Ο Μίμης έφυγε νωρίς, πλήρης εμπειριών: Ο χαφιές που ανέλαβε να τελειώσει τη δουλειά με τον «κομμουνιστή Φωτόπουλο»

Ένα τομάρι που ήξερε ο Μίμης Φωτόπουλος

Την παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1945, ένας ηθοποιός που στο ταλέντο του θα υποκλινόταν αργότερα όλη η Ελλάδα, επισκέπτεται τα στέκια των καλλιτεχνών στο Κολωνάκι, προκειμένου να βρει δουλειά σε κάποιο θίασο.

Οι εποχές είναι άγριες, η χώρα τελεί υπό τη δίνη του εμφύλιου διχασμού και η Αθήνα φλέγεται από τις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών. Οποιοσδήποτε που ανήκει εγνωσμένα (ή έστω με υπόδειξη κάποιου χαφιέ) στη μία ή την άλλη πλευρά κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή με αιχμαλωσία ή θανάτωση. Για τον ηθοποιό που αναζητά δουλειά είναι κοινό μυστικό το ποια πλευρά έχει διαλέξει. Αρκεί ένας χαφιές για να επιβεβαιωθεί η πληροφορία και να μετατραπεί διαδικαστικά σε κατηγορία. Μέλος του ΕΑΜ και του θιάσου των Ενωμένων Καλλιτεχνών που κατά τη διάρκεια της κατοχής αναδείκνυαν μέσα από τα έργα τους τις ιδέες της αριστεράς – υπό το άγρυπνο βλέμμα ενόπλων – φρουρών του ΕΛΑΣ – οι αριστερές καταβολές και πεποιθήσεις του δεν επιδέχονται παρερμηνείας.

Ο χαφιές που αναλαμβάνει σε τέτοιες περιπτώσεις να τελειώσει τη δουλειά λέγεται Αποστόλης. Είναι εκεί όταν ο Μίμης Φωτόπουλος, περί ου ο λόγος, φτάνει στα στέκια των καλλιτεχνών και τον υποδεικνύει στον ανθυπολογαχό που τον συνόδευε για να τον οδηγήσουν παρέα στο αστυνομικό τμήμα. Ο Αποστόλης ήταν ταξιθέτης, «το πασίγνωστο τομάρι του θεάτρου», όπως τον περιγράφει ο ίδιος Φωτόπουλος στο βιβλίο του «Το ποτάμι της ζωής μου».

Από εκείνο το σημείο κι έπειτα ξεκινάει η μεγάλη περιπέτεια του άγνωστου ακόμα τότε στο ευρύ κοινό πολυτάλαντου καλλιτέχνη. Το σπίτι του, όπου ζούσε μαζί με τον αδελφό του, Άγγελο, το είχε ήδη χάσει στις συγκρούσεις των Δεκεμβριανών – ήταν ένα από τα πολλά στην Αθήνα που παραδόθηκαν στις φλόγες στα τέλη του ’44. Μεταξύ άλλων έγινε στάχτη και μια τεράστια βιβλιοθήκη που είχαν τα δύο αδέλφια και αριθμούσε περίπου 2.000 βιβλία.

Αλλά ο Φωτόπουλος γρήγορα διαπίστωσε ότι δεν θα είχε την… πολυτέλεια να μεμψιμοιρεί για αυτά. Η νέα πρόκληση ήταν απλώς να παραμείνει ζωντανός, μετά την… έκπληξη που επεφύλαξαν σε αυτόν και σε άλλους 5.000 θεωρούμενους κομμουνιστές οι Άγγλοι και η νεοσύστατη ελληνική κυβέρνηση.

«Στο κρατητήριο που με οδήγησαν ήμουν στην αρχή ο μόνος ένοικος. Μα μέσα σε δύο ώρες αυτό το μπουντρούμι είχε γεμίσει με τόσο κόσμο που δεν είχαμε αέρα να αναπνεύσουμε», έχει εξιστορηθεί ο Φωτόπουλος, που μετά από λίγες ημέρες φορτώθηκε μαζί με τους συντρόφους του σε ένα καράβι και απέπλευσαν από τον Πειραιά προς άγνωστο προορισμό. Κανείς τους δεν ήξερε που πήγαιναν και φυσικά κανείς δεν ήξερε ποια θα ήταν η τύχη τους.

Τελικά η απόφαση που είχε ληφθεί για τους εξόριστους «αντιφρονούντες» έγινε δεκτή σε αυτούς μάλλον με ανακούφιση. Προορισμός ήταν η Αίγυπτος και το στρατόπεδο της πόλης Ελ Ντάμπα, που βρισκόταν 150 χιλιόμετρα μακριά από την Αλεξάνδρεια. Ήταν ένα στρατόπεδο που είχε στηθεί πρόχειρα σε αμμόλοφους της ερήμου και επιλέχθηκε ως τόπος εξορίας πολιτικών κρατουμένων. Οι υποδομές ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Οι εξόριστοι ζούσαν μέσα σε συρματοπλέγματα, που έμοιαζαν με τεράστια κλουβιά, ενώ οι σκηνές δεν έφταναν για όλους, με αποτέλεσμα να συνωστίζονται για να κοιμηθούν. Επιπλέον το κλίμα ήταν μια διαρκής δοκιμασία για τους άμαθους σε τέτοιες συνθήκες Έλληνες, με την αφόρητη ζέστη της ημέρας και την κατακόρυφη πτώση της θερμοκρασίας τα βράδια.

Στην Ελλάδα, οι συγγενείς του ηθοποιού δεν είχαν καταφέρει να μάθουν τίποτα για την τύχη του αγαπημένου τους, καθώς η επιστολή που επιτράπηκε στους κρατούμενους να γράψουν και να αποστείλουν δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της μητέρας του.

Παρά τις οριακά ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης πάντως, ο Φωτόπουλος δεν παραδόθηκε στην κατάθλιψη, ως έγκλειστος στο αιγυπτιακό στρατόπεδο. Αναζητώντας κάτι δημιουργικό για να ξοδεύει γόνιμα το χρόνο του, πρωταγωνίστησε στη δημιουργία της ομάδας των Ελλήνων εξόριστων. Ήταν μια θεατρική ομάδα που ξεκίνησε να δίνει παραστάσεις μέσα στο στρατόπεδο, ψυχαγωγώντας τον κόσμο. «Στο κλουβί μας υπήρχε ένας θεατρώνης, ένας υποβολέας κι ένας ηθοποιός. Μετά τις παραστάσεις που δώσαμε μες το κλουβί μας, φύγαμε για περιοδεία και στ’ απέναντι κλουβί», έχει γράψει ο ίδιος!

Η εξορία κράτησε περίπου 15 μήνες και η περιπέτεια είχε αίσιο τέλος. Το Μάρτιο του 1945 ο Φωτόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε να φιλοτεχνεί το προφίλ του δεινού ερμηνευτή, ενός εκ των κορυφαίων στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου. Από το 1948 έως το 1986 έπαιξε σε περισσότερες από 100 ταινίες (101 για την ακρίβεια) και μπορεί σε πολλές εξ αυτών να τυποποιήθηκε ως «μάγκας», ωστόσο υπήρξαν οι ρόλοι εκείνοι – και φυσικά η θεατρική πορεία του – που ανέδειξαν το πολύπλευρο ταλέντο του, πέρα από την κωμική προέκταση του.

Οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες και δεξιότητες όμως «ξεδιπλώθηκαν» και στη λογοτεχνία, αλλά και στην τεχνική του κολάζ, όπου με τη χρήση ψηφίδων από γραμματόσημα φιλοτέχνησε μεγάλο αριθμό ζωγραφικών έργων.

Λίγοι γνωρίζουν ότι ο Φωτόπουλος έγραψε συνολικά εφτά βιβλία (τέσσερις ποιητικές συλλογές: «Μπουλούκια» 1940, «Ημιτόνια» 1960, «Σκληρά τριολέτα» 1961 και ο «Θάνατος των ημερών» 1976) και τρία αυτοβιογραφικά («25 χρόνια θέατρο» 1958, «Το ποτάμι της ζωής μου» και «Ελ Ντάμπα – Όμηρος των Εγγλέζων» 1965) καθώς επίσης σενάρια για δύο θεατρικά και ισάριθμα κινηματογραφικά έργα.

Τα – προερχόμενα από την πολιτική – βάσανά του δεν τελείωσαν πάντως με την επιστροφή από την εξορία. Την περίοδο της δικτατορίας, η σύζυγός του Μαργαρίτα Τσάλα, δημοτική σύμβουλος της Αριστεράς στο Μαρούσι τότε, εξορίζεται στη Γυάρο και ο Φωτόπουλος μένει μόνος με τις δύο κόρες του, Άννα και Μαρία. Τότε ήταν που ξεκίνησε να καλλιεργεί τη δική του τεχνική κολλάζ γραμματοσήμων. Το… χούι να ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα και να έχει ανοιχτούς ορίζοντες προς πάσα κατεύθυνση το κόλλησε από τότε που ήθελε να γίνει γεωπόνος, αλλά τελικά έδωσε εξετάσεις και μπήκε και στη Φιλοσοφική και στη Νομική, μόνο και μόνο για να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή, αφότου είδε μια σχετική αγγελία!

Ο σπουδαίος καλλιτέχνης «έφυγε» ξαφνικά στις 29 Οκτωβρίου 1986 από ανακοπή καρδιάς. Όχι πλήρης ημερών – ήταν 73 ετών – σίγουρα όμως πλήρης εμπειριών. Ομοίως από την αγάπη των οικείων του και τον καθολικό σεβασμό συναδέλφων του και ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που είχαν μόνο καλά λόγια να πουν για το σπάνιο υποκριτικό εκτόπισμα και το ήθος του.