Έχουμε συνηθίσει να χρησιμοποιούμε τον όρο «άνθρωπος της νύχτας» με αρνητική χροιά, έχοντας πάμπολλα παραδείγματα που συνδέουν τις μεταμεσονύχτιες καταστάσεις με παρανομίες, μπραβιλίκια και υπόκοσμο. Well, this is not the case, στην περίπτωση του Δημήτρη Μπαβέλλα, του αθηναίου που συνέλαβε και πραγματοποίησε μια απλή αλλά δύσκολα υλοποιήσιμη ιδέα. Να ανοίξει ένα κλαμπ το οποίο θα μπορούσε να προσφέρει «καθαρή» και γνήσια διασκέδαση σε όλα τα επίπεδα, μακριά από τις «ανορθογραφίες» που συνηθίζονται σε τέτοιους χώρους, ειδικά σε υπόγεια όπως ήταν το «Wild Rose».
Οι σημερινοί άνω των 50 ετών μπορεί σήμερα να ανησυχούν για τα εμβόλια του covid και ενδεχόμενες παρενέργειές τους, αλλά παράλληλα έχουν να υπερηφανεύονται ότι γνωρίζουν από πρώτο χέρι ποιο ήταν το αποτύπωμα αυτού του μυθικού χώρου στην «διαπαιδαγώγησή» τους, σε όρους μουσικής και διασκέδασης. Και αυτό το οφείλουν στον Μπαβέλλα…
Ευγενικός από την φύση του αλλά και μεγαλωμένος ανάλογα, αντιμετώπιζε τους πάντες με τον μοναδικό τρόπο που ήξερε. Με σεβασμό και ένα πλατύ χαμόγελο, ανεξάρτητα από το πρόσωπο που είχε απέναντί του. Και η αλήθεια είναι ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80, όταν και στέγασε το όνειρό του σε ένα μικρό χώρο στους πρόποδες του Λυκαβηττό, μέχρι και την εποχή που μεσουρανούσε στο θρυλικό υπόγειο της Πανεπιστημίου, αντιμετώπισε από απλούς πελάτες ως και τεράστια ονόματα της μουσικής βιομηχανίας αλλά και ανθρώπους της μόδας, της επιχειρηματικότητας, με λίγα λόγια τους πάντες.
Η κοινή συνισταμένη στις διηγήσεις πρώην θαμώνων και συνεργατών είναι ο χαρακτήρας και η προσωπική εμπλοκή του Δημήτρη Μπαβέλλα σε κάθε τι που σχετιζόταν με την λειτουργία του μαγαζιού. Ξεκινώντας, φυσικά, από την δική του μεγάλη αγάπη, την μουσική! Σε μια εποχή που ήταν πολύ πιο δύσκολο από σήμερα να ανακαλύψεις και να παίξεις «φρέσκια» μουσική, εκείνος «όργωνε» τα δισκάδικα της Ευρώπης για να προσφέρει στους θαμώνες του το καλύτερο δυνατό.
Ερωτευμένος με τους ήχους των Pink Floyd, ειδικά με το «Wish You Where Here», είχε πάρει πολλά εισιτήρια για την ιστορική συναυλία τους στο ΟΑΚΑ ώστε να μπορέσουν όλα τα παιδιά του Wild Rose να ακούσουν και να δουν από κοντά το μουσικό υπερθέαμα που χάρισε σε κάθε της εμφάνιση αυτή η μυθική μπάντα. Και όπως εκμυστηρεύθηκε αργότερα σε συνέντευξή του, επιβεβαιώνοντας τον αστικό μύθο, η συνέχεια της βραδιάς δόθηκε στο δικό του κλαμπ, όπου ο βρέθηκε ο Ρικ Ράιτ μαζί με την σύζυγό του, Φράνκα.
«Θυμάμαι ότι όταν είχαν έρθει στην Αθήνα, είχα πάρει 15 εισιτήρια για τα παιδιά που δούλευαν μαζί μου. Κι όταν άκουσα αυτό το κομμάτι το «Wish you where here» από το ομώνυμο άλμπουμ στη συναυλία συγκινήθηκα. Σκέφτηκα φίλους, αγάπες, ανθρώπους που έφυγαν. Είχαν την τύχη να γνωρίσω στο μαγαζί μου τον Ρικ Ράιτ. Τον κέρασα ένα ποτό και του είπα ευχαριστώ για τις μουσικές που μας χάρισαν», είχε πει.
Την ίδια ώρα οι θαμώνες του κλαμπ έλεγαν με τον δικό τους τρόπο ευχαριστώ για όλα όσα τους χάριζε τις νύχτες ο Μπαβέλλας. Έναν οικείο, προσεγμένο χώρο, με καθαρά ποτά, καθαρές μουσικές και –κυρίως- καθαρά χέρια και πρόσωπα. Μπορεί στον ίδιο χώρο να βρισκόταν οι νεαροί τότε γόνοι οικογενειών όπως Βαρδινογιάννη και Κόκκαλη, μπορεί παραδίπλα να διασκέδαζαν πολιτικοί όπως ο Βαρβιτσιώτης ή ο Σπηλιωτόπουλος, μπορεί εκεί γύρω να κάθονταν εκδότες, επιχειρηματίες, μοντέλα, ηθοποιοί, αλλά ακόμη και οι «κοινοί θνητοί» είχαν το μοναδικό προνόμιο να απολαμβάνουν ακριβώς το ίδιο επίπεδο διασκέδασης, χωρίς αποκλεισμούς εφόσον φυσικά δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο.
Αν το σκεφτείς με βάση τους όρους που ισχύουν σήμερα ή αν αναλογιστείς ποιο ήταν το επίπεδο της αθηναϊκής νύχτας πίσω στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, με τους «πολέμους» για τον έλεγχο των μαγαζιών με κάθε τρόπο, είναι μάλλον θαύμα το πώς αυτός ο δανδής της διασκέδασης κατόρθωσε να μείνει μακριά από όλα αυτά και να κρατήσει κάθε «καλοθελητή» σε απόσταση ασφαλείας από τους εργαζόμενους και τους πελάτες του.
Ίσως ήταν αυτή η προσωπική εμπλοκή σε κάθε τομέα και αυτό το προσωπικό ενδιαφέρον για κάθε έναν ξεχωριστά που να έκανε την διαφορά. Πολλοί θυμούνται ακόμη ιστοιρίες με τον Μπαβέλλα να φεύγει τελευταίος, μόνο αφότου είχε βεβαιωθεί ότι κανένας «περίεργος» δεν περίμενε κάποιον δικό του μέσα στα σοκάκια, ειδικά τα κορίτσια που απασχολούσε στο θρυλικό Wild Rose.
Μέχρι το 2003 που έμεινε ανοιχτό, ελάχιστα αρνητικά μπορούσε να προσάψει κανείς στο κλαμπ ή στον ιδιοκτήτη του. Κάπου εκεί έφτασε το πλήρωμα του χρόνου μετά από μια διαδρομή που κράτησε μια 20ετία. Ο Δημήτρης Μπαβέλλας συνέχισε την δική του προσωπική πορεία για σχεδόν άλλα τόσα, έχοντας πάντα συντροφιά τις μουσικές των λατρεμένων του Pink Floyd και του επίσης αγαπημένου του David Bowie. Αυτοί και πολλοί άλλοι τον συντρόφευσαν και αργότερα όταν διαγνώστηκε με καρκίνο. Έναν αντίπαλο που κοίταξε στα μάτια με χαμόγελο και παρρησία, παρά τα πέντε χειρουργεία και τις χημειοθεραπείες. Τελικά, νικήθηκε. Έφυγε από την ζωή μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, αλλά δεν έφυγε ποτέ από την συνείδηση όσων τον γνώρισαν…