Τέρας χωρίς ουρά: Το εξωπραγματικό υπερόπλο «3Χ1.000» του Χίτλερ που ευτυχώς δεν πρόλαβε να πετάξει

Θα μπορούσε να είχε αλλάξει την μοίρα του κόσμου

Τον Αύγουστο του 1940 τα γερμανικά αεροπλάνα της Luftwaffe πετούν πάνω από την Μάγχη με στόχο να πλήξουν στρατηγικούς στόχους στην Μεγάλη Βρετανία. Το πλάνο του Χίτλερ ήταν να βομβαρδίσουν υποδομές, αεροδρόμια και λιμάνια, με στόχο να γονατίσουν την μοναδική χώρα στο δυτικό μέτωπο (τότε ήταν ακόμα σε ισχύ το σύμφωνο μη επίθεσης που είχε υπογραφεί με την Σοβιετική Ένωση του Στάλιν) που στεκόταν εμπόδιο στα σχέδιά του.

Οπλισμένοι με την αυτοπεποίθηση που είχαν φέρει οι προηγούμενες σαρωτικές νίκες, οι Γερμανοί πιλότοι ετοιμάζονται να προσθέσουν ακόμη μία. Όμως, τα Spitfire της RAF, σε συνδυασμό με τα βρετανικά ραντάρ, αποδεικνύονται ένας ανίκητος αντίπαλος. Στο τέλος της ημέρας 45 αεροσκάφη των Ναζί έχουν καταρριφθεί, έναντι μόλις 13 του Ηνωμένου Βασιλείου.

Έξαλλος ο Γκέρινγκ –και αφού δέχεται την κατσάδα του Φύρερ που ποτέ δεν έπαιρνε καλά τα άσχημα νέα- διατάσσει τους αεροναυπηγούς του Γ’ Ράιχ να του παρουσιάσουν το συντομότερο δυνατό σχέδια για ένα αεροσκάφος που όμοιό του δεν θα έχει δει ποτέ η ανθρωπότητα. Θέτει, μάλιστα, στάνταρντς τα οποία μοιάζουν αδύνατο να τα πλησιάσουν τα συμβατικά αεροπλάνα. Ζητά το αδιανόητο για την εποχή «3Χ1.000». Δηλαδή ένα πρωτότυπο που να έχει την δυνατότητα να πετά με ταχύτητες πάνω από 1.000 χιλιόμετρα την ώρα, να μπορεί να καλύπτει αποστάσεις 1.000 χιλιομέτρων και να μεταφέρει βόμβες βάρους 1.000 κιλών. Οι σχεδιαστές αεροναυπηγικής σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Οι απαιτήσεις του στρατάρχη αντιβαίνουν την λογική και την γνωστή ως τότε τεχνολογία.

Και τότε εμφανίζονται οι αδελφοί Βάλτερ και Ράιμαρ Χόλτεν. Πιλότοι και οι δύο (όπως και το τρίτο μέλος της οικογένειας, που αργότερα έχασε την ζωή του πετώντας ένα βομβαρδιστικό στην Δουνκέρκη) υπήρξαν πιστά μέλη του ναζιστικού κόμματος, αλλά και αυτοδίδακτοι μηχανικοί και αεροναυπηγοί από τα νιάτα τους. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Συνθήκη των Βερσαλλιών η οποία έθετε περιορισμούς στα εξοπλιστικά προγράμματα και τα όπλα που μπορούσε να κατέχει η Γερμανία, είχαν πειραματιστεί με διάφορους τύπους ανεμοπλάνων και ανεμοπλάνων, που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τα μοντέλα της εποχής.

Όταν, λοιπόν, έμαθαν για την πρόκληση που έβαζε ο Γκέρινγκ, εμφανίστηκαν με τα σχέδιά τους για κάτι που είχε κάνει τους υπόλοιπους σπουδαγμένους μηχανικούς να γελάσουν. Ένα all-wing αεροσκάφος, εντελώς διαφορετικής σχεδιαστικής λογικής και κουλτούρας, δίχως ουρά, προδιαγραφών τζετ. Σε αντίθεση με τους ειδικούς, ο Γκέρινγκ, πιλότος και ο ίδιος στον προηγούμενο «Μεγάλο Πόλεμο», ίσως και απογοητευμένος από όλα τα υπόλοιπα σχέδια που είχε δει, εντυπωσιάζεται από τις προτάσεις τους και αποφασίζει να χρηματοδοτήσει με 500.000 μάρκα τα πλάνα τους.

Τα αδέλφια στρώθηκαν στην δουλειά και κατάφεραν να επανέλθουν με τρεις διαφορετικές εκδοχές του ίδιου αεροσκάφους, το οποίο αργότερα από τους μελέτες χαρακτηρίστηκε το «UFO του Χίτλερ». Ήταν τα μοντέλα Horten 223, με τις παραλλαγές V1, V2 και V3, με το τελευταίο εξ αυτών να είναι και το πρώτο αεροσκάφος με τεχνολογία stealth. Οι κατασκευαστές του είχαν προσθέσει υλικά που μπορεί να μην το έκαναν εντελώς αόρατο από τα ραντάρ, αλλά καθιστούσαν τον εντοπισμό του πολύ πιο δύσκολο σε σχέση με τα υπόλοιπα αεριωθούμενα. Στην πραγματικότητα ήταν ένα αεροσκάφος που ερχόταν από το μέλλον και  -όπως αποδείχτηκε από την ίδια την ιστορία- θα χρειαζόταν να περάσουν ολόκληρες δεκαετίες για να εμφανιστεί ξανά στους ουρανούς κάτι ανάλογο.

Το Horten 229 μπορούσε όντως να πιάνει ταχύτητες πάνω από 1.000 χιλιόμετρα την ώρα, την διπλάσια από τα Spitfire, ενώ ξεπερνούσε ακόμη και το αμερικανικό P-51 Mustang (700 χλμ/ώρα) αλλά και το γερμανικό μαχητικό Messerschmitt Me 262, το πρώτο λειτουργικό jet μαχητικό στον πλανήτη, το οποίο έσκιζε τους αιθέρες με 850 χιλιόμετρα την ώρα!

Ωστόσο τόσο η κατασκευή του όσο και η εκμάθηση των πιλότων αποδείχθηκε χρονοβόρα διαδικασία, αφού κανείς ποτέ δεν είχε φτιάξει ή δεν είχε πετάξει με κάτι αντίστοιχο. Οι πρώτες δοκιμές έγιναν μόλις το 1944, όταν ήδη ο πόλεμος είχε πάρει δυσάρεστη τροπή για τους Ναζί και ο Χίτλερ έριχνε μεγαλύτερη βάση στην προσπάθειά του για χερσαία αντίσταση στην διπλή επίθεση που δεχόταν από Ανατολή και Δύση. Το V1 δοκιμάστηκε με επιτυχία, ενώ το V2 πρόλαβε να κάνει μόνο τρεις πτήσεις. Στην δεύτερη εξ αυτών από ανθρώπινο λάθος η προσγείωση δεν πήγε καλά, με αποτέλεσμα να πάθει σοβαρές ζημιές που καθυστέρησαν ακόμη περισσότερο την ανάπτυξή του.  Όταν τελικά επισκευάστηκε, συνέβη και άλλο ατύχημα, που οδήγησε στην καταστροφή του και στον θάνατο του πιλότου. Αντίθετα το V3, το πληρέστερο όλων, με την προσθήκη δύο κινητήρων τούρμπο τζετ και πολυβόλων των 30 χιλιοστών, δεν πέταξε ποτέ αφού στο μεταξύ οι Γερμανοί αναγκάστηκαν σε ταπεινωτική –άνευ όρων- συνθηκολόγηση.

Όταν ο στρατηγός Πάτον μπήκε στο Βερολίνο ανακάλυψε τα σχέδια (αφού V3 δεν είχε κατασκευαστεί ούτε ως μοντέλο) όπως και ένα προηγούμενο πρωτότυπο και φυσικά τα πήρε μαζί του όταν επέστρεψε πίσω στις ΗΠΑ, για να τα δώσει στους συμπατριώτες του αεροναυπηγούς που μόνο μετά από πολλά χρόνια θα παρουσίαζαν κάτι ανάλογο…

Ένα από τα μοντέλα αυτά σήμερα βρίσκεται στο National Air and Space Museum το 1952, όπου για σχεδόν 60 χρόνια έμεινε παραπεταμένο, μέχρι τελικά να γίνουν εργασίες συντήρησής του ως φόρος τιμής στο αεροσκάφος που άνοιξε τον δρόμο στα σύγχρονα stealth. Όσο για τους αδελφούς Χόλτεν, ποτέ δεν πήραν την αναγνώριση που τους άρμοζε για την δουλειά τους. Ο Βάλτερ παρέμεινε στην πατρίδα του και στην πολεμική αεροπορία της Δυτικής (πλέον) Γερμανίας και έφυγε από την ζωή το 1998 χωρίς να γίνει ποτέ ευρύτερα γνωστή η συνεισφορά του. Αντίθετα, ο Ράιμαρ προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους Βρετανούς οι οποίοι πάντως δεν ενδιαφέρθηκαν για τα σχέδιά του, με αποτέλεσμα να καταλήξει στην Αργεντινή που όμως δεν διέθετε τους πόρους και την απαιτούμενη τεχνολογία για να δώσει σάρκα και οστά στο όραμά του. Πέθανε ξεχασμένος και άσημος το 1994.