Αν και γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, όπως μαρτυρά και το τίτλος ευγενείας που προηγείται του ονόματός του, ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον ή για εμάς τους Έλληνες απλά Λόρδος Βύρων, από μικρός «αγκάλιασε» επαναστατικά κινήματα –κυρίως στη νότια Ευρώπη, ενώ συνδέθηκε όσο ελάχιστοι με τον αγώνα των Ελλήνων για απελευθέρωση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Στις φλέβες του έρεε βασιλικό αίμα καθώς ήταν απόγονος του Εδουάρδου του ΣΤ’, όμως αυτό δεν τον εμπόδισε να δει με συμπάθεια τον απλό λαό και τελικά να εντυπωσιαστεί τόσο πολύ από τις προσπάθειες των «κοινών θνητών» για αυτοδιάθεση που έφτασε στο σημείο να αφήσει πίσω του τα πάντα και να γίνει ένα με τους εξεγερμένους.
Αυτό το πάθος του για την ίδια την ζωή -στην πραγματικότητα- το πλήρωσε πολύ ακριβά. Αφήνοντας την τελευταία πνοή του στο πλευρό τους και συγκεκριμένα στο Μεσολόγγι όπου έμελε να βρει τον θάνατο, έχοντας προηγουμένως νοσήσει βαριά.
Για εμάς τους Έλληνες ο Λόρδος Βύρωνας ήταν μια εξέχουσα και ξεχωριστή προσωπικότητα που βοήθησε ποικιλοτρόπως τον αγώνα. Η δημοφιλία του ήταν τέτοια που κάθε λόγος του Άγγλου ποιητή είχε ιδιαίτερο αντίκτυπο στους σύγχρονούς του, με αποτέλεσμα μέσα από τα λόγια του να γεννηθεί και να συντηρηθεί στη συνέχεια ένα κύμα συμπάθειας προς τον αγώνα το οποίο μεταφράστηκε και σε οικονομικούς όρους.
Ήδη από το 1823 βρισκόταν στο Μεσολόγγι, αν και αρχικά είχε θέσει ως προορισμό του την Πελοπόννησο, από όπου διατηρεί επαφές με τις κορυφαίες μορφές της επανάστασης, κυρίως τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο μάλιστα στηρίζει με χρήματα είτε της προσωπικής περιουσίας του είτε μέσω δωρεών που συγκεντρώνει. Ειδικά για αυτόν τον σκοπό, δε, είχε συνεχή αλληλογραφία με τον Σάμουελ Μπαρφ αλλά και άλλους επιφανείς επιχειρηματίες της ακμάζουσας εκείνη την περίοδο αγγλικής αστικής τάξης. Παράλληλα, συντηρούσε και μια μικρή ομάδα αποτελούμενη από 40 άντρες, όλοι τους Σουλιώτες, υπό τις οδηγίες των Δράκου, Τζαβέλα και Φωτομάρα.
Μετά από όλα αυτά δεν είναι καθόλου παράξενο που η… πατρίς ευγνωμονούσα επιφύλαξε μετά θάνατον μια ξεχωριστή θέση στον Λόρδο Βύρωνα ανάμεσα στις προσωπικότητες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αίσια εξέλιξη του αγώνα. Και καθώς περνούσαν τα χρόνια, έβγαιναν στην επιφάνεια ολοένα και περισσότερες –άγνωστες στο ευρύ κοινό- δράσεις και πράξεις του κορυφαίου –ίσως- φιλέλληνα του 1821.
Μια από αυτές, μάλιστα, συνέβη στο νεκροκρέβατό του. Ο Βύρων ψηνόταν στον πυρετό και αντιλήφθηκε και ο ίδιος ότι αυτές ήταν οι τελευταίες ώρες του. Ακόμη και εκείνη την ύστατη ώρα, όμως, στο μυαλό του είχε μόνο ένα πράγμα. Με ποιο τρόπο θα μπορούσε να συνεισφέρει στον αγώνα…
Στις 18 Απριλίου 1824 ο εμπύρετος Άγγλος ποιητής παραληρεί και αναλογίζεται. ««Της έδωσα το χρόνο μου, τους πόρους μου, την υγεία μου. Και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι περισσότερο θα μπορούσα να κάνω;», αναρωτιέται. Και δίνει μόνος του την απάντηση! Σε μια ύστατη πράξη αφοσίωσης υπογράφει μια επιταγή ύψους 4.000 αγγλικών λιρών. Ένα ποσό που μπορεί να μην φαντάζει ιδιαίτερα μεγάλο, αλλά σε σημερινές τιμές ξεπερνά τις 350.000 στερλίνες! Αυτή η επιταγή βρίσκεται ακόμη και σήμερα στα αρχεία του ελληνικού κράτους και φέρει την υπογραφή του Λόρδου Βύρωνα.
Μέσω αυτής απευθύνεται στον Τζιοβάνι Ορλάντο ο οποίος εκείνη την περίοδο λειτουργούσε ως εκπρόσωπος της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, και του ζητά να την εξαργυρώσει και στη συνέχεια να δαπανήσει τα χρήματα για άμεσες ανάγκες, ειδικά σε σχέση με το Μεσολόγγι. Πράγματι, η επιταγή «ταξίδεψε», μέσω Κεφαλονιάς, μέχρι την Μάλτα όπου και εξαργυρώθηκε και τελικά μέσω αυτό του ποσού επανδρώθηκε ένας μικρός στόλος που έπλευσε από την Ύδρα και τις Σπέτσες, είδηση που όταν έγινε γνωστή, ανάγκασε τους Αλβανούς που πολιορκούσαν την πόλη να αποχωρήσουν…
Πολλοί ιστορικοί προσπέρασαν αυτό το γεγονός ως όχι ιδιαίτερα σημαντικό ανάμεσα στα τόσα που συνδέονται με την επανάσταση, αλλά σήμερα θεωρείται δεδομένο ότι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στην πορεία για την ανεξαρτησία που φέρει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του Λόρδου Βύρωνα. Σαν αυτή που έβαλε και στην επιταγή μέσω της οποίας έδωσε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του για εμάς τους Έλληνες!