Το τέλος του λήσταρχου Νταβέλη: Το ψέμα για τον αδελφικό φίλο που τον σκότωσε για μια γυναίκα

Εκεί όπου ο μύθος μπερδεύεται με την πραγματικότητα

Δύο άνδρες, επιστήθιοι φίλοι, που φτάνουν στο σημείο να γίνουν αδελφοποιητοί, δηλαδή να κόψουν τις φλέβες τους και να ανταλλάξουν το αίμα τους. Πολεμούν πλάι-πλάι απέναντι στους Τούρκους, όμως στη συνέχεια όλα αλλάζουν. Ο ένας δρα ως παράνομος, την ώρα που ο άλλος βάζει την στολή και κατατάσσεται στις δυνάμεις ασφαλείας. Όταν ανάμεσά τους θα μπει η ίδια γυναίκα, η κάποτε αδελφική φιλία τους μετατρέπεται σε θανάσιμο μίσος και τελικά πεθαίνουν ο ένας από το χέρι του άλλου, την τελευταία φορά που διασταυρώνονται οι δρόμοι τους.

Αναμφίβολα εδώ, στην ιστορία του διαβόητου λήσταρχου Νταβέλη και του διώκτη του, Γιάννη Μέγα, βρίσκει κανείς όλα τα συστατικά για το σενάριο ταινίας. Με την μόνη διαφορά ότι στους τίτλους αρχής δεν θα διαβάζαμε το κλασικό «βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα», αφού η αλήθεια βρίσκεται πολύ μακριά από τους λαϊκούς θρύλους που έδωσαν μια διαφορετική έκταση και περιεχόμενο στην υπόθεση.

Ουσιαστικά η ιστορία διανθίστηκε από γλαφυρές περιγραφές και υποθέσεις που την έκαναν πιο ενδιαφέρουσα στα αυτιά του κόσμου εκείνης της εποχής, για τον οποίο ο Νταβέλης ήταν σαν… διάβολος μεταμορφωμένος σε άνθρωπο. Άλλωστε ήταν γνωστή η δράση του ίδιου και της συμμορίας του που τρομοκρατούσαν την περιοχή της ανατολικής Στερεάς και ιδίως τις περιοχές της Αττικής και της Βοιωτίας, διαπράττοντας σωρεία σοβαρότατων αδικημάτων. Κλοπές, ληστείες, απαγωγές, δολοφονίες ήταν σε ημερήσια διάταξη, δημιουργώντας μια αφόρητη κατάσταση και αναγκάζοντας τις Αρχές να αντιδράσουν.

Μάλιστα δημιουργήθηκε και ειδικό καταδιωκτικό σώμα, στο οποίο βρέθηκε και ο Γιάννης Μέγας, που παλιότερα είχε πολεμήσει μαζί με τον Νταβέλη στον αγώνα για απελευθέρωση της Ελλάδας. Μετά από αυτό ο λήσταρχος επέστρεψε στην παλιά του ζωή και το ανθρωποκυνηγητό ξεκίνησε.

Ο αστικός μύθος θέλει τους δυο τους να φτάνουν στα άκρα εξαιτίας μιας γυναίκας και συγκεκριμένα της κόμισσας Λουίζας Μπανκόλι, η ο οποία εκτός από πλούσια θεωρείτο και πολύ όμορφη. Ο νεαρός αξιωματικός την είχε ερωτευτεί σφόδρα και όταν την «πολιόρκησε» και ο γνωστός παράνομος, τρελάθηκε, θεωρώντας την συμπεριφορά του άκρως προσβλητική με αποτέλεσμα να ορκιστεί ότι θα τον καταδιώξει σε κάθε πιθανό ή απίθανο μέρος και ότι θα τον σκοτώσει στην πρώτη ευκαιρία που θα του παρουσιαζόταν.

Βέβαια και εδώ φαίνεται ότι υπάρχει πολύ σημαντική απόσταση που χωρίζει τον θρύλο από την πραγματικότητα. Μεταγενέστεροι μελετητές αποδομούν πλήρως τον υποτιθέμενο έρωτα του Νταβέλη με την Ιταλία ευγενή, ενώ το ίδιο κάνουν και για την περίπτωση της Δούκισσας της Πλακεντίας και ξεκαθαρίζουν ότι η ερωτική αντιζηλία δεν υπήρξε ποτέ κίνητρο για τον Μέγα.

Στην πραγματικότητα ο αξιωματικός βρέθηκε στο ειδικό σώμα και μετατράπηκε σε φανατικό διώκτη του λήσταρχου κυρίως λόγω της δίψας του για καταξίωση και ανέλιξη. Γνώριζε πολύ καλά ότι εάν κατάφερνε να πιάσει τον διαβόητο ληστή, θα άνοιγε ο δρόμος για μια σπουδαία στρατιωτική καριέρα.

Η ευκαιρία δόθηκε όταν ο Νταβέλης και οι άντρες του βρέθηκαν στα ορεινά του Ελικώνα. Εκεί δοκίμασαν ανεπιτυχώς να μπουν στην Ιερά Μονή Ιερουσαλήμ, αφού οι μοναχοί τους επιφύλαξαν μια δυσάρεστη έκπληξη αφού τους περίμεναν οπλισμένοι και αμύνθηκαν αποτελεσματικά υπερασπιζόμενοι το μοναστήρι! Όταν η απόπειρά τους να μπουν στην αποθήκη με τα τρόφιμα κατέληξε σε φιάσκο, υποχώρησαν προς τον Παρνασσό και τελικά βρέθηκαν στην Αράχωβα, όπου όμως έγιναν αντιληπτοί.

Πλέον σε ολόκληρη την περιοχή είχε σημάνει συναγερμός για το ασκέρι και τμήματα στρατού και χωροφυλακής αλλά και δυνάμεις που είχαν δημιουργήσει οι τοπικοί άρχοντες συγκεντρώνονταν εκεί, στενεύοντας τον κλοιό. Ανάμεσά σε αυτούς και η μονάδα του Γιάννη Μέγα ο οποίος ετοιμαζόταν για την δική του μεγάλη στιγμή.

Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε στο Ζεμενό. Εκεί ο Νταβέλης και η συμμορία του εγκλωβίστηκαν χωρίς την παραμικρή διέξοδο. Διατάχτηκε έφοδος και ο Μέγας ήταν από τους πρώτους που έσπευσαν αποφασισμένος να πάρει το κεφάλι του εχθρού του. Ο θρύλος λέει ότι οι δυο τους βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο και ο αξιωματικός ήταν εκείνος που νόμισε ότι έδωσε την χαριστική βολή στον παλιό φίλο του. Λάθεψε, όμως, καθώς ο λήσταρχος δεν είχε ξεψυχήσει… Αντίθετα, τον πυροβόλησε κι εκείνος με την σειρά του, με τα τελευταία λόγια που του αποδίδονται να είναι: «Ούτε ο Νταβέλης στα λημέρια, ούτε ο Μέγας στα παλάτια»… Φυσικά, πρόκειται για ακόμη ένα ψέμα που κανείς δεν είναι διατεθειμένος να του χαλάσει μια τόσο ωραία ιστορία!