Εδώ και κάποιες εβδομάδες, η Σαλερνιτάνα βρίσκεται και πάλι στην Serie A. Κάπου μπορεί να την έχει πάρει το μάτι σου- ιδίως από την στιγμή που ανακοινώθηκε πως έκανε δικό της τον Φρανκ Ριμπερί για την τρέχουσα σεζόν.
Ανήκει στον πρόεδρο της Λάτσιο, Κλαούντιο Λοτίτο, ο οποίος έπρεπε να την παραχωρήσει για να πάρει άδεια συμμετοχής αφού δεν επιτρέπεται να έχει δύο ομάδες στην ίδια κατηγορία. Την πήρε από τα χαμηλά και την επανέφερε στα σαλόνια του calcio, όπου για τελευταία φορά έπαιξε τη σεζόν 1998-99.
Εκείνη τη σεζόν, το ρόστερ διέθετε παίκτες που έχεις ακουστά. Μάρκο Ντι Βάιο στην επίθεση και στο κέντρο ένας 20χρονος, τότε, «σκύλος» με όνομα Τζενάρο Γκατούζο.
Στα μέσα της χρονιάς, η Granata βρισκόταν στην 16η θέση της βαθμολογίας και μέχρι εκείνο το σημείο είχε να επιδείξει μόνο μια μεγάλη νίκη, ένα 1-0 σε βάρος της Λάτσιο. Τον Ιανουάριο, έπειτα από μια ήττα από την Βιτσέντζα, ο πρόεδρος, Ανιέλο Αλιμπέρτι, έκρινε ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Έτσι αποφάσισε πως πρέπει να αντικαταστήσει τον Ντέλιο Ρόσι με τον Φραντσέσκο Οντο. Τουλάχιστον, αυτό ήταν το πλάνο.
Στις 12 Ιανουαρίου του 1999, ύστερα απ΄ την προπόνηση, ο πρόεδρος ανακοίνωσε τα νέα στην ομάδα, όμως τα πράγματα κάθε άλλο απλά βάσει προγράμματος κύλησαν.
Ένα group οπαδών είχε βρεθεί στις εγκαταστάσεις του συλλόγου και εισέβαλλε με τη βία. Όταν η ομάδα βγήκε, οι τιφόζι άρχισαν να βρίζουν τους πάντες, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου, κατηγορώντας τους παίκτες ότι «πρόδωσαν» τον Ρόσι.
Ανάμεσα σε βρισιές και φτυσιές, οι παίκτες δέχθηκαν ακόμα και κλοτσιές και χρειάστηκε να τρέξουν προς τα αυτοκίνητά τους για να γλυτώσουν τα ακόμα χειρότερα. Τα οποία, όπως αποδείχθηκε, δεν είχαν έρθει.
Ο πρόεδρος όμως δεν πτοήθηκε και αργότερα μέσα στην ημέρα, παρουσίαζε τον Όντο στον Τύπο. Τότε, εμφανίστηκαν ξανά οι οπαδοί. Περίπου 100 άτομα μπήκαν στην αίθουσα της συνέντευξης Τύπου, με όχι και τόσο κομψό τρόπο έκαναν σαφή τη δυσαρέσκειά τους και υπερασπίστηκαν ξανά τον προπονητή.
Γύρισαν το γραφείο ανάποδα και επιτέθηκαν στον Αλιμπέρτι, ο οποίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να τρέξει ξανά. Οι τιφόζι τα είχαν καταφέρει. Κάπου εκεί, ο Όντο κατάλαβε ότι τίποτα δεν θα πάει φυσιολογικά και ο Ντέλιο Ρόσι κράτησε τη θέση του στον πάγκο της Σαλερνιτάνα.
Μέσα στο γήπεδο, η ομάδα έβγαλε αντίδραση. Πέτυχε νίκες κόντρα σε Ρόμα, Εμπολι, Σαμπντόρια και έχασε στις λεπτομέρειες από την Μίλαν σε ματσάρα στο San Siro (3-2).
Πλέον στα τέλη Μαρτίου, αυτή τη φορά οι οργανωμένοι δεν προσπάθησαν να σταματήσουν την αντικατάσταση του Ντέλιο Ρόσι από τον Φραντσέσκο Όντο, ο οποίος πήρε τελικά τα ηνία. Και όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις, υπήρξε αποτέλεσμα. Οι νίκες κόντρα σε Ίντερ και Μπολόνια ήταν η απόδειξη.
Το φινάλε του πρωταθλήματος πλησίαζε και τα τελευταία 4 ματς θα καθόριζαν τη μοίρα της Σαλερνιτάνα. Στο πρώτο από αυτά με γκολ του Ντι Βάιο ήρθε τεράστια νίκη με σε βάρος 1-0 την Γιουβέντους που την κράτησε ζωντανή στη μάχη της παραμονής κόντρα σε Πιατσέντζα και Περούτζια. Όμως τίποτα δεν είχε τελειώσει.
Μια εβδομάδα αργότερα η ήττα από την Κάλιαρι την έβαλε σε πολύ δύσκολη θέση, όμως η νίκη σε βάρος της Βιτσέντζα στα μέσα Μαΐου διατήρησε τις ελπίδες. Πλέον, απέμενε ένα ματς με την Πιατσέντζα. Η Σαλερνιτάνα χρειαζόταν μόνο νίκη και η Περούτζια να μην τα καταφέρει με αντίπαλο την Μίλαν η οποία ήταν 3 βαθμούς μακριά από το 16ο πρωτάθλημα της ιστορίας της. Όπως και έγινε. Με γκολ των Γκουλιελμινπιέτρο και Μπίρχοφ, οι Rossoneri πέρασαν με 1-2 από το Renato Curi και κατέκτησαν τον τίτλο.
Την ώρα που η Μίλαν πανηγύριζε το Scudetto, 400 χιλιόμετρα μακριά, στο γήπεδο Leonardo Garilli, γινόταν ένα ματς που θα περνούσε στην ιστορία.
H Σαλερνιτάνα μπορεί να ήθελε μόνο νίκη για να ελπίζει, όμως σύμφωνα με τα κείμενα των Ιταλών που αναφέρονται σε εκείνο το παιχνίδι, προσπάθησε να την πετύχει χωρίς να επιτεθεί. Μια κεφαλιά του Νταβίντ Ντι Μικέλε ήταν ό,τι είχε να δείξει στο πρώτο μέρος η ομάδα του Όντο, η οποία παρότι έπαιζε την παραμονή της, δεν άλλαξε τη συντηρητική προσέγγιση.
Στην πρώτη φάση της επανάληψης, ο πρώην αμυντικός των Σαμπντόρια, Ρόμα, Γιουβέντους και legend της Serie A, Πιέτρο Βιέρκοβουντ, πέτυχε με κεφαλιά το τελευταίο γκολ της καριέρας του κάνοντας το 1-0 για την Πιατσέντζα.
Τότε μόνο η Σαλερνιτάνα έβγαλε αντίδραση και κέρδισε το πέναλτι από το οποίο ο Σαλβατόρε Φρέζι ισοφάρισε σε 1-1. Όλοι πίστεψαν ότι το γκολ θα δώσει ώθηση για την ανατροπή και την πολυπόθητη νίκη, όμως κάτι τέτοιο δεν έμελλε να συμβεί. Η Granata συνέχισε να παίζει παθητικά, μέχρι που ο χρόνος τελείωσε. Ο υποβιβασμός ήταν πλέον γεγονός.
Αυτό που ακολούθησε ήταν κάτι που θα ζήλευαν και τα ελληνικά γήπεδα. Ο αρχηγός Φρέζι, αφού διαμαρτυρήθηκε για πέναλτι που δεν δόθηκε προς το τέλος, στη συνέχεια στράφηκε στον Βιέρκοβουντ για να του ζητήσει τον λόγο επειδή πέτυχε το γκολ που ουσιαστικά υποβίβασε την ομάδα του.
Η μία κουβέντα έφερε την άλλη και οι παίκτες των δύο ομάδων ήρθαν στα χέρια. Το ξύλο συνεχίστηκε μέχρι τη φυσούνα και η Αστυνομία χρειάστηκε να φυγαδεύσει τον διαιτητή. Οι παίκτες της Σαλερνιτάνα έσπασαν τα αποδυτήρια και οι τιφόζι αφού διέλυσαν τις τουαλέτες, συνέχισαν στους δρόμους της πόλης κάνοντας γυαλιά-καρφιά βιτρίνες καταστημάτων και αυτοκίνητα.
Ήταν ένα φινάλε που πέρασε στα βιβλία του ιταλικού ποδοσφαίρου, όμως δυστυχώς, το τέλος της ιστορίας, δεν είχε γραφτεί ακόμα. Και αυτό ήταν το χειρότερο. Στις 8 το βράδυ της 23ης Νοεμβρίου του 1999, 1.500 τιφόζι επιβιβάστηκαν σε τρένο που είχε ναυλωθεί αποκλειστικά για οπαδούς. Η επιστροφή από την Πιατσέντζα για το Σαλέρνο μόλις είχε ξεκινήσει.
Εξαγριωμένοι και πολλοί από αυτούς μεθυσμένοι, οι οπαδοί δεν έχαναν την ευκαιρία να προκαλέσουν φασαρία στον δρόμο τους με ή χωρίς αφορμή. Αφού ξήλωσαν καθίσματα και έσπασαν παράθυρα, ανάγκασαν τους οδηγούς να σταματήσουν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της διαδρομής, ενώ οι σταθμοί σε Μπολόνια, Φλωρεντία, Ρώμη, Νοτσέρα είδαν σκηνές βανδαλισμού. Πυροσβεστήρες εκτοξεύθηκαν από τα βαγόνια, πέτρες έσπασαν τα τζάμια των μπαρ και άλλα τρένα δέχθηκαν επίθεση.
Έπειτα από την τελευταία στάση, το ταξίδι έμοιαζε να οδεύει στο τέλος του, καθώς το τρένο με τους fans έμπαινε στο τούνελ της Σάντα Λουτσία, το οποίο ενώνει την Νοτσέρα με το Σαλέρνο. Αντί για τη λύτρωση, όμως, ήρθε η τραγωδία.
Την ώρα που το τρένο βρισκόταν στο τούνελ μήκους 10 χιλιομέτρων, έπιασε φωτιά. Τα αίτια δεν έγιναν γνωστά, όμως σύμφωνα με κάποια δημοσιεύματα της εποχής σκοπός ήταν να προκληθεί σύγχυση έτσι ώστε οι τιφόζι να μην ταυτοποιηθούν από την Αστυνομία κατά την επιστροφή τους. Όταν το τρένο μπήκε στο τούνελ, η ένταση της φωτιάς αυξήθηκε και ακολούθησαν σκηνές τρόμου και πανικού.
Οι επιβαίνοντες για να γλυτώσουν πηδούσαν από τα παράθυρα ενώ το τρένο έτρεχε, με αποτέλεσμα να υπάρξουν 20 τραυματίες, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς υπέστησαν δηλητηρίαση από το μονοξείδιο του άνθρακα. Οι γιατροί αλλά και κάποιοι οπαδοί βοήθησαν όσους ήταν σε άσχημη κατάσταση, όμως στο βαγόνι 5 τα πράγματα είχαν άσχημη εξέλιξη.
Ο 15χρονος, Βιντσέντζο Λιόι, ο 16χρονος ξαδερφός του, Τσίρο Αλφιέρι, όπως και οι 23χρονοι, Τζουζέπε Ντιοντάτο και Σιμόνε Βοτάλε ανασύρθηκαν απανθρακωμένοι. Τα πτώματά τους αναγνωρίστηκαν το απόγευμα και για να συμβεί αυτό χρειάστηκε εξέταση των ρούχων και των παπουτσιών τους. Πέπλο πένθους τύλιξε το Σαλέρνο και στην κηδεία τους, οι σκηνές προκαλέσαν ανατριχίλα.
Η επιστροφή από το ταξίδι στην Πιατσέντζα κόστισε τη ζωή σε 4 παιδιά, που άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα στο μοιραίο βαγόνι. Αν ζούσαν σήμερα, έπειτα από 22 χρόνια, θα έβλεπαν και πάλι την ομάδα τους στην Serie A…