Η παρουσία ελληνικών φυλών στη νότια Ιταλία χρονολογείται χιλιάδες χρόνια πριν, όταν και εγκαταστάθηκαν μετά από διαδοχικά κύματα μεταναστεύσεων, ξεκινώντας από τον αρχαιοελληνικό αποικισμό της νότιας Ιταλίας και Σικελίας τον 8ο αιώνα π.Χ., έως και τις Βυζαντινές μετακινήσεις προς την Ιταλία ιδιαίτερα μετά την περίοδο των Οθωμανικών κατακτήσεων.
Κατά τον Μεσαίωνα οι τοπικές ελληνικές κοινότητες απομονώθηκαν και διασκορπίστηκαν, μία εξ αυτών όμως κατόρθωσε να διατηρήσει για αιώνες το χαρακτήρα της ελληνικής ταυτότητας της, γλώσσα, παραδόσεις και ξεχωριστή κουλτούρα. Είναι η κοινότητα των Γκρίκο η Γρεκάνων, η οποία εντοπίζεται στις περιοχές της Καλαβρίας και της Απουλίας (Σαλέντο) στην Κάτω Ιταλία.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γερμανός ερευνητής Καρλ Βίτε διαπίστωνε ότι συμπαγείς πληθυσμοί στην Κάτω Ιταλία είχαν ως μητρική τους γλώσσα την ελληνική. Την ισχυρή επίδραση της ελληνικής γλώσσας στις διαλέκτους της περιοχής επιβεβαίωνε έναν αιώνα αργότερα ο Γερμανός γλωσσολόγος Γκ. Ρόλφς.
Οι έρευνες αυτές αποκάλυψαν την ύπαρξη μιας μοναδικής γλώσσας που διατηρεί δωρικές λέξεις, εξαφανισμένες και ανύπαρκτες τόσο στη Βυζαντινή όσο και στη Νέα Ελληνική. Έτσι επαληθεύτηκε η καταγωγή και η αδιάκοπη συνέχεια της από τα χρόνια της Μεγάλης Ελλάδας, όταν πολυπληθείς ελληνικοί πληθυσμοί μετανάστευσαν στην Νότια Ιταλία και Σικελία.
Στην Καλαβρία η ελληνική διάλεκτος ονομάζεται «γκρεκάνικα», ενώ στην Απουλία «γκρίκο». Τα ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας είναι εννέα, αλλά στην ευρύτερη ορεινή περιοχή του βουνού Ασπρομόντε υπάρχουν αρκετά ακόμη με ελληνικά ονόματα. Σε απόσταση 600 χλμ., στην περιοχή της Απουλίας (Σαλέντο), νοτίως του Λέτσε (το οποίο ήταν γνωστό ως «Αθήνα της Απουλίας») υπάρχουν άλλα εννέα ελληνόφωνα χωριά, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από γεωφυσική και οικονομική άποψη και με ελάχιστες επαφές και ανταλλαγές με τα χωριά της Καλαβρίας.
Το μόνο κοινό χαρακτηριστικό μεταξύ των δύο περιοχών είναι αυτή η μοναδική και ιδιόρρυθμη γλώσσα, η οποία επέζησε 27 ολόκληρους αιώνες μέσα από τα τοπωνύμια, τα τραγούδια, τις παραδόσεις και τα έθιμα των κατοίκων τους.
Ένα από τα ελληνικά χωριά της Καλαβρίας είναι το ολότελα ιδιαίτερα Ρηχούδι, το οποίο δημιουργήθηκε από βοσκούς, που ζούσαν στα γειτονικά Αμεντολέα και Μπόβα και μετακόμισαν εκεί για να έχουν καλύτερη βοσκή για τα ζώα τους. Το Ρηχούδι χτίστηκε σε μια απότομη, κατηφορική πλαγιά, με σπίτια που έμοιαζαν… έτοιμα να κατρακυλήσουν στα νερά των καραδοκούντων ποταμών Αμεντολέα και Φουρία.
Το 1971 ο χρόνος στο χωριό «σταμάτησε», όταν από σφοδρές καταιγίδες και ισχυρότατους ανέμους προκλήθηκαν κατολισθήσεις. Η Γεωλογική Υπηρεσία της Καλαβρίας επέβαλε στους κατοίκους να το εγκαταλείψουν και τελικά το χωριό ουσιαστικά μεταφέρθηκε σε τοποθεσία που θεωρήθηκε πιο ασφαλής. Οι κάτοικοι δημιούργησαν σε υψόμετρο 519 μέτρων το Χωρίον του Ρηχουδίου, αλλά εκεί δεν κατέστη δυνατό ούτε καν να μακροημερεύσουν. Χτισμένο σε μια απότομη βουνοπλαγιά, επλήγη καίρια από τις καταστροφικές πλημμύρες του 1973 και οι κάτοικοι εγκατέλειψαν άρον-άρον σπίτια και υπάρχοντα, για να διασκορπιστούν στις παράκτιες περιοχές μεταξύ του Μέλιτο ντι Πόρτο Σάλβο, Γιαλού του Βούα και Ρηγίου. Ωστόσο παρά την επίσημη εκκένωση, κάποιοι επέστρεψαν και επανεγκαταστάθηκαν εκεί με δική τους ευθύνη.
Μόλις το 1988 οι πλημμυροπαθείς του Ρηχουδίου εγκαταστάθηκαν σε ένα νέο οικισμό, που ονομάστηκε Ρηχούδι Καινούργιο και βρίσκεται κοντά στο Μέλιτο ντι Πόρτο Σάλβο. To παλιό Ρηχούδι είναι πια ένα χωριό – φάντασμα. Το 1984 δεν είχαν απομείνει παρά μόνο τέσσερις οικογένειες στον παλαιό οικισμό και έως πριν από λίγα χρόνια συναντούσε κανείς ένα μόνο ηλικιωμένο, ονόματι Πάγκαλο.
Ο νέος οικισμός, σύγχρονος, που αποτελείται από όμοιες εργατικές πολυκατοικίες, δεν θυμίζει σε τίποτα το πραγματικό Ρηχούδι. Εκείνο το χωριό με τα στενά σοκάκια, την γραφική πλατειούλα στην παλιά ορθόδοξη εκκλησία του Ευαγγελισμού, την έντονη βλάστηση και τις ανθοστόλιστες αυλές. Με μία εξαίρεση: το μόνο που το θυμίζει είναι οι βραδινές συνάξεις των γερόντων στην πλατεΐτσα γύρω από τη βρύση, καθότι δεν μπορεί να τις «παρακολουθήσει» όποιος δεν γνωρίζει γκρεκάνικα…