Είναι μια μικρή προδοσία από το ίδιο σου το σώμα: ένα άλμα που μέχρι πριν από 3-4 χρόνια θα φάνταζε το πιο εύκολο πράγμα στον αγωνιστικό κόσμο, τώρα μοιάζει με ανάβαση στο Έβερεστ χωρίς εξοπλισμό.
Ο άλλοτε κραταιός τετρακέφαλός σου, αυτός που πάντα ήταν η κινητήριος δύναμη για τα εκρηκτικά σου πρώτα βήματα, αρχίζει να θυμίζει εκπεσόντα σαρκικό βασιλιά, ο οποίος πλέον είναι γυμνός.
Η αγκωνιά που τρως στα πλευρά σε μια διείσδυση δεν είναι το αλλοτινό χάδι των δύσμοιρων αντιπάλων σου στον δρόμο για το «καλάθι και φάουλ», μα μία έκρηξη αιμάτινης οργής του καταβεβλημένου σου κορμιού.
Ξέρετε, οι περισσότεροι κάνουν λάθος: νομίζουν πως τα γηρατειά έρχονται λίγο-λίγο στην (μπασκετική και μη) ζωή, προετοιμάζοντάς σε για τη νέα τάξη πραγμάτων. Μα, στην πραγματικότητα, συμβαίνουν από τη μία μέρα στην άλλη, σ’ ένα άχρονο κλείσιμο του ματιού.
Ιδίως όταν προσεγγίζεις τα 40 και είσαι επαγγελματίας αθλητής, καταλαβαίνεις πως αυτό το τέσσερα-μηδέν που έρχεται κατά πάνω σου είναι το γήρας της νεότητας. Και συνήθως, είσαι απλά ένα βάρος για την ομάδα σου, ένας παίκτης που συμπληρώνει το ρόστερ και περιμένει την τιμητική αποστρατεία. Εκτός, βέβαια…
Εκτός κι αν είσαι εκείνος.
Εκτός κι αν το ημερολόγιο δείχνει Οκτώβριο του 1994, κι εσύ είσαι ο Νίκος Γκάλης.
«Νίκο, θες τον Παναγιώτη και τον Ζάρκο;»
Ήταν μια καινοφανής κατάσταση, κάτι πρωτόγνωρο: πού ακούστηκε ο Νικ να μην παίρνει κανέναν τίτλο σε μια ολόκληρη χρονιά; Μπορεί την σεζόν 1993-1994 ο Παναθηναϊκός να είχε φτάσει μέχρι το Final-4 του Τελ Αβίβ και ο Γκάλης, βαδίζοντας στα 37 του, να ήταν πρώτος σκόρερ (22.8 πόντοι) και πασέρ (4.7 ασίστ) στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση της Ευρώπης, όμως δίπλα στην στήλη «τρόπαια» ένα επίμονο μηδενικό αρνείτο πεισματικά να δώσει τη θέση του έστω στο ένα.
Οι αδερφοί Γιαννακόπουλοι- που προ διετίας είχαν τινάξει την μπάνκα στον αέρα, στο δρόμο για την χρυσοποίκιλτη υπογραφή του Γκάγκστερ- είχαν αντικαταστήσει μεσούσης της προηγούμενης περιόδου τον Ζέλικο Παβλίσεβιτς με τον Γιάννη Πολίτη και τώρα, το καλοκαίρι του 1994, ήταν διατεθειμένοι να βάλουν ξανά το χέρι βαθιά στην τσέπη και να φτιάξουν ένα σύνολο ικανό να σαρώσει τα πάντα σε Α1 και Πρωταθλητριών.
Ο αστικός και ανεπιβεβαίωτος (μα, παράλληλα, σχεδόν 100% αληθής) μύθος λέει πως ο Πολίτης, που είχε πάρει τη θέση του head coach στο Τριφύλλι επειδή είχε δώσει το ΟΚ ο Γκάλης, ρώτησε τον τύπο με το 6 στην πλάτη για το αν θέλει να παίξει ξανά μετά από μια τριετία με τον Γιαννάκη και αν του άρεσε η προοπτική να έχει για συμπαίκτη και τον Ζάρκο Πάσπαλι.
Ο Νικ, που ουδέποτε στην καριέρα του (ανεξαρτήτως του τι βλακείες ακούγονταν ή γράφονταν κατά καιρούς) είχε θέμα με το να πλαισιώνεται από άλλους σούπερ σταρ, κούνησε αυτοστιγμεί καταφατικά το κεφάλι.
Έτσι, ο «Δράκος» έφυγε από τον Πανιώνιο και φόρεσε τα πράσινα, ενώ και ο Πάσπαλι πήγε στον Παναθηναϊκό από τον Ολυμπιακό (την αντίθετη διαδρομή είχε ακολουθήσει, την ίδια μεταγραφική περίοδο, ο Σάσα Βολκόφ).
Το συνολικό ρόστερ του Τριφυλλιού θύμιζε κάτι από διαγαλαξιακή dream team εν τη γενέσει της: Γκάλης, Γιαννάκης, Βράνκοβιτς, Αλβέρτης, Πάσπαλι, Σοκ, Οικονόμου, Παταβούκας, Κούσμα, Μυριούνης.
Τα πράγματα φάνταζαν κάτι παραπάνω από ιδεατά.
Μόνο που δεν ήταν.
Το τέλος των ψευδαισθήσεων: «Θα παίζω έως τα 50»
Μπορεί η αρχή να είναι το ήμισυ του παντός, όμως καμιά φορά το εντυπωσιακό ξεκίνημα μιας σεζόν διαστρεβλώνει το μελλοντικό «παν»: η νέα χρονιά (1994-1995) θα ξεκινούσε με ντέρμπι ολκής στο κύπελλο.
Στις 25 του Σεπτέμβρη στο κλειστό του Σπόρτινγκ (που είχε δηλώσει ως έδρα ο τιμωρημένος Ολυπιακός του Ιωαννίδη) οι Ερυθρόλευκοι με τον λαμπερό Έντι Τζόνσον στην σύνθεσή τους να παθαίνει πολιτισμικό σοκ βλέποντας την… στρούγκα που θα έπαιζε, υποδέχονταν τον Παναθηναϊκό του Πολίτη, σ’ ένα αιώνιο «γαία πυρί μιχθήτω» ακατάλληλο για καρδιακούς.
Ή, για την ακρίβεια, ακατάλληλο για όποιον δεν είχε την τύχη να ερωτευτεί τη μητέρα του σαν τον Οιδίποδα και να ξηλώσει οικειοθελώς ύστερα τα μάτια του, με αποτέλεσμα, δυστυχώς, η όρασή του να είναι ανέπαφη: σ’ ένα παιχνίδι που αγωνίστηκαν υπερπαίκτες (Φασούλας, Σιγάλας, Τζόνσον, Τόμιτς, Βολκόφ, Τάρλατς, Νάκιτς, Καμπούρης, Μπακατσιάς οι του Ολυμπιακού), το θέαμα άγγιζε τα όρια του αλγεινού.
Οι αιώνιοι κακοποίησαν το μπάσκετ λες και είχαν προηγούμενα μαζί του και η κόρνα της λήξης βρήκε το Τριφύλλι θριαμβευτή με το εκκωφαντικό 42-40 (και ολογράφως για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις: σαράντα δύο – σαράντα) και τον Βράνκοβιτς, αλλόφρονα, να πανηγυρίζει στις εξέδρες με τους πράσινους οπαδούς λες και είχε κατακτήσει το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο με την Κροατία (spoiler alert: ο τύπος είχε απλά το ασημένιο από το 1992).
Πρώτος σκόρερ του παιχνιδιού ήταν ο Τάρλατς που ήταν on fire με 13 ολόκληρους πόντους, ενώ για τον νικητή ΠΑΟ ο μόνος που είχε διψήφιο αριθμό πόντων ήταν ο Γκάλης με 11.
Παρά το γεγονός πως το ν’ αναλύεις έναν αγώνα που έχει τελειώσει με σκορ προπαιδικού πρωταθλήματος σε ανοιχτό γήπεδο, μια ημέρα που έβρεχε σε σημείο που να κάνει τον Νώε να ξανανέβει στην Κιβωτό του για να σώσει τον κόσμο, αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς για τον Νικ είναι πως είχε διαφανεί η πρόθεση του Πολίτη να τον βάζει περισσότερο στο «1».
Και, το κυριότερο, είχε αποφασίσει να δίνει τις περισσότερες μπάλες στον (άστοχο εκείνη την ημέρα) Πάσπαλι, ενώ, παράλληλα, δε δίστασε να τραβήξει τον αρχηγό του στον πάγκο- «αμάρτημα» εξίσου σοβαρό με το προπατορικό.
Αν αφήσουμε στην άκρη τα μάτια της ψυχής που βλέπουν στο πρόσωπο του Γκάλη αιωνίως αψεγάδιαστο, πρέπει να παραδεχτούμε πως η εικόνα του ήταν για πρώτη φορά στην καριέρα του ελαφρώς αποθαρρυντική: βαρύς, χωρίς την γνωστή του έκρηξη και ιδιαιτέρως άστοχος, για τα δικά του δυσθεώρητα στάνταρ- η ηλικία του, εν ολίγοις, είχε αρχίσει να φαίνεται στο παρκέ.
Κάπως έτσι, το «Θα παίζω έως τα 50!» που είχε ξεστομίσει σε ανύποπτη στιγμή μια διετία νωρίτερα, φάνταζε περισσότερο με το λεκτικό παραστράτημα ενός πείσμονος παικταρά, ο οποίος αρνείτο να δει την αλήθεια κατάματα.
Ποια ήταν αυτή;
«Ο Γκάλης για πρώτη φορά σκέφτεται να σταματήσει το μπάσκετ, ίσως με τη λήξη του τρέχοντος συμβολαίου του με τον Παναθηναϊκό», έγραφε το θρυλικό τρίποντο προ 27 ετών.
«Λογικό», θα έλεγε κάποιος που είχε αναγάγει το να προτρέχεις σε Ολυμπιακό άθλημα. «Δεν είναι αυτός που ήταν. Δυστυχώς, ακόμα και γι’ αυτόν οι δείκτες του ρολογιού γυρίζουν μονάχα προς μία πλευρά: προς το εγγύς μέλλον, το οποίο αν το στοιβάξεις, δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο το ένα πάνω στο άλλο, σχηματίζει ένα δυσοίωνο απώτερο».
Ο Πιραντέλο θα τους έλεγε πως έτσι είναι, αν έτσι νόμιζαν.
Μόνο που νόμιζαν, ξανά, λάθος.
Γιατί 12 μέρες πριν κόψει οριστικά και αμετάκλητα το μπάσκετ, ο 37χρονος Γκάλης συνέθλιψε το ρολόι που τον έφερνε πιο κοντά στα γηρατειά και έπεσε θορυβωδώς στην αγκαλιά της ζείδωρης νιότης.
Το μέλλον μπορούσε να περιμένει. Για την ώρα, ήταν η στιγμή για την ακροτελεύτια παράσταση του ένδοξου παρελθόντος.
Η καρδιά είναι το πρώτο πράγμα που ζωντανεύει, το τελευταίο που πεθαίνει
Ήταν το πιο καθοριστικό παιχνίδι της χρονιάς. Πιθανή ήττα σήμαινε κοσμογονική οικονομική καταστροφή, που θα γκρέμιζε συθέμελα αυτή που διαγραφόταν ως λαμπρή σεζόν για το Τριφύλλι.
Στον πρώτο αγώνα του δεύτερου προκριματικού γύρου του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ο Παναθηναϊκός είχε γνωρίσει την ήττα με 87-79 από την Μπουντιβέλνικ Κιέβου και στη ρεβάνς της Γλυφάδας χρειαζόταν απελπισμένα το +9 προκειμένου να εξασφαλίσει την συμμετοχή του στον προκάτοχο της Euroleague.
Σ’ ένα κατάμεστο γήπεδο- στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ο αείμνηστος Παύλος Γιαννακόπουλος μοίραζε αφειδώς… σφαλιάρες στους οπαδούς του ΠΑΟ, για να σταματήσουν τις καφρίλες πίσω από τον πάγκο των Ουκρανών (αδιάψευστος μάρτυρας το παρακάτω βίντεο, στο 10:00)- οι φιλοξενούμενοι με τον Οκούνσκι σε μεγάλη μέρα έβαλαν πολύ δύσκολα στους Πράσινους, μένοντας σταθερά στους 4 πόντους πίσω στο πρώτο ημίχρονο.
Στο δεύτερο, και με τα φίδια να ζώνουν ολοένα και περισσότερο τους γηπεδούχους, αποφάσισε ν’ αναλάβει δράση ο μεγαλύτερος Ευρωπαίος σκόρερ όλων των εποχών: ο Γκάλης αγνόησε επιδεικτικά τις οδηγίες του Πολίτη που σχεδίαζε μανιωδώς επιθέσεις για τον Πάσπαλι και ξεκίνησε τις ατομικές ενέργειες, στέλνοντας τους πάντες στις 4 γωνίες και αρχίζοντας τ’ απανωτά “iso”.
Αίφνης, ο Γκάνγκστερ έχει απεκδυθεί τον σάρκινο μανδύα του 37χρονου με 15+ σεζόν στην πλάτη και έκλεινε το μάτι στην απόσυρση, αποδεικνύοντας πως, καμιά φορά, η νιότη έρχεται εκεί που δεν την περιμένεις. Κι όταν, εντελώς ανέλπιστα, συμβαίνει αυτό, στο αίμα σου αρχίζει να κυλάει η αδρεναλίνη μιας κλεψύδρας που γύρισε προς την σωστή πλευρά.
Ο Νικ πετύχαινε το ένα καλάθι μετά το άλλο, έπαιρνε βολές, πάσαρε σωστά την μπάλα και όταν η διαφορά πήγε για πρώτη φορά στο +13 (στο 33ο λεπτό της αναμέτρησης), ένας εκστασιασμένος Γιαννακόπουλος ούρλιαξε προς την πλευρά του «Πάρ’ τους μόνος σου Νίκο!».
Και, πράγματι, τους πήρε μόνος του: με 23 πόντους (8/13 δίποντα, 7/7 βολές), 3 ασίστ, 2 κλεψίματα και μόλις 2 λάθη, ο αρχηγός των πρασίνων τους οδήγησε στη Γη της προσωρινής Επαγγελίας, καθώς στο τέλος ο φωτεινός πίνακας στην Γλυφάδα έγραψε «Παναθηναϊκός – Μπουντιβέλνικ 83-68».
Αυτό ήταν: το Τριφύλλι προκρίθηκε χάρη στον Γκάλη στο Πρωταθλητριών και η ηρεμία αποκαταστάθηκε. Η καρδιά, λένε, είναι το τελευταίο πράγμα που γερνάει σ’ έναν άνθρωπο και αυτή που έχει την ικανότητα να κάνει τα κουρασμένα, υπέργηρα πόδια να βγάλουν τον σκασμό.
Μετά το τέλος του συγκεκριμένου παιχνιδιού το «Θα παίζω μέχρι τα 50» αρχίζει φαινόταν εκ νέου ένα ρεαλιστικό σενάριο και όχι κούφια λόγια καμωμένα από ολότελα κενές λέξεις.
Ήταν 6 Οκτωβρίου του 1994. Έξι μέρες αργότερα, κόντρα στην Δάφνη, ο αιώνιος πρωταγωνιστής των πιο γλυκών μας μπασκετικών ιστοριών θα σκοράρει τους τελευταίους του 8 πόντους. Στις 18 του ίδιου μήνα, απέναντι στους Αμπελόκηπους, ο αθεράπευτα αγνώμων Πολίτης (και, μιας και δεν βρίσκεται εν ζωή ο άνθρωπος, το σταματάμε εδώ) κατ’ ουσίαν εξυφαίνει το οριστικό “The End” της αδιανόητης καριέρας του «παίκτη του 21ου αιώνα», αφήνοντάς τον στον πάγκο και λέγοντάς του σε κάποια φάση, περίπου στα 10 λεπτά μετά την έναρξη του ματς, «Γκάλης, μπαίνεις».
Ο Γκάλης, ως γνωστόν, δεν μπήκε κι αυτό ήταν το άδοξο τέλος. Κι ολ’ αυτά, να σκεφτεί κανείς, δέκα μέρες μετά από μία υπέροχη παράσταση στο κορυφαίο επίπεδο από τον αειθαλή Γκάνγκστερ.
Ξέρετε, τα γηρατειά δεν σε προειδοποιούν. Δεν έρχονται λίγο-λίγο, δεν σου ψιθυρίζουν στο αυτί με τρεμάμενη, ανατριχιαστική φωνή, «Ζήσε όσο μπορείς, πλησιάζω»- όχι. Έρχονται βίαια, απότομα, σε μια ανύποπτη στιγμή και, ξαφνικά, απλά δεν μπορείς να κάνεις πράγματα που έκανες μια δοξασμένη ζωή.
Υποχρεούσαι να πεις, όπως μυριάδες πριν από εσένα, «νικήθηκα» και να κάνεις στην άκρη για να περάσουν οι νεότεροι. Αγκαλιάζεις τη Λήθη και χάνεσαι μαζί της στον ορίζοντα.
Αν, δηλαδή, είσαι κοινός θνητός.
Οι θεοί, ο απόλυτος μπασκετικός Θεός, γερνάνε με τους δικούς τους ρυθμούς. Μπορούν ακόμα να βάζουν 25 πόντους στα 37+. Μπορούν ακόμα να χαρίζουν προκρίσεις. Μπορούν να είναι οι καλύτεροι του γηπέδου και ν’ αναγκάζουν τον κύριο Παύλο να τρελαίνεται στις εξέδρες.
Και, πάνω απ’ όλα, ακόμα κι αν τους εξωθούν στην έξοδο, μπορούν ακόμα να φεύγουν με τους δικούς τους όρους. Ο Γκάλης δε νικήθηκε ποτέ από τα «γηρατειά». Αναμετρήθηκε μαζί τους, τα κοίταξε στα μάτια και στο τέλος τα έκανε να χαμηλώσουν το βλέμμα.
Τα μπασκετικά γεράματα για τους περισσότερους δεν είναι μια άτυπη μάχη, είναι σφαγή.
Για τους περισσότερους, ναι.
Αλλά, ρε γαμημένε Χρόνε, όχι για τον Νικ.