Ο τρόμος των book: Το άχαστο μοντέλο του ιδιοκτήτη που επένδυσε 800.000 και κέρδισε 384 εκατομμύρια

Μοναδική περίπτωση

Τον Μάιο του 2021 η Μπρέντφορντ ήταν ως γνωστόν η νικήτρια αυτού που οι Άγγλοι αποκαλούν the “World’s Richest Game”. Στον τελικό των πλέι-οφ για την άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ οι λονδρέζοι επικράτησαν της Σουόνσι με 2-0, καρπώθηκαν το εκτιμώμενο αξίας 330 εκατ. λιρών «τζακ-ποτ» (384 εκατ. ευρώ) και ανέβηκαν για πρώτη φορά ύστερα από 73 χρόνια στη μεγάλη κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου.

Σενάριο τουλάχιστον ευφάνταστο προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘2000 όταν τσακισμένη από τα οικονομικά προβλήματα η Μπρέντφορντ κατρακυλούσε στην τέταρτη βαθμίδα της ποδοσφαιρικής πυραμίδας του νησιού (League 2). Τότε, οι οπαδοί του συλλόγου οργάνωσαν μια πρωτοφανή επιχείρηση διάσωσης του club, συγκεντρώνοντας το απαιτούμενο ποσό για την εξαγορά του. Το 2007 «γεννήθηκε» ο πρώτος λονδρέζικος σύλλογος αμιγώς λαϊκής βάσης. Το μοντέλο όμως δεν θα κρατούσε για πολύ. Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά της Μπρέντφορντ χορηγήθηκε μέσω δανείων από έναν «μυστηριώδη επενδυτή», που για καιρό είχε κρίνει σκόπιμο να παραμείνει στην ανωνυμία.

Όταν οι οπαδοί αποφάσισαν να μην αποπληρώσουν τα δάνεια, το 2012, του δόθηκε η ευκαιρία να αγοράσει το σύλλογο και να γίνει ο μοναδικός ιδιοκτήτης του. Αυτός ο μυστηριώδης επενδυτής, που έως και σήμερα προτιμάει να αποφεύγει τα φώτα της δημοσιότητας, ήταν ο 44χρονος τότε, Μάθιου Μπένχαμ. Οπαδός της Μπρέντφορντ από τα 11 χρόνια του, όταν την παρακολούθησε live σε έναν αγώνα με την Κόλτσεστερ, υλοποίησε το όνειρό του να γίνει το αφεντικό της, αντί του ποσού των 700.000 λιρών.

Ο Μπένχαμ σπούδασε στην Οξφόρδη και πήρε πτυχίο φυσικού, αλλά έκανε στροφή στον επαγγελματικό προσανατολισμό του μπαίνοντας στον τραπεζικό και ασφαλιστικό κλάδο. Γρήγορα διαπίστωσε ότι δεν ήταν ούτε αυτό το στοιχείο του.

Το 2001 έπιασε δουλειά ως trader στην Premier bet, μαθαίνοντας στο πλάι ενός από τους πιο επιτυχημένους τζογαδόρους του κόσμου, τον Τόνι Μπλουμ.

Ο Μπένχαμ εμπνεύστηκε από τον Μπλουμ και ενεργοποιήθηκε ένα άλλο «μικρόβιο» μέσα του, αυτό που έμελλε να του αλλάξει τη ζωή. Αποφάσισε να παραιτηθεί από τη στοιχηματική εταιρία και να ακολουθήσει το δρόμο του επαγγελματία τζογαδόρου. Εξελίχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους «εχθρούς» των book, βασιζόμενος σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «επιστημονικά δεδομένα». Ανέπτυξε στατιστικά μοντέλα και πόνταρε βάσει αυτών, αναζητώντας εξονυχιστικά τα λάθη των στοιχηματικών εταιριών και στρέφοντας σχεδόν πάντα τις πιθανότητες υπέρ του.

«Ποτέ δεν έχω ποντάρει για διασκέδαση ή για να περάσει η ώρα. Ασχολούμαι με το στοίχημα ξεκάθαρα για τους υπολογισμούς πιθανοτήτων με τη χρήση μαθηματικών μοντέλων. Η νοοτροπία αυτή στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο γνωσιακό και επαγγελματικό μου υπόβαθρο. Τα στοιχήματα είναι μια αγορά, όπου οι τιμές αλλάζουν συνεχώς. Προσπαθούμε να βρούμε την αδυναμία της αγοράς και χρησιμοποιούμε τα μοντέλα μας για να εντοπίσουμε την αξία όπου αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει», έχει δηλώσει σχετικά.

Δεν είναι ξεκάθαρο πόσα χρήματα κέρδισε ο Μπένχαμ από το στοίχημα, αλλά το μόνο σίγουρο   είναι ότι ήταν πάρα πολλά. Το 2004 δημιούργησε το δικό του στοιχηματικό συνδικάτο, ονόματι Smartodds. H ιδέα ήταν η εξής: η εταιρία συμβούλευε με το αζημίωτο πελάτες, χρησιμοποιώντας τους ίδιους αλγόριθμους, στατιστικές και έρευνα δεδομένων που τον είχαν βγάλει στον αφρό. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ήταν ο καλύτερος… πελάτης της εταιρίας. Απλώς δεν εργαζόταν πια αυτός πάνω στους αλγόριθμους, αλλά οι data analysts που είχε προσλάβει.

Το επενδυτικό χαρτοφυλάκιο αυξήθηκε ραγδαία και η επιτυχία του fund ήταν τεράστια. Επόμενο βήμα ήταν η ίδρυση της στοιχηματικής εταιρίας Matchbook, που όπως η Betfair λειτουργεί και ως ανταλλακτήριο στοιχημάτων.

Μετά την εξαγορά της Μπρέντφορντ, ο Μπένχαμ έκανε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ όλους τους εύρωστους ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών συλλόγων. Αντί να επενδύσει πολλά χρήματα σε παίκτες, προσωπικό και πόρους, προσβλέποντας σε ταχεία ανέλιξη της ομάδας, εξέλιξε σε τεράστιο βαθμό τα στατιστικά μοντέλα σε κάθε παράμετρο των ομάδων, αλλά και ατομικά χαρακτηριστικά των παικτών. Ονόμασε αυτή τη μέθοδο «Moneyball» και για να δοκιμάσει τις ιδέες του αγόρασε το 2014 αντί 6,7 εκατ. λιρών τη δανέζικη Μίντιλαντ, που εκτοξεύτηκε αγωνιστικά την επόμενη εξαετία.

Ο νέος ιδιοκτήτης απέλυσε πολλά μέλη του προσωπικού, προσλαμβάνοντας τεχνοκράτες, με πιο αναλυτικό (μαθηματικό) πνεύμα, που δεν είχαν παραδοσιακή εμπειρία στη διαχείριση ενός ποδοσφαιρικού club. Ο σύλλογος έπαψε να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για νίκες και ήττες. Αντίθετα, ανέπτυξαν ένα σύνολο βασικών δεικτών απόδοσης (KPIs) που καθόριζαν αν σημειώνουν πρόοδο ή όχι.

Τις ιδέες που λειτούργησαν τις μετέφερε στην Μπρέντφορντ. Μία από αυτές ήταν η μεθοδολογία των περίφημων expected goals (x-goals), που έχει γίνει πλέον μόδα στο Νησί (και όχι μόνο) σε ότι αφορά το κριτήριο δυναμικής μιας ομάδας. Πλέον είναι και οδηγός για τους περισσότερους επαγγελματίες παίκτες στοιχήματος.

Για παράδειγμα, η Μπρέντφορντ άρχισε να εξετάζει αναλυτικά τα «αναμενόμενα γκολ» με βάση την ποιότητα και την ποσότητα των ευκαιριών που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια ενός αγώνα  και όχι πόσα γκολ σημείωσε πραγματικά μια ομάδα ή ένας παίκτης.

Αυτό επέτρεψε στη Μίντιλαντ και την Μπρέντφορντ να βρουν υποτιμημένους παίκτες – έκπτωτους λάθος εκτιμήσεων της ποδοσφαιρικής αγοράς – που θα μπορούσαν στο κατάλληλο περιβάλλον να παίξουν σε υψηλό επίπεδο, να φέρουν νίκες στις ομάδες και να δημιουργήσουν υπεραξία αποφέροντας κέρδη.

Ενώ οι κορυφαίοι σύλλογοι στον κόσμο επένδυαν εκατομμύρια δολάρια στις ακαδημίες Nέων τους, οι Μπρέντφορντ και Μίντιλαντ αποφάσισαν να τις εξαλείψει εντελώς. Αντίθετα, βασίστηκαν σε μια «ομάδα Β» με παίκτες ηλικίας από 17 έως 20 ετών που είχαν σνομπαριστεί από άλλους συλλόγους.

Γιατί; Διότι ο Μπένχαμ πίστευε και πιστεύει ότι πρέπει να δώσεις σε έναν νεαρό παίκτη τουλάχιστον 35 παιχνίδια πριν προσδιορίσεις την αξία του. Οι πιο πλούσιες ομάδες στον κόσμο δεν είχαν τον χρόνο, την υπομονή ή την κατάλληλη υποδομή για να το κάνουν αυτό. Ως μικρά κλαμπ πρόθυμα να πειραματιστούν, το έκαναν η Μπρέντφορντ και η Μίντιλαντ.

Στα στατιστικά μοντέλα επιδόσεων ομάδων ή παικτών που αναπτύχθηκαν με πόρους του Μπένχαμ εντάσσεται και το πρόγραμμα e4talent, που καταγράφει ακόμη και το πόσες φορές ένας παίκτης κοίταξε γύρω του προτού δεχθεί την μπάλα! Επίσης, αντίθετα με τις παλιές πρακτικές, δημιουργείται πρώτα ένα σύνολο απαιτήσεων για παίκτη που χρειάζεται η ομάδα και μετά ψάχνουν να βρουν ποιος είναι αρκετά κοντά στο διάγραμμα που δίνει ο υπολογιστής. Και κάπως έτσι οι μικροί εκμεταλλεύονται τον χώρο που αφήνουν οι μεγάλοι.

Ορισμένα παραδείγματα της απολύτως επιτυχημένης στρατηγικής του Μπένχαμ είναι ο 26χρονος Αλγερινός εξτρέμ Σαΐντ Μπενραχμά, o 25χρονος Άγγλος φορ Όλι Γουότκινς και o συνομήλικός του Γάλλος φορ Νιλ Μοπέ. Ο πρώτος αποκτήθηκε αντί 3,8 εκατ. λιρών και πουλήθηκε για 40 ψ. (Γουέστ Χαμ), ο δεύτερος κόστισε 2,3 εκατ. και απέφερε 36 εκατ. (Άστον Βίλα), ενώ ο τρίτος έκανε limit up από τα 2,1 εκατ. στα 26.

H Μίντιλαντ, που ιδρύθηκε το 1999, κατέκτησε το πρώτο πρωτάθλημα της ένα χρόνο αφότου ανέλαβε ο Μπένχαμ τα ηνία της (2015), ενώ ακολούθως πήρε άλλα δύο (2018, 2020), έπαιξε στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ και φέτος πάει για το τέταρτο. H δε Μπρέντφορντ ανέβηκε το 2009 στη League One και 5 χρόνια μετά στην Τσάμπιονσιπ, απ’ όπου έκανε το άλμα για την Πρέμιερ Λιγκ το 2021. Την πρώτη σεζόν της στην Τσάμπιονσιπ (2014/15) η πορεία της ήταν πολύ καλή και όταν ο Μπένχαμ ρωτήθηκε αν είναι έτοιμη για άνοδο, απάντησε όσο πιο… σχολαστικά μπορούσε. «Οι πιθανότητες ανόδου φέτος είναι 42,3%!» Τελικά η ομάδα του κατετάγη 5η και αποκλείστηκε στα πλέι-οφ από τη Μίντλεσμπρο.

Ο άνθρωπος που βλέπει παντού αριθμούς και πιθανότητες, επένδυσε το 2012 820.000 ευρώ στο αγγλικό ποδόσφαιρο για να πάρει πίσω εννιά χρόνια αργότερα 384 εκατ.! Και τότε, με στοίχημα έμοιαζε το εγχείρημα του, αλλά το «τζογάρω» για τον Μάθιου Μπένχαμ έχει διαφορετική ερμηνεία απ’ ότι στο 99% των ανθρώπων.

Η διάσταση του «making money» είναι η μοναδική που γνωρίζει η αφεντιά του.