτο, αρχίζει να κάνει όποια δουλειά βρίσκει εύκαιρη για να επιβιώσει. Κάνει τον ξεναγό, τον πυροσβέστη, μπλέκεται με την πιάτσα και με μικροπαρανομίες και στην ουσία μαθαίνει το πώς κινείται ο κόσμος μέχρι να συνεργαστεί τελικά με τον θείο του, ο οποίος τον κάνει συνέταιρό του, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει αργότερα ότι ο ανιψιός του φεύγει για την Αγγλία, έχοντας προηγουμένως υπεξαιρέσει χρήματα από το ταμείο του μαγαζιού. Αυτό, όπως αποδείχτηκε, ήταν το αρχικό κεφάλαιο που χρειαζόταν ο Ζαχάροφ για να χρηματοδοτήσει τα σχέδιά του.
Ήδη από το 1866 συλλαμβάνεται από την αγγλική αστυνομία για κλοπές και απάτες και τότε κατορθώνει να κάνει το πρώτο μεγάλο «κόλπο γκρόσο» της καριέρας του, αφού απαλλάσσεται από τις κατηγορίες –άγνωστο πώς- και επιστρέφει στην Ελλάδα όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου σχετικά με το παρελθόν του και τις δουλειές του. Κατορθώνει σύντομα να «πουλήσει» σωστά τον εαυτό του και δεν αργεί να δικτυωθεί στην υψηλή κοινωνία και στους επιχειρηματικούς κύκλους, αξιοποιώντας την γνωριμία του με τον βαθύπλουτο Κωνσταντινουπολίτη και μετέπειτα πρωθυπουργό, Στέφανο Σκουλούδη. Από εκείνον παίρνει ένα σημαντικό μάθημα. Τη σημασία του να είναι κανείς διαπλεκόμενος με την πολιτική, εφόσον θέλει να γίνει ευυπόληπτος και επιτυχημένος επιχειρηματίας.
Ο Σκουλούδης μεσολαβεί ώστε ο Ζαχάροφ να γίνει ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος της σουηδικής εταιρείας όπλων Thorsten Nordenfelt στα Βαλκάνια. Βρισκόμαστε στα 1877 και όπως γνωρίζουμε, περίπου τότε ξεκινούν να ξεσπούν πόλεμοι στην «Πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» και όχι μόνο, που θα διαρκέσουν μισό αιώνα. Ο Ζαχάροφ φρόντισε να κερδίσει χρήματα από όλους αυτούς, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία για εκείνον η έκβασή τους. Άλλωστε, ένας καλός επιχειρηματίας δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα στους πελάτες του.
Ο Ζαχάροφ δεν διέθετε όλες τις ώρες εθνική συνείδηση. Μπορούσε δηλαδή να υπογράψει μια συμφωνία για αγορά όπλων με την Ελλάδα και στη συνέχεια να επισκεπτόταν την Κωνσταντινούπολη δείχνοντας στους Οθωμανούς στοιχεία ότι ο «εχθρός» εξοπλίζεται και έτσι να πουλήσει και σε εκείνους τα ίδια όπλα. Και στη συνέχεια ήταν ικανός να κάνει το ίδιο ταξιδεύοντας μέχρι την Μόσχα και να συνάψει συμφωνίες με τους Ρώσους! Ως γνήσιος καιροσκόπος λειτουργούσε συχνά αδίστακτα προσπαθώντας να μεγιστοποιήσει το δικό του κέρδος από τον φόβο των άλλων.
Καθώς τα Βαλκάνια και η Ευρώπη βρίσκονταν διαρκώς σε εμπόλεμη κατάσταση η περιουσία του δαιμόνιου Έλληνα γιγαντωνόταν. Η βιομηχανία όπλων άνθιζε και εκείνος γινόταν ολοένα και πιο δυνατός, χρησιμοποιώντας παράλληλα και τις διασυνδέσεις του με τον πολιτικό κόσμο, χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί πλήρως ο ρόλος του. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο σημαντικότερος πολιτικός φίλος του υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Και σύμφωνα με πολλά έγγραφα ο ρόλος του Ζαχάροφ στην σύλληψη και την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας που τελικά οδήγησε στην Μικρασιατική Εκστρατεία και στη συνέχεια την Καταστροφή, κομβικότατος.
Χρηματοδότησε με τεράστια κεφάλαια τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, σύναψε δάνεια για αγορές όπλων και στη συνέχεια –μετά την ήττα- δαπάνησε μεγάλα ποσά για την περίθαλψη των προσφύγων. Αυτά όντως ισχύουν. Όπως, όμως, είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι οι Έλληνες έφυγαν κυνηγημένοι από την Μικρά Ασία από όπλα που ο ίδιος ο Ζαχάροφ είχε πουλήσει στα ασκέρια του Κεμάλ…
Από έγγραφα του Foreign Office που αποχαρακτηρίστηκαν το 2005 προκύπτει ότι ο Ζαχάροφ δεν ενεργούσε πάντοτε αυτοβούλως. Φαίνεται ότι λειτουργούσε ως πράκτορας Άγγλων και Γάλλων, με στόχο να πείσει την Ελλάδα μέσω των πολιτικών γνωριμιών του ώστε αυτή να εγκαταλείψει την ουδέτερη στάση της και να σταθεί στο πλευρό της Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια ιστορία που είχε προκαλέσει μεγάλη πολιτική αναταραχή στο εσωτερικό της χώρας, με τον Βενιζέλο να είναι θερμός υποστηρικτής αυτής της άποψης…
Σύμφωνα με μία επιστολή που φέρει την υπογραφή του, είχε ζητήσει 1,5 εκατομμύριο λίρες προκειμένου να εξαγοράσει 45 βουλευτές ώστε αυτοί να ταχθούν υπέρ της εξόδου στον πόλεμο. Όπως και έγινε. Την ίδια ώρα στήριζε το κόμμα του Βενιζέλου με κάθε τρόπο, αφού εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του, ενώ εξαιτίας αυτού μπήκε και στον χώρο του Τύπου ιδρύοντας τον εκδοτικό οίκο των Φιλελευθέρων. Για τις «υπηρεσίες» του μάλιστα, τιμήθηκε από τον ίδιο τον «Εθνάρχη» με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος.
Οι «Times» υπολόγισαν ότι οι δωρεές του Ζαχάροφ προς τους Συμμάχους ξεπερνούσαν τα 50.000.000 στερλίνες, ενώ και για την Ελλάδα οι αγαθοεργίες του υπήρξαν σημαντικές. Άλλωστε όπως είπαμε είχε χρηματοδοτήσει με 2.500.000 λίρες την Μικρασιατική Εκστρατεία και στη συνέχεια ανέλαβε την περίθαλψη των προσφύγων. Την ίδια ώρα όμως τα κέρδη του από τους πολέμους εκείνης της δεκαετίας ήταν αμύθητα. Άλλωστε είχε πουλήσει όπλα (από απλά τυφέκια μέχρι καράβια) σε όλους. Σε Έλληνες, Οθωμανούς, Ρώσους, Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, Ισπανούς ακόμη και Ιάπωνες. Καθόλου παράξενα, μετά το τέλος των συρράξεων διαθέτει αρκετή οικονομική επιφάνεια ώστε να επεκτείνει τις δραστηριότητές του στον Τύπο, τα καζίνο (ανάμεσα σε αυτά και το περίφημο του Μόντε Κάρλο), ακόμη και να δημιουργήσει την δική του τράπεζα, την Union Parisienne. Πλέον μεταπηδά σε ναυτιλιακά, πετρελαϊκά και άλλα πρότζεκτ, διατηρώντας όμως έντονο το φιλανθρωπικό προφίλ του.
Ουσιαστικά είναι η βασική αιτία για την δημιουργία του ελληνικού παραρτήματος του Ινστιτούτου Παστέρ, καθώς εκείνος αγόρασε τα κτήρια, αγόρασε τον εξοπλισμό και χρηματοδότησε την λειτουργία του. Σε δικά του κτήρια στεγαζόταν (χωρίς ενοίκιο) η ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι, από τις δικές τους τσέπες στηρίχθηκε η ελληνική κοινότητα σε Αγγλία και Γαλλία, από δικά του λεφτά βοηθήθηκαν κοινωνικές ομάδες που είχαν ανάγκη, όπως για παράδειγμα οι σεισμοπαθείς στην Κόρινθο.
Και ανάλογη ήταν η παρουσία του και σε άλλες χώρες, σε αυτές που μοίραζε τον χρόνο του, όπου οι τοπικές κοινωνίες είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για αυτόν. Άλλωστε ο τίτλος του Σερ που έλαβε από την βασιλική οικογένεια της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και τα συνολικά 298 μετάλλια και τιμές που έλαβε για την ανθρωπιστική του δράση, το μαρτυρούν.
Αυτή, βέβαια, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η όψη που δείχνει τον Ζαχάροφ ως εθνικό ευεργέτη, φιλάνθρωπο, ειρηνιστή, οραματιστή, ευπατρίδη, πατριώτη. Η άλλη, η σαφώς πιο σκοτεινή, φανερώνει έναν διαπλεκόμενο, οπορτουνιστή, δολοπλόκο, πράκτορα ξένων υπηρεσιών και αδίστακτο έμπορο όπλων που στήριξε την ύπαρξή του στον θάνατο των άλλων. Όποια κι αν είναι τελική η θέση του στην ιστορία, αυτός ο «μυστηριώδης Έλληνας» που πέθανε στις 27 Νοεμβρίου 1936 ολομόναχος μέσα στο κάστρο του στην Γαλλία, την κέρδισε με το… σπαθί του. Αλλά και τα μυδράλιά του, τα υποβρύχιά του, τα τυφέκιά του και όλα τα υπόλοιπα όπλα που πούλησε αδιάκριτα σε κάθε ενδιαφερόμενο πελάτη του.