Στις 5 Μαρτίου 1918 ο φροντιστής του γηπέδου της Νασιονάλ φτάνει στον χώρο, όπως έκανε καθημερινά για πολλά χρόνια. Το αίμα του «παγώνει», όμως, όταν διαπιστώνει ότι περίπου στο κέντρο του γηπέδου βρίσκεται ένα άψυχο ανθρώπινο σώμα. Το σοκ γίνεται ακόμη μεγαλύτερο την στιγμή που αναγνωρίζει το πρόσωπο του ανθρώπου που λίγες ώρες νωρίτερα είχε αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στο στήθος. Ήταν ο Αμπντόν Πόρτε, ο επί σειρά ετών ηγέτης της ομάδας και λατρεμένος των οπαδών. Άλλωστε και ο ίδιος ήταν ένας από αυτούς, απλά αντί για την κερκίδα, το δικό του «εισιτήριο» ήταν στον αγωνιστικό χώρο.
Τότε ήταν μόλις 25 ετών, αλλά είχε προειδοποιήσει σχετικά με τις προθέσεις του. «Χουάν, δεν αντέχω να μην παίζω. Δεν μπορώ να ζω χωρίς την Νασιονάλ», είχε εκμυστηρευθεί το προηγούμενο βράδυ στον αδελφό του ενώ και παλιότερα, τις μέρες που μεσουρανούσε, είχε πει ότι θα αυτοκτονούσε μέσα στο «Estadio Gran Parque Central» την μέρα που δεν θα λογιζόταν πια ως βασικός στον σύλλογο του Μοντεβιδέο. Και τελικά υλοποίησε την «υπόσχεσή» του και μάλιστα το έκανε ακριβώς σε εκείνο το σημείο του γηπέδου που κάλυπτε και εκείνος την περίοδο που αγωνιζόταν…
Αν και δεν είχε ξεκινήσει την καριέρα του από την Νασιονάλ και δεν είχε γεννηθεί καν στο Μοντεβιδέο, ο Αμπντόν λάτρευε αυτόν τον σύλλογο από παιδί και όταν κατόρθωσε να φορέσει την φανέλα του το 1911 σε ηλικία 18 ετών, δεν άφησε την ευκαιρία να ζήσει το όνειρό του να πάει χαμένη. Έκανε το ντεμπούτο του ως δεξί μπακ και σύντομα μετακινήθηκε στον χώρο του κέντρου όπου η σωματοδομή, το πάθος αλλά και η τεχνική του τον καθιέρωσαν, ενώ χάρη σε αυτά τα χαρακτηριστικά έπαιζε άνετα και ως κεντρικός αμυντικός. Μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έγινε ο αγαπημένος «El Indio», δηλαδή «Ινδιάνος» της εξέδρας. Στο πρόσωπό του οι οπαδοί διέκριναν το αγωνιστικό πνεύμα που οι Ουρουγουανοί αποκαλούν «Garra Charrua», το οποίο δύσκολα μεταφράζεται, αλλά στην ουσία περικλείει μια φιλοσοφία που δεν σταματά στο ποδόσφαιρο και σχετίζεται με το να τα δίνεις όλα ανεξάρτητα με το αν οι πιθανότητες είναι εναντίον σου.
Ήταν η ίδια περίοδος που ο –τότε- νεοεκλεγείς πρόεδρος του συλλόγου, Χοσέ Μαρία Ντελγάδο επιχείρησε –και τελικά κατάφερε- να αλλάξει το πρόσωπο της Νασιονάλ και να την μετατρέψει από ένα κλαμπ της κοινωνικής ελίτ του Μοντεβιδέο, σε ομάδα του λαού. Σε αυτό το κόνσεπτ κόλλησε απόλυτα ο Αμπντόν, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με την πρώτη μεγάλη εποχή κυριαρχίας της ομάδας η οποία επισφραγίστηκε με την κατάκτηση 4 πρωταθλημάτων, εκ των οποίων τα τρία συνεχόμενα, με αποτέλεσμα να γίνει ο πρώτος σύλλογος της χώρας που θα κρατούσε για πάντα το αυθεντικό τρόπαιο στα γραφεία του. Συνολικά 19 τίτλους πανηγύρισε εκείνη την περίοδο η ομάδα, με τον Αμπντόν να είναι ο αρχηγός της πριν καλά-καλά κλείσει τα 20 χρόνια του.
Στα 25 του ήταν πλέον το απόλυτο ίνδαλμα, αποθεωνόταν σε κάθε επαφή του με την μπάλα, ήταν διεθνής (κατέκτησε κι ένα Κόπα Αμέρικα με την εθνική), ενώ και στην προσωπική του ζωή τα πήγαινε περίφημα και ετοιμαζόταν να παντρευτεί την αγαπημένη του, η οποία πάντως αποδείχθηκε ότι ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο πάθος του πίσω από την Νασιονάλ.
Η μοιραία στιγμή είχε έρθει λίγους μήνες νωρίτερα. Στις 27 Μαΐου 1917 η Νασιονάλ παίζει για το Albion Cup και περίπου 10 λεπτά πριν το τέλος ο νεαρός χαφ χτυπά άσχημα στο γόνατο. Σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ακόμη αλλαγές στο ποδόσφαιρο, ο Αμπντόν βάζει για ακόμη μία φορά την ομάδα πάνω από εκείνον. Για να μην αφήσει την Νασιονάλ με παίκτη λιγότερο, μένει στο γήπεδο μέχρι τη λήξη, με τον ίδιο να σωριάζεται στο έδαφος με φρικτούς πόνους μόλις ακούει το σφύριγμα του διαιτητή. Ο τραυματισμός αποδεικνύεται αρκετά σοβαρός και αφήνει το αποτύπωμά του στις ικανότητες του Αμπντόν. Όταν καταφέρνει να τον ξεπεράσει, είναι φανερό ότι πια δεν είναι ο ίδιος. Έχει το ίδιο πάθος, την δίψα και την θέληση, αλλά όχι πλέον την δυνατότητα να παραμείνει στο υψηλότερο επίπεδο. Ο κόσμος συνεχίζει να τον αγαπά, όμως οι προπονητές του διαπιστώνουν ότι δεν μπορούν να στηρίξουν ολόκληρο το κέντρο πάνω του.
Εκείνο το καλοκαίρι έρχεται στην ομάδα ο νεαρός Αλμπέρτο Ζιμπέτσι που παίρνει την θέση του στην ενδεκάδα. Πλέον εκείνος λογιζόταν ως βασικός, ενώ το μέχρι τότε απόλυτο αστέρι της Νασιονάλ μαραζώνει στην άκρη του πάγκου. Οι εμφανίσεις του γίνονται ολοένα και πιο σπάνιες μέσα στην σεζόν και περιορίζονται σε παιχνίδια χαμηλότερου ενδιαφέροντος, με αποτέλεσμα η μελαγχολία του να μετατραπεί σε απέραντη κατάθλιψη η οποία δεν περνά απαρατήρητη από τους υπεύθυνους της ομάδας. Όσο το δυνατόν πιο διακριτικά, του περνούν το μήνυμα ότι ίσως είχε έρθει η ώρα να κρεμάσει τα παπούτσια του διαβεβαιώνοντάς τον ότι μπορεί να παραμείνει στον σύλλογο, αλλά σε κάποιο άλλο πόστο. Εκείνος, όμως, αρνείται. Σε όλη του την ζωή από τότε που γεννήθηκε στην μικρή πόλη Ντουράσνο στην οποία άφησε τους αγρότες γονείς του στα 15 χρόνια του, ένα πράγμα ονειρευόταν. Να παίζει μπάλα για την Νασιονάλ. Χωρίς αυτό ένιωθε ότι δεν υπήρχε νόημα στο να αναπνέει.
Στις 3 Μαρτίου 1918 –εντελώς αναπάντεχα και χωρίς να το περιμένει κανείς- ο Αμπντόν ξεκινά βασικός στο παιχνίδι με την Charley. Η Νασιονάλ επικρατεί με 3-1 και ο 25χρονος ποδοσφαιριστής για ακόμη μία φορά γίνεται σύνθημα στα χείλη των οπαδών. Πιθανότατα την ώρα που ανταπέδιδε το χειροκρότημα της εξέδρας να γνώριζε ήδη ότι αυτή ήταν η τελευταία παράστασή του μπροστά στο κοινό του. Το ίδιο βράδυ τα επινίκια έρχονται με έξοδο όλης της ομάδας για φαγητό και διασκέδαση μετά τη νίκη. Κι ενώ όλοι οι υπόλοιποι επιστρέφουν σπίτια τους, ο Αμπντόν πηγαίνει στο «Estadio Gran Parque Central». Σε αυτό που αποκαλούσε, δηλαδή, εκείνος «σπίτι». Φτάνει μέχρι το σημείο του γηπέδου που συνήθιζε να καλύπτει, εκεί όπου μερικές ώρες νωρίτερα είχε δώσει τα πάντα, βγάζει ένα πιστόλι και αυτοκτονεί…
Το επόμενο πρωί ο σκύλος του επιστάτη ανακαλύπτει το πτώμα. Κάτω από το καπέλο του ο Αμπντόν έχει αφήσει δύο αποχαιρετιστήριες επιστολές. Η μία απευθύνεται στις γυναίκες της ζωής του, την μητέρα του και την κοπέλα που ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Το περιεχόμενό τους δεν έγινε ποτέ γνωστό. Παραλήπτης του δεύτερου γράμματος είναι ο πρόεδρος της ομάδας, Χοσέ Μαρία Ντελγάδο και αποδέκτες –ουσιαστικά- όλοι οι οπαδοί της Νασιονάλ.
«Αγαπημένε μου Δον Χοσέ Μαρία Ντελγάδο. Ζητώ από σένα και τα υπόλοιπα μέλη του συλλόγου να κάνετε κάτι για μένα, όπως έκανα εγώ για εσάς. Φροντίστε την οικογένειά μου και την αγαπημένη μητέρα μου. Αντίο αγαπημένε φίλε μιας ζωής» αναφέρει, ενώ το σημείο στο οποίο μιλά για την Νασιονάλ αποτελεί μια ελεγεία οπαδικής αγάπης για μια ομάδα, που όμοιά του μάλλον δεν έχει γραφτεί ποτέ ξανά. «Νασιονάλ… Ακόμη κι αν μετατατραπώ σε σκόνη και σαν σκόνη θα είμαι πάντα ο εραστής σου. Δεν θα ξεχάσω ούτε για μια στιγμή πόσο σε αγάπησα. Αντίο για πάντα»…
Τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί στο νεκροταφείο «La Teja», δίπλα στις επίσης μεγάλες δόξες της ομάδας αδελφούς Σέσπεδες, όπως και συνέβη. Αργότερα η κερκίδα των φανατικών πήρε –δικαίως- το όνομά του, ενώ οι φίλαθλοι της Νασιονάλ δεν τον ξεχνούν ούτε στα συνθήματα ούτε στα πανό τους. Ακόμη και έναν αιώνα μετά τον θάνατό του συνεχίζουν να τραγουδούν «Por la sangre de Abdon», καλώντας τις επόμενες γενιές ποδοσφαιριστών να τιμούν αιώνια την δική του –μέχρι κυριολεκτικά αυτοθυσίας- λατρεία για την φανέλα και το σήμα του συλλόγου.