«Είσαι ο παίκτης μου, είμαι σίγουρος 100%»: Η μέρα που ο Κοσκωτάς υπέγραψε χωρίς να το ξέρει την καταδίκη του

Για 18.000.000 μάρκα

Σε μια εποχή που τα… πεντοχίλιαρα δεν ήταν «πετσετάκια», δηλαδή οι ομάδες δεν είχαν επιδοθεί στη σημερινή εξωπραγματική κούρσα για το ποια θα πετάξει λεφτά σε υπεραξίες παικτών, τα ρεκόρ μεταγραφών δύσκολα έσπαγαν, ενώ (μέχρι ενός σημείου) ανταποκρίνονταν όντως στις ικανότητες ενός ποδοσφαιριστή.

Γι΄αυτό και όταν ο κατά τεκμήριο κορυφαίος παίκτης του πλανήτη, ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα μετακινούταν από την Μπαρτσελόνα στη Νάπολι έναντι ενός ποσού που σε σημερινούς χρηματικούς όρους άγγιζε τα 13.000.000 ευρώ, πολλοί ήταν εκείνοι που πόνταραν ότι τα επόμενα χρόνια καμία μεταγραφή δεν θα πλησίαζε καν αυτό το νούμερο.

Περίπου μια διετία αργότερα, όμως, ήταν η μετακίνηση ενός ποδοσφαιριστή σε ελληνική ομάδα που θα γινόταν η δεύτερη ακριβότερη στον χώρο της Ευρώπης! Και φυσικά ήταν αυτή του Λάγιος Ντέταρι στον Ολυμπιακό του Γιώργου Κοσκωτά!

Γεννημένος για μεγάλα πράγματα, ο ξανθομάλλης Μαγυάρος επιτελικός χαφ, θεωρήθηκε ό,τι καλύτερο είχε βγάλει η Ουγγαρία μετά τον Φέρεντς Πούσκας. Κι ενώ –λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στις χώρες του τότε Ανατολικού μπλοκ- ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης» χρειάστηκε να περιμένει μέχρι να φτάσει 31ός ετών για να του επιτραπεί μεταγραφή στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Ρεάλ Μαδρίτης, ο Ντέταρι εκμεταλλευόμενος τις καλές οικογενειακές σχέσεις με την Ομοσπονδία της χώρας, κατάφερε να κάνει το βήμα προς την «ελευθερία» μόλις στα 23 του.

Έτσι μετά τα πρώτα βήματά του στην Χόνβεντ, όπως σχεδόν όλοι οι σημαντικοί Ούγγροι παίκτες της δεκαετίας του ’80, βρέθηκε στην Γερμανία και στην Άιντραχτ, με πολλούς πάντως να λένε ότι η ομάδα της Φρανκφούρτης θα ήταν απλά ένα σκαλοπάτι στην καριέρα του και ότι σύντομα θα έπαιζε σε ένα πολύ μεγαλύτερο ευρωπαϊκό κλαμπ.

Μετά από 3 σεζόν γεμάτες τίτλους αλλά και το βραβείο του πρώτου σκόρερ στην Ουγγαρία, έδειξε από την αρχή ότι μπορεί να γίνει ηγέτης και στην Γερμανία, οδηγώντας την Άιντραχτ στην κατάκτηση του Κυπέλλου, ενώ την ίδια ώρα σημείωνε 11 γκολ στην απαιτητική Μπουντεσλίογκα.

Λίγο μετά τους πανηγυρισμούς για την απρόσμενη επιτυχία, ο Ντέταρι δήλωνε ότι στόχος του ήταν να παραμείνει εκεί και τα τέσσερα χρόνια που προέβλεπε το συμβόλαιό του, όμως αποτελούσε κοινό μυστικό ότι μερικά σπουδαία ευρωπαϊκά κλαμπ τον είχαν στις λίστες τους. Βέβαια μιλάμε για μια περίοδο που σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν επιτρεπόταν παραπάνω από 3 ξένοι ποδοσφαιριστές συνολικά, ενώ το πράγμα γινόταν πιο περίπλοκο όταν αφορούσε σοσιαλιστικές χώρες, αφού για οποιαδήποτε μετακίνηση έπρεπε να ανάψει το πράσινο φως το Κόμμα και οι άνθρωποί του στο υπουργείο Αθλητισμού.

Οι φήμες έλεγαν ότι ο Ντέταρι είχε υπογράψει προσύμφωνο με την Γιουβέντους, όμως μέχρι να συναινέσει στο ντιλ η κυβέρνηση, ήταν απλά ένα κομμάτι χαρτί δίχως καμία πρακτική αξία.

Την ίδια ώρα ο Γιώργος Κοσκωτάς είχε ήδη ολοκληρώσει την υπεξαίρεση αδιανόητων ποσών από την Τράπεζα Κρήτης, είχε διαβρώσει το πολιτικό, επειχειρηματικό και εκδοτικό σύστημα στην Ελλάδα και ενίσχυε ακόμη περισσότερο την δημοφιλία και την διαπραγματευτική δύναμή του αγοράζοντας τον Ολυμπιακό και κάνοντας (κυριολεκτικά) δεκάδες μεταγραφές, μαζεύοντας ό,τι καλύτερο υπήρχε στην ελληνική αγορά. Παράλληλα, όμως, αναζητούσε και ένα όνομα από το εξωτερικό που θα προκαλούσε αίσθηση.

Έτυχε να παρακολουθήσει από κοντά εκείνο τον τελικό Κυπέλλου Γερμανίας μεταξύ της Άιντραχτ και της Μπόχουμ και θαμπώθηκε από τα κατορθώματα του Μαγυάρου. Μετά από χρόνια σε συνέντευξή του ο ίδιος ο Ντέταρι αποκάλυψε ότι στο τέλος του αγώνα ο Έλληνας μεγιστάνας τον πλησίασε και του είπε: «Εσύ είσαι ο παίκτης που θέλω. Είμαι σίγουρος 100%».

Βέβαια ήταν δύσκολο να τον πιστέψει, ενώ στο μυαλό του έκανε ήδη πρόβες την μπιανκονέρα φανέλα της Γιουβέντους. «Ποιος να φανταστεί ότι αυτός ο τρελός θα έδινε 18.000.000 μάρκα;» είπε αργότερα, περιγράφοντας την έκπληξη όλων όταν τελικά ο Κοσκωτάς μετέτρεψε την «καψούρα» του σε επίσημη πρόταση. Το αντίστοιχο σε ευρώ ήταν σχεδόν 9.000.000 (υπενθυμίζουμε ότι ήταν η δεύτερη πιο ακριβή μεταγραφή μετά τα 13.000.000 ευρώ του Μαραντόνα), ενώ σε παλιές καλές δραχμούλες μιλάμε για 3 δις!

Η συγκυρία ήταν τέλεια για τον Ολυμπιακό. Είχε ως ιδιοκτήτη έναν άνθρωπο που διέθετε άφθονο χρήμα (μέσω υπεξαίρεσης βέβαια…), η Άιντραχτ βρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση και χρειαζόταν τα χρήματα για να καλύψει τις ζημίες της, ενώ ο Κοσκωτάς διέθετε τις διασυνδέσεις στην Ουγγαρία ώστε να πείσει τις εκεί Αρχές να δώσουν το «οκ» για την μετακίνηση.

Στην πραγματικότητα ο Ντέταρι δεν ρωτήθηκε ποτέ και έτσι κι αλλιώς είχε αποκαλύψει αργότερα το προφανές. Ότι δηλαδή θα προτιμούσε να αγωνιστεί στην τότε «Μέκκα» του ποδοσφαίρου, Ιταλία, παρά στην Ελλάδα. Όμως με τους Μαγυάρους να βάζουν στο ταμείο τους σχεδόν τα μισά λεφτά της μεταγραφής, περίπου 9.000.000 μάρκα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.

Ήταν τόσο… κιμπάρης ο Κοσκωτάς που εκτός του Ντέταρι, προσέλαβε και τον… πεθερό του, Ίμρε Κόμορα, ο οποίος ανέλαβε την τεχνική ηγεσία των Πειραιωτών, στην μία και μοναδική χρονιά που δούλεψε εκτός Ουγγαρίας σε ολόκληρη την προπονητική καριέρα του.

Τελικά ο Ντέταρι, για την υποδοχή του οποίου ο τότε δήμαρχος Πειραιά φωταγώγησε και διέθεσε το δημαρχικό μέγαρο για να στηθεί το πανηγύρι της υποδοχής του από τουλάχιστον 50.000 άτομα, έμεινε στην Ελλάδα δύο σεζόν, κατακτώντας το Κύπελλο.

Το πέρασμά του ήταν σύντομο και χωρίς πολλές «δάφνες», αλλά σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερο από εκείνο του Κοσκωτά καθώς μεσούσης της σεζόν η βρόμα του σκανδάλου σκέπασε τα πάντα, με συνέπεια κανείς στον Ολυμπιακό να μην μπορεί πια να πληρώνει το συμβόλαιο του Ντέταρι, το οποίο ήταν μεγαλύτερο και από του Ρουντ Γκούλιτ, του πρωταθλητή Ευρώπης με την Μίλαν και κατακτητή του Euro και εκ των αρχηγών της εθνικής Ολλανδίας…

Απλά για λίγο μπόρεσε να το καλύψει ο άλλος «ηγέτης», Αργύρης Σαλιαρέλης, πριν καταλήξει και εκείνος στην τσιμπίδα της ελληνικής δικαιοσύνης.