Η εικόνα lifestyle ενός πολιτικού ηγέτη στην Ελλάδα, έως τη ριζική παρέμβαση του Ανδρέα Παπανδρέου σε αυτό το επίπεδο, ήταν εντελώς αποστειρωμένη από προσωπικές αδυναμίες και πάθη.
Το «φαίνεσθαι» στη ζωή ενός πολιτικού αρχηγού με πρωθυπουργικές φιλοδοξίες, έπρεπε να συμβαδίζει με τα χρηστά ήθη και τις συντηρητικές προκαταλήψεις της εποχής, που σημαίνει πως οτιδήποτε μπορούσε να εκληφθεί ως παραστράτημα από το τρίπτυχο πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, έπρεπε να διατηρηθεί στην αφάνεια ως εν δυνάμει επιζήμιο.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν εκ φύσεως ένας ιδιαίτερα εσωστρεφής άνθρωπος, που είχε τάξει τη ζωή του στην πολιτική και παρότι πρωταγωνίστησε στο δημόσιο βίο του τόπου για περίπου 30 χρόνια (εξαιρουμένης της δικτατορικής επταετίας), ελάχιστα πράγματα για την προσωπική ζωή του έγιναν ευρέως γνωστά.
Ήταν από τους ανθρώπους που δεν θα ρίσκαρε την πολιτική καριέρα του για ένα προσωπικό πάθος, έχοντας από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας της ΕΡΕ στο μυαλό του το τίτλο του «εθνάρχη». Για αυτό και ένα δημοσίευμα που εν έτει 1975 τον ενέπλεκε σε εξωσυζυγική σχέση, προκάλεσε σάλο στην κοσμική Αθήνα, μαζί και «κόκκινο» συναγερμό στο στενό κύκλο του τότε Έλληνα πρωθυπουργού, σχετικά με τον επικοινωνιακό χειρισμό του ζητήματος.
Το δημοσίευμα δεν ήταν ελληνικό. Άνηκε στο ιταλικό περιοδικό «Τζέντε» και σύμφωνα με αυτό ο Έλληνας πρωθυπουργός (τότε) είχε συνάψει επί σειρά ετών ερωτικό δεσμό με το μανεκέν Μαρίνα Δημητροπούλου.
Ο Καραμανλής είχε πάρει διαζύγιο το 1972, ύστερα από 21 χρόνια γάμου, με την Αμαλία Κανελλοπούλου, ενόσω ήταν ακόμα (αυτοεξόριστος) στο Παρίσι. Το δημοσίευμα ωστόσο δεν αναφερόταν σε live χρόνο, αλλά σε προγενέστερο, συγκεκριμένα στο διάστημα της 11χρονης παραμονής του Καραμανλή στη γαλλική πρωτεύουσα. Ωστόσο δεν δημοσιευόταν καμία φωτογραφία και από το περιβάλλον του πρωθυπουργού κρίθηκε σκόπιμο να διαψευστεί κατηγορηματικά, ως λασπολογία και «χτύπημα κάτω από τη ζώνη». Αυτή πάντως δεν ήταν η πρώτη φορά που ο ξένος Τύπος συνέδεε με «παράνομη» σχέση τον Έλληνα πολιτικό. Υπήρξαν προγενέστερα ρεπορτάζ που ανέφεραν ότι είχε σχέση με την αδερφή του φίλου του, Γάλλου πολιτικού ηγέτη, Ζισκάρ Ντ’ Εστέν.
Το ιταλικό περιοδικό έγραφε ότι η Δημητροπούλου, «από το 1963 ακολούθησε τον Καραμανλή στο Παρίσι και του συμπαραστάθηκε επί 11 χρόνια». Συναντήθηκαν τυχαία σε μια εκδήλωση όπου ο πρώην τότε πρωθυπουργός εντυπωσιάστηκε από την ομορφιά της. «Καταλαβαίνω ότι μια γυναίκα για έναν τέτοιο άνδρα μπορεί να εγκαταλείψει κάθε δική της φιλοδοξία και να γίνει ένα μηδενικό κοντά του», φερόταν να είχε πει το ίδιο βράδυ, όπως ανέφερε το ρεπορτάζ.
Η Μαρίνα Δημητροπούλου είχε κατακτήσει από τη δεκαετία του ’60 τις αθηναϊκές πασαρέλες με το ψευδώνυμο Μαρίνα Ντέλφη. Ακολούθως έκανε παύση στην καριέρα της ως μοντέλο όταν διορίσθηκε διερμηνέας της ρουμανικής γλώσσας στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (η μητέρα της ήταν Ρουμάνα), ενώ το 1970 επανήλθε στο χώρο της μόδας από άλλο πόστο. Εργαζόταν πλέον στο περιοδικό Vogue και είχε εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι, γράφοντας πολυσέλιδα ρεπορτάζ μόδας με διεθνή απήχηση.
Σύμφωνα με το «Τζέντε», η Δημητροπούλου βοηθούσε τον Καραμανλή στις εργασίες του τα χρόνια της εξορίας και εκμυστηρευόταν τον έρωτά της για αυτόν σε Γάλλους φίλους της: «Ποτέ μου δεν αισθάνθηκα τόσο κοντά στον Κώστα όσο τώρα που δεν είναι πια ένα επίσημο πρόσωπο. Κανείς δεν ξέρει που θα καταλήξει η Ελλάδα, αλλά εγώ ξέρω ότι την ημέρα της απελευθερώσεως ο άνθρωπος που θα μπορεί να την αντιπροσωπεύει, θα είναι αυτός». Ο συντάκτης του κειμένου έγραφε ακόμη ότι ο Καραμανλής και η Δημητροπούλου έκαναν πολλά ταξίδια μαζί στην Ιταλία, καθώς και ότι μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η γυναίκα έμεινε στην σκιά του πολιτικού, προκειμένου να διαφυλαχθεί το ίματζ του.
«Τη βραδιά του προεκλογικού λόγου στην πλατεία Συντάγματος και της αποθεώσεως του Καραμανλή, λίγοι αντιλαμβάνονται ότι σε ένα μπαλκόνι του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία στέκεται μια γυναίκα μόνη με μαύρη φούστα και χρυσαφί πουκάμισο. Με τα μάτια της γεμάτα δάκρυα κοιτάζει τον θριαμβευτή. Εκείνο το βράδυ οι φίλοι της Μαρίνας Δημητροπούλου συμμερίστηκαν τη χαρά και το δράμα αυτής της γυναίκας, που είχε ζήσει με τον Καραμανλή στη μακρά εξορία και τώρα δεν μπορούσε να συμμετάσχει επίσημα στο θρίαμβό του. Μπορεί να πει κανείς ότι η Αθήνα δέχθηκε τη Μαρίνα Δημητροπούλου με συμπάθεια. Οι πρεσβείες διατηρούν για αυτήν τιμητική θέση, ο λαός την αγαπάει. Όταν οι άνθρωποι μιλούν για αυτήν λένε, τι περιμένει ο πρόεδρος για να κάμει τους γάμους του με τη Μαρίνα;».
Ήταν βέβαια επόμενο το ρεπορτάζ να αναπαραχθεί για πολλές ημέρες από τα ελληνικά Μ.Μ.Ε., ωστόσο τα κείμενα ήταν ιδιαίτερα προσεκτικά, χωρίς σκανδαλοθηρικές προεκτάσεις. Επίσημη απάντηση δεν δόθηκε ποτέ, καθώς κανένας δημοσιογράφος δεν τόλμησε να θέσει επισήμως την ερώτηση στον αυστηρό – και κατά περίσταση… βλοσυρό – Κωνσταντίνο Καραμανλή. Οι συνεργάτες του έκαναν off the record λόγο για μυθεύματα, που είχαν σκοπό να τον βλάψουν.
Όσο περνούσε ο καιρός η ιστορία ξεθώριαζε και παραμένει έως σήμερα υπό το πέπλο μυστηρίου. Πιθανότατα όμως λιγότερο… μυστηριώδης για τους Γάλλους και τους Ιταλούς, απ’ ότι για τους Έλληνες.